Οι εσωτερικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ επανέφεραν προσωρινά το ενδιαφέρον στο τρίτο κόμμα, κυρίως λόγω της ξαφνικής και πρόωρης απώλειας της Φώφης Γεννηματά, καθώς και της συμμετοχής του Γιώργου Παπανδρέου στη διαδικασία.

Ads

Ολοκληρώθηκαν προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού τα “μεγάλα ονόματα” ηττήθηκαν πανηγυρικά από έναν υποψήφιο νέο ηλικιακά,  άγνωστο στο ευρύ κοινό. 

Αυτή η εξέλιξη προκαλεί επιπλέον συζητήσεις και γεννά προσδοκίες, ως προς τη δυνατότητα αυτού του χώρου να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στην επονομαζόμενη “κεντροαριστερά”. 

Ο ίδιος ο νέος επικεφαλής, συγκεντρώνει ορισμένα πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα: θεωρείται άφθαρτος πολιτικά, έχει βιώσει όλα τα στάδια της λειτουργίας και της εξέλιξης ενός κόμματος γνωρίζοντας πώς συγκροτείται και δουλεύει από τη βάση ως την ηγεσία, ενώ έχει αποκτήσει και διεθνή εμπειρία λόγω της θητείας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ads

Από αυτά, δεδομένου ότι η φθορά πολύ γρήγορα μπορεί να προκύψει ενώ η εμπειρία στο εξωτερικό δεν αποτελεί αυτόματη λύση για κάθε πρόβλημα, το σημαντικότερο ίσως είναι η βιωματική ταύτιση με τον πολιτικό χώρο που καλείται να εκφράσει. Με μια όμως κρίσιμη διαφοροποίηση: το ΠΑΣΟΚ του σήμερα (με όποια ονομασία) δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα που κυριάρχησε επί τρεις δεκαετίες στη μεταπολίτευση. Είναι ένα πολύ μικρότερο κόμμα, του οποίου η άλλοτε πλειοψηφούσα βάση των ψηφοφόρων έχει στραφεί σε άλλες επιλογές, κατά το μεγαλύτερο μέρος της.

Παρά ταύτα,  ο Νίκος Ανδρουλάκης αναδείχτηκε με σημαία την πολιτική αυτονομία, ενώ παράλληλα ξορκίζει κάθε πιθανότητα να γίνει το κόμμα του ένα ΚΚΕ του κέντρου. Κι όμως, αυτό ακριβώς είναι το προφίλ του ΚΙΝΑΛ σήμερα: ένα κεντρώο κόμμα σε μόνιμη κρίση ταυτότητας, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να συντηρήσει έναν οργανωτικό μηχανισμό και μια αντίστοιχη δικτύωση, έχοντας ως σημείο αναφοράς κάποιες ένδοξες καταστάσεις και στιγμές του παρελθόντος, από τις οποίες πλέον στην πράξη έχει απομακρυνθεί  εντελώς, σε όλα τα επίπεδα.

Προκύπτει συνεπώς εύκολα το συμπέρασμα: ο δρόμος για την όποια ανασύνταξη της μεγάλης “δημοκρατικής παράταξης”, δεν περνάει μέσα από την αυτονομία, αλλά από την πλήρη ανατροπή των υφιστάμενων δομών και την έναρξη ενός γνήσιου ανοιχτού διαλόγου, κυρίως με εκείνους που αποχώρησαν από ένα κόμμα το οποίο αλλοτριωθηκε σε βαθμό πλήρους μετάλλαξης.

Οι νεότερες γενιές δεν αναμένουν την αναγέννηση του παλιού ΠΑΣΟΚ εν έτει 2021. Αναζητούν μια πολιτική πρόταση και μια άλλη νοοτροπία στην πολιτική που θα μπορούσε να τους εκφράσει στο σήμερα και στο αύριο. Όση λοιπόν συγκίνηση και να προκαλούν σε ορισμένα κοινά τα τραγούδια και οι σημαίες που σημάδεψαν μια άλλη εποχή, δεν σημαίνουν σήμερα τίποτα χωρίς ριζική αλλαγή πολιτικού υποδείγματος.

Η βιωματική ταύτιση με έναν πολιτικό χώρο σε όλες του τις εκφάνσεις, μπορεί να αποδειχτεί κρίσιμο εφόδιο για κάποιον, εφόσον λειτουργήσει ως ζωντανή  μνήμη μιας ανιδιοτελούς ενασχόλησης με τα κοινά. Μπορεί όμως να αποτελέσει και τη μεγαλύτερη παγίδα, αν οδηγήσει σε έναν αδιέξοδο κομματικό πατριωτισμό.

Τότε είναι που γρήγορα θα γίνει σαφές, ότι η οργάνωση και η μεθοδικότητα, μαζί με την κομματική αφοσίωση, από ένα σημείο και μετά συναντούν ανυπέρβλητο “τοίχο” στην κεντρική πολιτική σκηνή. Χωρίς πραγματικά νέες πολιτικές αντιλήψεις και προτάσεις, καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια, ιδίως όσον αφορά τη ανασυγκρότηση του “προοδευτικού χώρου”, σε ένα πουκάμισο αδειανό. Όπως ακριβώς αποδεικνύει σχεδόν καθημερινά και η Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, εδώ και αρκετά χρόνια.

* Ο Ηλίας Βασιλειάδης είναι Νομικός, Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών