Είναι γνωστό ότι η «μνημονιακή» πολιτική είναι απεχθής σε πλείστα της σημεία, για να χρησιμοποιήσουμε μια ήπια έκφραση, ακόμη και σε εκείνους που την εφαρμόζουν.

Ads

Από το μεγαλύτερο μέρος του ΠΑΣΟΚ θεωρείται αναγκαστική, ενώ επαναβεβαιώνει τις ταξικές διαφορές μέσα στην κοινωνία. Η ανάγκη αυτή, κατά το ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον, είναι σαφής και αδήριτη, καθώς η πολιτική της Ν.Δ. απέτυχε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της περί επανιδρύσεως του κράτους και, ποτισμένη από την αυταρέσκεια της τότε ισχύος της και υπό την καθοδήγηση του «καταλληλότερου», οδήγησε τη χώρα κατά τον κρημνόν. Τώρα ο κ. Σαμαράς εκφράζει σοβαρές αντιρρήσεις για το μίγμα της οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι επιτυγχάνει λιγότερο από το 50% αποτελεσματικότητας ως προς τη μείωση του ελλείμματος. Εκφράζει επίσης σοβαρές αντιρρήσεις ως προς τα αλλεπάλληλα μέτρα περιοριστικής πολιτικής που επιδεινώνουν την ύφεση μάλλον, παρά περιορίζουν το έλλειμμα. Από την άλλη σχεδόν το σύνολο της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, θεωρεί ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές οφείλουν να μετατραπούν σε αντιμνημονιακή, αποδοκιμαστική ψήφο, επειδή πιστεύουν ότι πίσω από τη «βιτρίνα» των λόγων του κ. Παπανδρέου αιωρούνται νέα μέτρα, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο «Γιωργάκη – GAP (κενό)» και κοσμώντας τον με πλήθος επιθέτων.

Ολα αυτά, ακόμη και οι υπερβολές, μπορούν να δικαιολογηθούν από το «πάθος των στιγμών», όμως εκείνο που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι η αντιπάθεια προς τις εκλογές. Ο κ. Παπανδρέου δήλωσε ότι εάν αποδοκιμαστεί η πολιτική που ακολούθησε και εφ’ όσον οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν μετατραπεί -πέραν των επιδιώξεών του- σε ψήφο κατά του Μνημονίου, η δημοκρατία προσφέρει διεξόδους και η πιθανή προσφυγή σε βουλευτικές θα ήταν μια τέτοια. Ορθώς! Και ποια θα όφειλε να είναι τότε η καθολική απάντηση από τα υπόλοιπα κόμματα, και μάλιστα με ακλόνητα επιχειρήματα; «Ασφαλώς, ναι. Διότι η πολιτική που ακολουθείτε δεν είναι η ενδεδειγμένη, δεν την είχατε εκθέσει πριν από τις προηγούμενες εκλογές, εξαθλιώνει οικονομικά τον λαό, κλείνει τις επιχειρήσεις και οδηγεί σε αλματώδη αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας». Ουδέν αληθέστερον τούτου. Αντ’ αυτού του απλούστατου, η χώρα ακούει για εκβιαστές, για εκπροσώπους των αγορών, για διλήμματα, σχεδιαζόμενη δραπέτευση από την εξουσία και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός. Με τη σειρά τους, αυτά σημαίνουν τα εξής, σε απλά ελληνικά: «Καλά, μπορεί να λέμε εμείς ό,τι θέλουμε. Ε! Κι αν δεν βγει και ο Σγουρός ή ο Καμίνης, δεν χάλασε κι ο κόσμος, κάνε εσύ τη δουλειά σου και άσε να λέμε εμείς. Εξάλλου οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν ρίχνουν και κυβερνήσεις, 157 βουλευτές έχεις, θα τα εξηγήσεις στους δανειστές, ξέρεις εσύ».

Φαίνεται ότι σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, όπως και πολλοί άλλοι, δεν θέλουν να ακούσουν από τον κ. Παπανδρέου τα εξής απλά: «Προσπάθησα, αλλά δεν με αφήσατε, λυπάμαι…», γι’ αυτό εκ των προτέρων ακυρώνουν την πολιτική σημασία τής τυχόν αποδοκιμασίας. Τον θέλουν, αλλά τον θέλουν γκρινιάζοντας. Είναι ίσως μια νοσταλγία, στους χαλεπούς τούτους καιρούς, για το παιχνίδι και την παιδικότητα. Ιδίως για την άλλη Αριστερά θα λέγαμε, παραφράζοντας λίγο τον Τ. Χομπς στα λεγόμενά του για την απρόσωπη εξουσία, ότι η εξουσία του ΠΑΣΟΚ είναι χρειαζούμενη αυτή τη στιγμή ώστε «να μην καταλήξουν οι διαφωνίες τους σ’ εκείνο το αμιγώς ανθρώπινο ή διαπροσωπικό επίπεδο, όπου ο λόγος τού ενός βρίσκεται αντιμέτωπος με το λόγο του άλλου» σε μια διαρκή και αέναη αντιπαράθεση. Ο «εχθρός» καλό είναι να «ανακαλύπτεται» εκτός των τειχών. Οσο για τη Ν.Δ., φαίνεται να αρκείται προς το παρόν στη φράση: «Ορίστε, εδώ είμαι!». Ο λαός βέβαια, ανεξάρτητα από το τι θέλουν πραγματικά τα διευθυντήρια των κομμάτων, μπορεί να θέλει άλλα πράγματα.

Ads

Ωστόσο αυτό θα το δούμε μετά τις εκλογές. Σε τούτο τον κόσμο που βασιλεύει ακόμη μια αβεβαιότητα, που δεν μπορεί να μετρηθεί «επειδή δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια να μετρήσουν τις πιθανότητες», τα περισσότερα προβλήματα αντιμετωπίζονται με διαισθητικές παρά αναλυτικές αποφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι μια κοινωνία παρατηρεί πολύ καλά γύρω της, απαλλάσσεται ή αφήνει για λίγο παράμερα το φαντασιακό της και ξαναβρίσκει ξανά τις ζωτικές της λέξεις, όπως, ας πούμε, το «φιλότιμο».

Άρθρο του Δ.Κ. Παπαϊωάννου για την εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 30/10/2010