Η δίκη του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος κατηγορείται για βιασμό τριών ανήλικων και ενός ενήλικου, ήταν αναμενόμενο ότι θα προσέλκυε πληθώρα δημοσιογράφων. Από την πρώτη στιγμή όμως έγινε σαφές ότι η δουλειά μας δεν θα ήταν εύκολη.

Ads

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας λέει πως «η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις».

Λέει ακόμη ότι «αν πρόκειται για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών από τον συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται η δίκη να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς διάκριση η είσοδος στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός».

Στην πράξη, ωστόσο, τα μέτρα για τον Covid-19 καταστρατηγούν την αρχή της δημοσιότητας. Έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων της χώρας έχουν κολληθεί χαρτιά τα οποία αναγράφουν ότι ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός είναι τα 15 άτομα.

Ads

Ανάλογα με το πού βρίσκεσαι, αν είσαι στην Ευελπίδων, στο Εφετείο, στο Μικτό Ορκωτό, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ποια υπόθεση δικάζεται και τι αποφασίζει η εκάστοτε Έδρα, ακόμα και ο αναγραφόμενος αριθμός δεν είναι βέβαιο αν θα ισχύσει.

Στις 11 Φεβρουαρίου, ημέρα έναρξης της δίκης του Δημήτρη Λιγνάδη, αστυνομικοί στέκονταν στο τέλος του διαδρόμου που οδηγεί στις δύο αίθουσες του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, απαγορεύοντας τη διέλευση οποιουδήποτε δεν είναι παράγοντας της δίκης.

Πίσω από τον φραγμό βρίσκονταν οι δικηγόροι, οι μηνυτές, οι μάρτυρες των δύο πλευρών και οι υποψήφιοι ένορκοι. Μαζευτήκαμε οι δημοσιογράφοι και αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις. Αυτή είναι η πρώτη φορά που εμφανίστηκε μία λίστα δημοσιογράφων και μας δηλώθηκε ότι είναι η λίστα των διαπιστευμένων δημοσιογράφων του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Δίπλα μου στεκόταν η διαπιστευμένη δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», διαπιστευμένη στο υπουργείο, με φυσική παρουσία 15 ετών στα δικαστήρια. Το όνομά της απουσίαζε από τη λίστα.

Η δίκη ξεκίνησε και κάπως καταφέραμε να μπούμε στην αίθουσα. Όσο ακόμα διαρκούσαν τα άχαρα διαδικαστικά, η γνωστή δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ Ιωάννα Μάνδρου, δηλώνοντας ότι εκπροσωπεί τους δημοσιογράφους, ζήτησε να τοποθετεί η έδρα ως προς τον επιτρεπόμενο αριθμό. (Ουδέποτε συναίνεσα να εκπροσωπηθώ από την κ. Μάνδρου αλλά από σεβασμό στη διαδικασία δεν μίλησα.)

Η έδρα επιφυλάχθηκε και λίγο πριν διακόψει για την επόμενη δικάσιμο κάλεσε τους εκπροσώπους του Τύπου. Στην αίθουσα πια δεν φαινόταν να βρίσκεται άλλη/άλλος δημοσιογράφος κι έτσι σηκώθηκα και πήγα μπροστά. Ανακοινώθηκε η απόφαση να επιτρέπεται η είσοδος σε τέσσερις δημοσιογράφους. Ρώτησα αν θα πρέπει να ακολουθήσουμε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία για να μας επιτραπεί η είσοδος και πήρα αρνητική απάντηση. «Έως τέσσερις εναλλάξ. Θα τα βρείτε μεταξύ σας» μου είπε η πρόεδρος.

Η επόμενη δικάσιμος, στις 25 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε στη μικρότερη αίθουσα που θα μπορούσε να προβλεφθεί για μια τέτοια δίκη, με αποτέλεσμα ένας κατηγορούμενος για βιασμούς να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τους μηνυτές του.

Η έντονη διαπραγμάτευση με τους αστυνομικούς για το ποιος δικαιούται και ποιος όχι να μπει μέσα επαναλήφθηκε. Ώσπου σε μια στιγμή ο αστυνομικός έκλεισε την πόρτα της αίθουσας, αφήνοντας μέσα μηνυτές και δικηγόρους. Διαμαρτυρηθήκαμε δίχως αποτέλεσμα. Εκείνη την ώρα έτυχε να βγει  ο συνήγορος του κατηγορουμένου, Αλέξης Κούγιας, ο οποίος εξήγησε στο όργανο ότι απαγορεύεται να κλείνει την πόρτα γιατί ακυρώνει τη διαδικασία. Φαίνεται ότι ο λόγος του κ. Κούγια έχει μεγαλύτερο βάρος στα αυτιά του αστυνομικού από ό,τι των υπολοίπων που το φωνάζαμε ως εκείνη τη στιγμή, και έτσι τουλάχιστον ξανάνοιξε η πόρτα.

Λόγω κωλύματος μέλους της έδρας, η συνεδρίαση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά και κάπως έτσι φτάνουμε στις 3 Μαρτίου.

Είναι η ημέρα κατά την οποία ξαφνικά ανακοινώθηκε από την Έδρα ότι ο αριθμός των δημοσιογράφων που μπορούν να παρακολουθούν ταυτόχρονα τη δίκη ανεβαίνει από τους τέσσερις στους πέντε — αλλά οι δημοσιογράφοι αυτοί θα είναι οι διαπιστευμένοι στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι αστυνομικοί στην είσοδο δεν επιτρέπουν την είσοδο σε κανέναν και καμία δημοσιογράφο που δεν είναι στη λίστα που κρατούν. Η είσοδος επίσης απαγορεύεται και σε πολίτες αλλά και σε δικηγόρους που ζητούν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο απέρριψε και την αίτηση που κατέθεσε το δίκτυο δημοσιογράφων Reporters United με σκοπό τη δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου που θα αναμετέδιδε τα όσα συζητούνται εντός της αίθουσας.

Και κάπως έτσι φτάνουμε μία από τις σημαντικότερες δίκες της χώρας μας να πραγματοποιείται σε μια άδεια αίθουσα με προεπιλεγμένους δημοσιογράφους.

Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης απαντώντας σε πρόσφατη σχετική ερώτηση του βουλευτή του ΜέΡΑ25, Κρίτωνα Αρσένη, απέρριψε κατηγορηματικά «την όποια καταγγελία σας για δήθεν αποστολή εκ μέρους του υπουργείου κλειστής λίστας δημοσιογράφων στη συγκεκριμένη δίκη. Σαφώς και υπάρχει λίστα διαπιστευμένων δημοσιογράφων που είναι στη διάθεση των δικαστηρίων της χώρας και βεβαίως στις δημοσιογραφικές ενώσεις για την ενημέρωσή τους. Είναι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι — μέλη της ΕΣΗΕΑ από όλα τα ΜΜΕ, χωρίς διακρίσεις, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς αστερίσκους. Τα κριτήρια και οι όροι όμως βάσει των οποίων αυτοί θα έχουν πρόσβαση σε μια ανοιχτή δίκη — το λέω για άλλη μια φορά — τίθενται από τους εκάστοτε προέδρους της έδρας». Κατέθεσε μάλιστα στα πρακτικά μια λίστα με 39 μέσα ενημέρωσης τα οποία είναι διαπιστευμένα στο υπουργείο.

Απευθυνόμενη στο υπουργείο, μαθαίνω ότι η λίστα που έχει αποσταλεί στη διοίκηση του Πρωτοδικείου περιέχει περίπου 30 δημοσιογράφους από το σύνολο των 39 διαπιστευμένων μέσων κι αυτό γιατί κάποιοι δημοσιογράφοι καλύπτουν για περισσότερα μέσα όταν εργάζονται σε κάποιο δημοσιογραφικό συγκρότημα. Εξηγώ ότι έχω μετρήσει τα ονόματα στη λίστα που κρατά ο αστυνομικός στα χέρια του και είναι λιγότερα, ενώ αναφέρω επίσης ότι στη λίστα του υπουργείου θα έπρεπε να υπάρχει και το όνομα της συναδέλφου από τον «Ριζοσπάστη». Μου επιβεβαιώνουν ότι η συνάδελφος ασφαλώς είναι στη λίστα του υπουργείου αλλά δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τι είδους λίστα κρατούν τελικά οι αστυνομικοί στα χέρια τους. Υπάρχει βέβαια πάντα και η περίπτωση να έχει φτιαχτεί μια λίστα από κάποιους δημοσιογράφους του δικαστικού ρεπορτάζ. Το θέμα βέβαια εδώ, αν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι με ποια διαδικασία έφτασε αυτή η λίστα στα χέρια των αστυνομικών;

Σε κάθε περίπτωση, πέραν του πώς και από ποιες/ους καταρτίστηκε αυτή η λίστα δημοσιογράφων — το οποίο θα πρέπει βέβαια κάποια στιγμή να απαντηθεί —, εδώ προκύπτουν τουλάχιστον τέσσερα κρίσιμα ζητήματα:

Πρώτον, πώς λέγεται τόσο αυτονόητα ότι οι δημοσιογράφοι θα έχουν πρόσβαση στη δίκη «εναλλάξ», υπονοώντας ότι όποιος είναι μέσα θα ενημερώνει τους υπόλοιπους; Αν είναι έτσι, γιατί να έχει κάθε μέσο την/τον δικό του δημοσιογράφο; Να πηγαίνει μία, να τα λέει στις υπόλοιπες, να τα γράφουμε. Μην κουραζόμαστε κιόλας. Ακόμη καλύτερα, τι τα θέλουμε τα διαφορετικά μέσα ενημέρωσης;

Να έχουμε ένα, να πηγαίνει παντού και να διαβάζουμε όλοι αυτό. Σοβαρά, τώρα, η ιδέα ότι διαφορετικοί δημοσιογράφοι καλύπτουν διαφορετικά τα γεγονότα, απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά και αποτελούν, έτσι, διαφορετικές φωνές μιας πλουραλιστικής ενημέρωσης, είναι τόσο ξένη στις δικαστικές αρχές; (Παρεμπιπτόντως, εδώ είναι που προκύπτει η τεράστια αξία ενός παρατηρητηρίου, το οποίο η Έδρα απέρριψε. Διότι είναι το μόνο που καταγράφει αυτολεξεί και μεταφέρει σε πραγματικό χρόνο ό,τι λέγεται μέσα στην αίθουσα.)   

Δεύτερον, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η πανδημία πρέπει να περιορίσει σε τόσο ακραίο βαθμό την παρουσία δημοσιογράφων — που δεν είναι καθόλου αυτονόητο, όπως θα δούμε πιο κάτω —, πώς προαποφασίζεται ότι το «εναλλάξ» θα προκύπτει μόνο από μια λίστα διαπιστευμένων; Η διαπίστευση δημοσιογράφων στα υπουργεία αποτελεί μια διευκόλυνση προς τη διοίκηση για την ευχερέστερη ενημέρωση του Τύπου, για να ξέρει δηλαδή ένα υπουργείο σε ποιους δημοσιογράφους να απευθυνθεί για να τους ενημερώσει. Δεν επιτρέπεται όμως να αποτελεί τρόπο αποκλεισμού άλλων δημοσιογράφων από τη δημόσια πληροφορία. Η διαπίστευση στο υπουργείο δεν έχει τίποτε να κάνει με την πρόσβαση στα δικαστήρια. Και η καθημερινή κάλυψη ενός υπουργείου, δουλειά πολύτιμη το δίχως άλλο, δεν μπορεί να επιστρατεύεται για να περιοριστεί η δημοσιότητα μιας δίκης που απασχολεί το πανελλήνιο.

Τρίτον, είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς η Έδρα που δικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση εξαντλεί σε βαθμό ανησυχητικό τη δυνατότητα περιορισμού δημοσιογράφων, δικηγόρων, πολιτών, όταν αλλού αυτό δεν συμβαίνει. Και για να μην φέρω το παράδειγμα των μέσων μαζικής μεταφοράς και το πόσο υποκριτικό είναι το να φτάνεις με ένα λεωφορείο με 100% πληρότητα στο δικαστήριο για να ακούσεις από την Έδρα ότι δεν επιτρέπεται να μπεις λόγω των μέτρων για τον Covid-19, ας φέρω το παράδειγμα άλλων υποθέσεων στις ίδιες ακριβώς αίθουσες σε σχέση με τον αριθμό επιτρεπόμενων ατόμων. Το παράδειγμα της Ευελπίδων. Του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο σε μια συγκεκριμένη ημέρα ήταν δίπλα- δίπλα 70 άτομα.

Τέταρτον, οι δημοσιογράφοι είναι βεβαίως αυτοί που εξασφαλίζουν πως ό,τι συμβαίνει στη δίκη μπορεί να φτάσει στο ευρύ κοινό. Θέμα όμως υπάρχει και με την πρόσβαση των πολιτών — ειδικά όταν μιλάμε για δίκες τόσο σημαντικές. Στην αίθουσα, εκτός από τους πέντε εναλλασσόμενους διαπιστευμένους, παρίσταται και μία κυρία, η οποία αρχικά δηλώθηκε ως μάρτυρας υπέρ του Δημήτρη Λιγνάδη, έπειτα ως συγγενής (και ως εκ τούτου συνεπώνυμη με μία μάρτυρα υπέρ του κ. Λιγνάδη), και τέλος ως συγγενικό πρόσωπο του κ. Λιγνάδη.

Πέντε εναλλασσόμενοι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι και μία κυρία από το περιβάλλον του κ. Λιγνάδη. Αυτή είναι η δημοσιότητα της δίκης. Στο κάτω κάτω, καλώς είναι εκεί κάποιος από το περιβάλλον του κατηγορούμενου, αλλά αντίστοιχα δεν θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα και στους μηνυτές που καταθέτουν να έχουν μέσα κάποιον δικό τους άνθρωπο;    

Ο τρόπος με τον οποίο η Έδρα εφαρμόζει τα μέτρα για την πανδημία τραυματίζει τόσο τη δημοσιότητα της δίκης όσο και την ελευθερία του Τύπου. Τουλάχιστον, ας ειπωθεί καθαρά.