Την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου, η ειδησεογραφία κινούνταν γύρω από την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών και πότε θα πληρωθούν οι δικαιούχοι του market pass. Το βράδυ συνέβη το κακό. Το μάθαμε μέσα στην νύχτα. Από την αρχή σχεδόν ξέραμε ότι οι νεκροί θα ήταν δεκάδες. Με το πρώτο φως το μέρας καταλάβαμε ότι τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο.

Ads

Καμένα σώματα ξεκίνησαν να φτάνουν στο Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Συγγενείς επιβατών αμίλητοι, σχημάτιζαν ουρά για να δώσουν γενετικό υλικό, μήπως και βρουν τα παιδιά τους. Το πανελλήνιο με σφιγμένο στομάχι στους δέκτες των τηλεοράσεων, στις οθόνες που μόνο κακά μαντάτα έφερναν. Κι άλλοι νεκροί, ακόμα περισσότερες σοροί, μη αναγνωρίσιμες.

Από την Τετάρτη κιόλας, 1η Μαρτίου, οι μηχανοδηγοί της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ξεκαθάρισαν ότι είχαν προειδοποιήσει έγκαιρα τόσο την εταιρία, όσο και την κυβέρνηση, σχετικά με τα κενά στην ασφάλεια. Οι φιλοκυβερνητικοί αναλυτές είχαν ξεκινήσει να μιλούν για το ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη, όμως τις πρώτες 48 ώρες όλα αυτά περνούσαν κι έφευγαν. Όλη η προσοχή ήταν πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους που βουβά έκλαιγαν τα παιδιά, τα αδέλφια, τους αγαπημένους τους. Η κατάσταση ήταν σοκ.

Στο επόμενο στάδιο επόμενο στάδιο νομίζω πως περάσαμε ως κοινωνία όταν ξεκαθαρίστηκε ότι ο αριθμός των νεκρών θα είναι 57 ή τέλος πάντων κάτι κοντά στους 60. Σχεδόν ταυτόχρονα άρχιζαν να αποκαλύπτονται οι ιστορίες των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στη μοιραία αμαξοστοιχία. «Νέο παιδί Παναγία μου», «μια κοπέλα με τη ζωή μπροστά της», «ρε φιλε, θα μπορούσα να είμαι εγώ, να είσαι εσύ». Στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, στην στάση του λεωφορείου, άκουγες τους ανθρώπους να (συμ)πονούν. Με ειλικρίνεια. Ένας πάνδημος θρήνος.

Ads

Στις οθόνες οι κηδείες των νεκρών από τα Τέμπη. Αλλά και ο 59χρονος σταθμάρχης που πέρασε την πόρτα του ανακριτή. Ο κόσμος αρχίζει να ψάχνει το «γιατί;» Οι μαθητές στα σχολεία ξεκινούν να βάζουν τις τσάντες τους σε σειρά και να σχηματίζουν τα «στείλε μου όταν φτάσεις» και «μαμά θα αργήσω». Τα κόμματα πήραν θέσεις μάχης. Δημοσιογράφοι με μεγάλα κασέ και μικρή καρδιά, αμόλησαν παρόλες περί «θυσιών». Σημείο καμπής.

Η πρώτη διαδήλωση της Κυριακής. Καταστολή. Οι εξηγήσεις της κυβέρνησης δεν πείθουν. Αντίθετα εξοργίζουν ακόμα περισσότερο. Η πορεία της Τετάρτης 8 Μάρτη θα μείνει στην ιστορία. Πλημμύρισαν οι δρόμοι από κόσμο και οργή. Ημέρα για τις γυναίκες που παλεύουν κόντρα στην πατριαρχία, ημέρα για τους νεκρούς των Τεμπών που απαιτούν δικαιοσύνη, ημέρα για τους φοιτητές που φοβούνται μήπως πάρουν το επόμενο τρένο και σκοτωθούν. Ημέρα για τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ αλλά δεν βγάζουν τον μήνα. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι που τους συνέδεε η αίσθηση της ευαλωτότητας.

Το κάδρο των ευθυνών αρχίζει να σχηματίζεται. Στην στάση του λεωφορείου και τις τηλεοράσεις συνεχίζουν να μιλούν μόνο για τα Τέμπη αλλά πλέον η κουβέντα κινείται γύρω από τους σταθμάρχες, την τηλεδιοίκηση, τα φανάρια. Το «όλοι φταίμε» του Μητσοτάκη λειτουργεί σαν σπίρτο που βάζει φωτιά. Ο θρήνος έχει γίνει οργή που θέλει να τα φέρει όλα τούμπα.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την ρήξη. Άνθρωποι που συγχώρεσαν στην κυβέρνηση τους 35.000 νεκρούς της πανδημίας και τον Λιγνάδη, άνθρωποι που δεν νοιάστηκαν ποτέ πραγματικά για το σκάνδαλο μεγατόνων με τις παρακολουθήσεις, είπαν «όχι, δεν θα ψηφίσω Μητσοτάκη». Η ατμόσφαιρα μυρίζει 2012, όταν τόσοι και τόσοι γύρισαν την πλάτη στον Σαμαρά και τον Βενιζέλο. Ημέρες Σαμαρά θύμισε και η άγρια καταστολή της περασμένης Πέμπτης. Οργή.

Αυτή τη φορά όμως, η οργή έχει κάνει προχώρημα. Ποτέ στο παρελθόν δεν θυμάμαι τόσο πολύ κόσμο να καταλογίζει το κακό που τον βρήκε στις ιδιωτικοποιήσεις, στην λογική του κέρδους και της ζημιάς που αφήνει άφταιγους πολίτες έρμαια στο ανθρώπινο λάθος. Στους δρόμους αυτές τις 20 ημέρες, στη Λάρισα και την Αθήνα, είδα ανθρώπους πονεμένους και οργισμένους, αλλά με έναν τρόπο πιο ώριμο από παλιότερο. Πιο λελογισμένο. Δεν νοσταλγούσαν την εποχή των παχιών αγελάδων, δεν φώναζαν επειδή τους έκοψαν τον μισθό. Το μόνο που απαιτούν είναι να μην κινδυνεύει η ζωή τους και να είναι αξιοπρεπής. Δικαίωμα στη ζωή απαιτούν. Αρκεί αυτό για την ανατροπή; Επαναδιατυπώνω. Αν δεν αρκεί κι αυτό… τότε τί;