Σύμφωνα με πολλές και έγκυρες, νομίζω, απόψεις, οι εκλογές που έρχονται θα κριθούν από τους νέους και ιδίως τους νέους ψηφοφόρους, τους αναποφάσιστους και την αποχή.

Ads

Ένα επιχείρημα συνδέει τις τρεις κατηγορίες και  συνοψίζεται στη φράση «όλοι ίδιοι είναι». Επειδή αυτή η αντίληψη αποτελεί ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει απέναντι σε βασικά δικαιώματα και εγγυήσεις, είναι ανάγκη δούμε από πιο κοντά και πιο σοβαρά, αυτό το «σύνθημα».

Κατ΄ αρχάς δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι κάθε κόμμα έχει μια άλλη πρόταση για το πώς πρέπει να είναι η κοινωνία, για το πώς και ποιες πρέπει να είναι οι σχέσεις εξουσιαστών – εξουσιαζόμενων και πώς πρέπει να διανέμεται ο πλούτος που παράγεται στη χώρα.

Έτσι, κατ΄ επέκταση, διαφέρουν οι απόψεις και οι πολιτικές που εφαρμόζονται για τη θέση διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην κοινωνία, για το πώς πρέπει να περνάνε τη ζωή τους οι πολλοί, διαφέρουν οι απόψεις και οι εφαρμοσμένες πολιτικές για το τι σημαίνει εργασία και ποιος είναι ο ρόλος της, ποια είναι η θεση των εργαζόμενων και των κατώτερων στρωμάτων, στην οικονομία, στην μοιρασιά του πλούτου και στην παραγωγή.

Ads

Ταυτόχρονα, διαφέρουν οι θέσεις και οι πολιτικές σχετικά με το τι πρέπει οπωσδήποτε να απολαμβάνουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, στο επίπεδο της υγείας, της εκπαίδευσης, της εργασίας, της ελευθερίας, της διασφάλισης των δικαιωμάτων τους, του δικαιώματος να είναι πολίτες.  Σε αυτό το πλαίσιο επίσης διαφέρει και η κυρίαρχη σε κάθε κόμμα αντίληψη για τη συλλογικότητα και την αξία του «να κάνουμε πράγματα μαζί» ή για τον ατομισμό και την αξία «ο καθένας μόνος του, γιατί κινδυνεύει από τους άλλους».

Με βάση αυτές τις γενικές θέσεις προσδιορίζεται κατ΄ επέκταση και ο ρόλος, η θέση και η ανεξαρτησία των θεσμών, όπως η Δικαιοσύνη, η Αστυνομία, η επίδραση των ομάδων εξουσίας στην καθημερινή ζωή στους θεσμούς, οι επίσημες και οι άτυπες – ανεπίσημες σχέσεις εξουσίας. Αυτές οι θέσεις προσδιορίζουν και το ρόλο του κράτους.

Το κράτος αποτέλεσε ιστορικά ένα φίλτρο, ένα ρυθμιστή των σχέσεων μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων και στον 20ο κυρίως αιώνα έναν πόλο διασφάλισης των δικαιωμάτων και του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων τάξεων γενικά.

Τίποτα βέβαια δεν έγινε χωρίς αγώνες. Η υπονόμευση και η απαξίωση του πραγματικού ρόλου του δημοκρατικού κράτους δικαίου αποτέλεσε πάντα τον κύριο στόχο και των μεγαλοαστικών τάξεων και των επιχειρηματικών ομίλων και δικτύων, επειδή ακριβώς ο ρόλος αυτού του κράτους, είναι να βάζει όρια στην οικονομική εξουσία και να υπερασπίζει τα συμφέροντα και της μειοψηφίας,  που έτσι μπορεί και όχι μόνον να συναινεί στους αστικούς θεσμούς, αλλά να τους ξεπερνάει (βλ. π.χ. εναλλακτικές κυρώσεις, εργοστασιακά συμβούλια, ισότητα φύλων κλπ).

Σε αυτό το σχήμα είναι που ο δημοκρατικός σοσιαλισμός ,όπου εφαρμόστηκε έδωσε καρπούς.

Σήμερα όλα αυτά έχουν ξαναμπεί σε συζήτηση. Αφού για πολλά χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός και η κοινωνία της αγοράς και στην Ελλάδα απαξίωσαν και αποδιάρθρωσαν ουσιαστικά το κράτος, διαλύοντας υπηρεσίες, πουλώντας τομείς υπηρεσιών και παραγωγής (θυμηθείτε π.χ. την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ή το σύστημα Υγείας) στη συνέχεια ήρθε η κρίση και μετά η πανδημία που σάρωσαν τα πάντα.

Αυτά όμως που είχαν προηγηθεί της πανδημίας και άνοιξαν την πόρτα στη διάλυση δεν ήταν λάθη, αβλεψίες ή άγνοια, αλλά ήταν δηλωμένες πολιτικές.  Οι πολιτικές αυτές έως και σήμερα έχουν το χαρακτηριστικό, ότι αλλάζουν -εξευγενίζουν-  το όνομα του στόχου τους και έτσι οι λέξεις έχασαν το νόημά τους, οι καταστάσεις έπαψαν να έχουν όνομα: «εκσυγχρονισμός», «επανίδρυση του κράτους», «αποτελεσματικότητα», εθνικισμοί και Greek statistics, αποτελούν λέξεις κλειδιά πια για να καταλάβουμε, πόσο η κοινωνική οργάνωση του νεοφιλελευθερισμού πέρασε μέσα από την παραπλάνηση των εργαζόμενων στρωμάτων, αλλά και μέσα από τη διαφθορά, τη μαύρη / άτυπη οικονομία, την εξωθεσμική συναίνεση στο πολιτικό σύστημα αλλά και τις συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές.

Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί σήμερα, ότι όλα τα κόμματα έχουν τις ίδιες ιδεολογικές αναφορές ότι επιδιώκουν και εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές, ούτε ότι εξυπηρετούν ή εκφράζουν τα ίδια συμφέροντα: και αυτό το δείχνει η ιστορία.

Ακόμα και κατά τη θλιβερή οικονομική κατάρρευση της χώρας η διαφορά της αριστεράς και συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ είναι θεμελιώδης, σε σύγκριση με τα άλλα κόμματα που κυβέρνησαν το διάστημα αυτό: Παρά την ήττα της αριστερής προοπτικής (διότι αυτό ήταν το πολιτικό «δια ταύτα» από την υπογραφή του 3ου μνημονίου),  ο ΣΥΡΙΖΑ εκτός του ότι έβγαλε τη χώρα από μνημόνιο, διατήρησε βασικούς τομείς δημόσιων πολιτικών (όπως π.χ. της παιδείας, της υγείας, της εργασίας) υπό την αιγίδα του κράτους και όχι της αγοράς,  έδειξε πως η αριστερά μπορεί να διαχειρίζεται τέτοιες κρίσεις.

Χωρίς τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι οι εργασιακές σχέσεις, η υγεία, η παιδεία και βέβαια τα κοινωνικά και συνταγματικά δικαιώματα, θα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Αυτό, αποδεικνύεται από τις πολιτικές που ακολούθησε η επόμενη κυβέρνηση, της δεξιάς- της ΝΔ-, και τα αποτελέσματά της, ανεξαρτήτως πανδημίας: η παιδεία και η πολιτική διάλυσης και κατάρρευσης των Πανεπιστημίων δεν είχε σχέση με την πανδημία. Η καταστολή στο κέντρο της Αθήνας και αλλού δεν είχε κατ΄ αρχάς σχέση με την πανδημία, αντίθετα αντί να χρησιμοποιηθεί η αστυνομία για να συνδράμει τον κόσμο στη διάρκεια αυτής της τραγικής περιόδου, χρησιμοποιήθηκε για να καταστείλει τη νεολαία και τις συγκεντρώσεις με βίαιο και απαράδεκτο τρόπο, που έχει  ευρύτερα κατακριθεί.

Η διαφθορά στη Δικαιοσύνη, αν πιστέψουμε κάποιες στατιστικές αποτυπώσεις, δεν έχει σχέση με την πανδημία, αλλά ούτε και ο Μεσαίωνας των εργασιακών σχέσεων έχει σχέση με την πανδημία. Αντίθετα η πανδημία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα: Όλα αυτά μια αριστερή – δημοκρατική κυβέρνηση θα τα είχε αντιμετωπίσει αλλιώς και αυτό εξάλλου αποδείχθηκε στο πρόσφατο παρελθόν.

Αν όμως όλα αυτά είναι έτσι και μπορεί να τα καταλάβει ο καθένας που στηρίζεται «το όλοι ίδιοι είναι»;

Νομίζω ότι το «όλοι ίδιοι είναι» στηρίζεται κατ΄ αρχάς στην απόσταση που έχουν οι άνθρωποι από τα προβλήματα άλλων κοινωνικών ομάδων και από το γεγονός, ότι η καλλιέργεια του ατομικισμού έχει εξαγριώσει τον κόσμο που δεν πιστεύει πια, ότι η πολιτική μπορεί να του λύσει προβλήματα εάν συμμετέχει στα κοινά.

Ο τρόπος με τον οποίο οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της προηγούμενης εικοσαετίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) πολιτεύτηκαν, συνέβαλε στη διάλυση του εγγυητικού ρόλου του κράτους και στην ανάδειξη μεταξύ άλλων μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, την κουλτούρα της ατάκας (που είναι ίδιον της νέας ακροδεξιάς).

Ενώ όμως η λειτουργία της «ατάκας» διαδίδεται και διευκολύνει δολοφονίες χαρακτήρων, ταυτόχρονα διευκολύνει και πρακτικές συγκάλυψης των πραγματικών διαστάσεων του νεοφιλελευθερισμού και των κυβερνήσεων που τον ασπάζονται. Διότι να μην ξεχνάμε, ότι ενόσω διαδίδεται με χιλιάδες τρόπους η πολιτική του «όλοι ίδιοι είναι», ταυτόχρονα, υφαρπάζεται το δημόσιο χρήμα μέσω απευθείας αναθέσεων χαριστικών συμβάσεων κλπ, δημιουργούνται συστήματα διαφθοράς παντού, διαλύεται η δημόσια παιδεία, η υγεία και οι εργασιακές σχέσεις, η δικαιοσύνη μετατρέπεται σε σύστημα χαμηλής εμπιστοσύνης και το κράτος δικαίου δεν θεωρείται πλέον δεδομένο.

Το «όλοι ίδιοι είναι» λοιπόν αποτελεί μια δικαιολογία για να μην δούμε στην πραγματικότητα: ότι δεν είναι όλοι ίδιοι, ανεξαρτήτως αν μας «αρέσουν» ή όχι.
 
Η εποχή μας και η συγκυρία απαιτούν να πάρουμε θέση: ούτε «ίσες αποστάσεις», ούτε «νίπτω τα χείρας μου». Αυτά σε μια άλλη κοινωνία. Σήμερα στη δικιά μας κοινωνία αν κάτι μπορεί να συμβάλλει στην ανατροπή της κατάστασης στην παιδεία, στην υγεία στην εργασία, στις ελευθερίες και στις ανισότητες είναι κατ΄ αρχήν να γκρεμίσουμε τους μύθους και τα fake news.

Και να βάλουμε ως πολίτες και όχι ως άτομα, τον πραγματικό πολιτικό ορθό λόγο και την κοινή λογική να δουλέψει. Τον ορθό λόγο, όχι τον πολιτικό και τον ποινικό κυνισμό!

  • Η Σοφία Βιδάλη είναι Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Υποψήφια Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Α΄Αθήνας.