Η έκβαση της δίκης για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αφήνει -είναι αλήθεια- πικρίες και απορίες για σειρά από ζητήματα σε πολύ κόσμο. Το ύψος της ποινής, το γεγονός ότι ένας εκ των καταδικασθέντων θα εκτίσει την ποινή του στο σπίτι, η αθώωση των αστυνομικών προκάλεσαν  αντιδράσεις και συζητήσεις.

Ads

Άδικα;  Δεν είναι εύκολο να έχει κάποιος μια μονολεκτική απάντηση για τα παραπάνω.

Πάντως είναι σίγουρα αξιοσημείωτο, ότι οι αντιδράσεις που προκάλεσε η δικαστική απόφαση επικεντρώθηκαν στην ετυμηγορία για τους αστυνομικούς, καθώς η αθώωσή τους  εγείρει πολλούς προβληματισμούς. Εστιάζοντας όμως στους αθωωθέντες αστυνομικούς επιτεύχθηκαν δύο αποτελέσματα, που αφορούν δομικούς παράγοντες της υπόθεσης, υποβαθμίστηκαν τελείως η σημασία, οι συνθήκες και οι αντιλήψεις που διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για τη δολοφονία στο πλαίσιο ζωής των δραστών και επίσης, αποσιωπήθηκε η λογική που καθοδηγεί τη δράση των αστυνομικών και η συμβατότητά της με ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

Ειδικότερα, το πρώτο αποτέλεσμα αφορά το γεγονός ότι δεν απασχόλησε   καθόλου το δημόσιο λόγο πώς οι δράστες (ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης) έφτασαν στην δολοφονία του Ζαχαρία Κωστόπουλου. Όχι τεχνικά, αλλά πολιτισμικά και κοινωνικά. Τι ισχυρίζονται και ποια είναι η αντίδραση στις δηλώσεις τους; Είναι γνωστό ότι οι δράστες ειδεχθών εγκλημάτων εξορθολογίζουν τις πράξεις τους, εξουδετερώνουν τις όποιες ενοχές ή αναστολές. Το θέμα είναι η κοινωνία τις δέχεται; Η κοινωνία μας θεωρεί «φυσιολογικό» να προβαίνει κάποιος σε τέτοιου τύπου δολοφονία σε βάρος κάποιου άλλου που κατά την άποψή του ή όντως πραγματικά τον απειλεί; 

Ads

Εκτός αυτού, από μια γενικότερη άποψη η δολοφονία αυτή δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία»: ήταν συνέχεια, έστω και συμβολικά, μιας σειράς επεισοδίων που όλα τα προηγούμενα χρόνια δημιούργησαν και εκμεταλλεύτηκαν το φόβο του εγκλήματος, χωρίς η οργανωμένη κοινωνία να κάνει κάτι, για να αποκλιμακώσει τη μισαλλοδοξία. Το αντίθετο μάλιστα. Έτσι φτάσαμε από τον Γρηγορόπουλο στο Φύσσα, από τις οροθετικές γυναίκες στη δολοφονία Λουκμάν,  από το κυνήγι κάθε κατατρεγμένου εξαρτημένου στη δολοφονία Κωστόπουλου και σε ένα ανομολόγητο κύμα ενδο-οικογενειακής και διαπροσωπικής βίας που κλιμακώνεται συνεχώς. Αυτά πρέπει να μας απασχολήσουν ως κοινωνία στην προοπτική μιας αναγκαίας αλλαγής πορείας. Και αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να συζητούνται αόριστα με γενικές επικλήσεις περί ασφάλειας που οδηγούν σε επίταση της καταστολής. Χρειάζεται κάποτε, να συνδέσουμε σοβαρά τις ατομικές στάσεις, τα κοινωνικά προβλήματα και τις διαδοχικές θυματοποιήσεις της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο των κρίσεων, με την εγκληματικότητα και την ποινική καταστολή και να σκεφτούμε επί αυτών, για να αποφύγουμε την κοινωνική διάλυση και να προστατέψουμε κάθε διαφορετικό από τους πολλούς άνθρωπο.

Το δεύτερο αποτέλεσμα της απόφασης για τη δολοφονία Κωστόπουλου αφορά την αστυνομία. Αν και  υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου δεν είναι καθημερινό περιστατικό τουλάχιστον στην Ελλάδα, δυστυχώς φαίνεται ότι αντιμετωπίστηκε αρχικά ως τέτοιο από την αστυνομία και μάλιστα, μέσα από στερεοτυπικές προσεγγίσεις και ελλειμματική πληροφόρηση. Οι αστυνομικοί προσέγγισαν τον Κωστόπουλο ως ληστή – με βάση την πληροφορία που είχαν- και μάλιστα επικίνδυνο με βάση τις κινήσεις του εκείνης της στιγμής: το γεγονός είναι βέβαια παράδοξο σύμφωνα με το βίντεο και την κοινή λογική, καθώς οι κινήσεις υποδήλωναν άνθρωπο που παραπατούσε: πως λοιπόν ορίζεται ο επικίνδυνος; Μόνον όποιος φοβάται θα μπορούσε να χαρακτηρίσει επικίνδυνο τον Ζακ. Και ο φόβος είναι ένα ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο και οι αστυνομικοί δικαιούνται να έχουν. Έχουν όμως εκπαιδευτεί για να μπορούν να διαχειριστούν το φόβο τους; Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει. Αντίθετα, η τάση που επικρατεί στην αστυνομία, εδώ και πολλά χρόνια πλέον, είναι η εκπαίδευση κατ΄ αναλογία με το στρατό και έτσι εύκολα, ακόμα και οι πλέον εξαθλιωμένοι μπορεί να αντιμετωπίζονται περίπου ως τρομοκράτες.

Είναι αποτελεσματικό αυτό; Όχι βέβαια: και έτσι φτάνουμε στο ζήτημα της δέσμευσης του θύματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, που απασχόλησε και στη δίκη.  Σύμφωνα με τους κανονισμούς και την αντίστοιχη εκπαίδευση οι αστυνομικοί πρέπει και μπορούν να δεσμεύσουν τον ύποπτο δράστη με τον τρόπο που είδαμε, ότι έκαναν και στον Ζαχαρία Κωστόπουλο. Όμως, ο νόμος και οι κανονισμοί δεν μπορούν να σταθμίσουν το «κλίμα» μιας συγκεκριμένης κατάστασης: αυτό είναι παγκοσμίως γνωστό και δεκτό. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία η διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας και τα όρια της: διότι ούτε ο νόμος, ούτε ο επαγγελματισμός της αστυνομίας επιβάλλουν φωνές, κλωτσιές απέναντι στο ι θύμα ή απαξίωσή του ως άνθρωπο. Η χαοτική αστυνόμευση που όλοι είδαμε και που τελικά οδήγησε τόσο σε απώλεια τεκμηρίων όσο και σε άλλη μια κρίση εμπιστοσύνης προς την αστυνομία, μπορεί να μην έπεισε δικαστές και ενόρκους για την ενοχή των παριστάμενων αστυνομικών, αλλά καλό θα ήταν τέτοιες περιπτώσεις να διδάσκονται στις Σχολές Αστυνομίας, ως παραδείγματα προς αποφυγή. Διότι υπάρχει ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί και που προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία της δίκης: Ακόμα και αν το ισχαιμικό επεισόδιο του θύματος άρχισε πολύ νωρίτερα από το συμβάν και ακόμα και αν ήταν αυτό η αιτία του θανάτου, τίποτα δεν διαβεβαιώνει ότι μια ήπια μεταχείριση κατά τη σύλληψη, δεν θα απέφευγε το θάνατο του.

Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αποτελεί μια ακόμα θλιβερή υπόθεση, που δείχνει μια επιπλέον όψη των αποτελεσμάτων που έχει η διαμόρφωση των στελεχών της αστυνομίας και η αστυνόμευση με βάση στρατιωτικοποιημένα πρότυπα. Είναι η λάθος συνταγή για τη Δημοκρατία και για την αστυνόμευση σε αστικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αν και ο τρόπος δέσμευσης των υπόπτων πισθάγκωνα και στο έδαφος, αποτελεί «φυσιολογική» πρακτική και νόμιμη, είναι κατ΄ ουσίαν απάνθρωπη και εξευτελιστική πρακτική.

Δικαιολογεί η υποθετική επικινδυνότητα του δράστη τη μεταχείρισή του ως να είναι πρόβατο επί σφαγή με το πρόσχημα της εξουδετέρωσης; Διότι αυτό επιβάλλει ο νόμιμος τρόπος δέσμευσης που επικρατεί. Αυτός ο τύπος δέσμευσης δεν είναι ιστορικά δεδομένος. Είναι αποτύπωμα στρατιωτικού τύπου εκπαίδευσης προσανατολισμένης στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Οι αστυνομικοί σε αυτό εκπαιδεύονται: το πρόβλημα επομένως, είναι περισσότερο σύνθετο από την ευθύνη κάθε φορά των συγκεκριμένων αστυνομικών. Αυτές οι πρακτικές, είναι δηλωτικές των αντιλήψεων και για το τι νομίζει η κάθε πολιτική και φυσική ηγεσία του σώματος ότι είναι η αστυνομία, και πώς διαμορφώνει τις αντιλήψεις των στελεχών της για το νόμο και την τάξη. Γι’ αυτό και η επικέντρωση της δημόσιας συζήτησης στην ενοχή των συγκεκριμένων αστυνομικών στην ουσία αφήνει στο απυρόβλητο δομικά προβλήματα της αστυνομίας, ασύμβατα με το κράτος δικαίου.

Μια ακόμα παρατήρηση πριν κλείσουμε αυτήν την τοποθέτηση: Από τα δημοσιοποιημένα στοιχεία της δίκης δεν προκύπτει ότι οι καταδικασθέντες  έχουν κατανοήσει τι ακριβώς έπραξαν και πώς. Υπάρχει μια άρνηση να αποδεχθούν το μέγεθος της σοβαρότητας της πράξης τους. Αυτό είναι οπωσδήποτε δικαίωμα κάθε εγκληματία: να βλέπει την πράξη του με βάση τη δική του θεώρηση του κόσμου. Το πρόβλημα είναι, ότι και «το σύστημα», η δικαιοσύνη, η επίσημη κοινωνία στην υπόθεση του Ζαχαρία Κωστόπουλου απέτυχαν να ορίσουν το λιντσάρισμα ως ανθρωποκτονία. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά.