Ο Δημήτρης Λιγνάδης, κουβαλώντας μαζί του την κλασική παράδοση του Εθνικού αλλά έχοντας παράλληλα πειραματιστεί εκτενώς και στο ελεύθερο θέατρο, πήρε το ρίσκο να σκηνοθετήσει φέτος τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, με τον Σάκη Ρουβά στο ρόλο του Διονύσου. Μιλάει στο Tvxs για την απόφασή του αλλά και για τα όρια του διονυσιασμού. «Δεν υπάρχουν όρια και όροι στον διονυσιασμό, άνευ όρων άνευ ορίων που λέει ο Εμπειρίκος. Όταν θες να προσχωρήσεις στον Διόνυσο όμως, κάτι θα θυσιάσεις, θα σκοτώσεις τον Πενθέα μέσα σου», τονίζει. Της Κατρίν Αλαμάνου

Ads

Βρισκόμενος εν μέσω της περιοδείας, με σταθμό αυτές τις ημέρες την Κέρκυρα όπου ανεβαίνει η παράσταση στις 7, 8 και 9 Αυγούστου, ο Δημήτρης Λιγνάδης μιλάει για τις «Βάκχες» του. 

Στάθηκε στους δύο βασικούς πυλώνες του έργου, την  έλευση και τη θυσία, σημειώνει ο ίδιος. Θυσία της λογικής για χάρη του διονυσιασμού, της εκστατικής αυτής μανίας.

Ο λόγος της επιλογής του Σάκη Ρουβά στο ρόλο του Διόνυσου είναι η έλξη που ασκεί ο γνωστός τραγουδιστής αλλά και οι από μακριά εχθροί του, καθώς από κοντά όλα αλλάζουν, λέει χαρακτηριστικά ο κ. Λιγνάδης.

Ads

Η σταθερά του είναι το κείμενο. Ως σκηνοθέτης δίνει φωνή στον Ευριπίδη «με το δικό μου μικρόφωνο», το οποίο προσπαθεί να μην είναι παραμορφωτικό, αναφέρει μεταξύ άλλων στη συνέντευξη, στην οποία «χαρτογραφεί» με χαρακτηριστική σαφήνεια τη δομή της σκηνοθετική του πρότασης.
 
Διαβάστε τη συνέντευξη:
 

  • Το σύγχρονο μήνυμα της παράστασης σχετίζεται με την ηδονή; Όποιος δεν ενδίδει στην άνευ ορίων σεξουαλική απόλαυση τιμωρείται;

Δεν ξέρω κατά πόσο θα είναι απογοητευτική η απάντησή μου, αλλά όταν σκηνοθετείς ένα έργο απλώς το ανεβάζεις όπως εσύ νιώθεις. Δεν κάνεις μια στρατευμένη τέχνη, γνωρίζοντας ότι θες να δώσεις ένα συγκεκριμένο μήνυμα.

Από εκεί και πέρα, εάν ασυνείδητα βγαίνουν κάποια μηνύματα ή αν ασυνείδητα εν τέλει συντελείται μια πρωτοπορία ή μία τόλμη, αυτό δεν γίνεται επί τούτου. Όταν κάποιος το κάνει συνειδητά, τότε δεν είναι πρωτοπόρος ούτε τολμηρός. Ένας αληθινά τρελός δεν ξέρει ότι είναι τρελός.

Αν μπορεί να ονομαστεί μήνυμα αυτό, είναι ότι θέλω να αφήσω τον Ευριπίδη να πει το μήνυμά του. Αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Γιατί πολλές φορές επιλέγουμε να βάλουμε το προσωπικό μας στοιχείο ή να εντάξουμε τον δικό μας σχολιασμό. Είναι μία παγίδα στην οποία έχω πέσει κι εγώ, μέσα στην έρευνά μου και την πορεία μου στα θεατρικά πράγματα. Με άλλα λόγια, κάποιες φορές είναι τόση μεγάλη η επιθυμία να εντάξει κανείς το προσωπικό ύφος, που ξεχνάει ότι είναι ανα-δημιουργός. Ο σκηνοθέτης δεν είναι ο δημιουργός, είναι ανα-δημιουργός.
 

  • Μπορεί όμως να αλλάξει εντελώς ένα έργο.

Η αναδημιουργία δεν είναι λιγότερο άξια τέχνη από τη δημιουργία. Απλώς πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι υπάρχει μία σταθερά που λέγεται κείμενο. Ουσιαστικά ο σκηνοθέτης (και ο ηθοποιός) είναι μία «προξενήτρα», μεταξύ του γράμματος, του κειμένου – δηλαδή του συγγραφέα- και του κοινού. Έρχεται να τους γνωρίσει. Γι’ αυτό λέω ότι είναι ένα ενδιάμεσο, ένα medium.

Από εκεί και πέρα, το πόσο θα φτιασιδώσει και θα μακιγιάρει τη νύφη –τον συγγραφέα- και το πόσο θα μεθύσει το κοινό, εκεί έγκειται το προσωπικό στοιχείο αυτής της «προξενήτρας», δηλαδή του σκηνοθέτη. Βέβαια, το να πει κανείς «αφήνω τον συγγραφέα να μιλήσει» ακούγεται εύκολο αλλά δεν είναι. Είναι πιο εύκολο να φιμώσω τον συγγραφέα και να αναδείξω το δικό μου μήνυμα. Όμως το ερώτημα που εμφανίζεται εδώ είναι «τι είναι ο συγγραφέας». Τι είναι αυτό που λέμε κείμενο; Κατά τη γνώμη μου το κείμενο είναι ένα σήμα που εκπέμπει. Αρκεί να μπορέσει κάποιος να έχει τους κλειδάριθμους να το αποκωδικοποιήσει και να πει ότι για μένα ο Ευριπίδης λέει αυτό.
 

  • Άρα αφήνετε το κοινό ελεύθερο να ερμηνεύσει το κείμενο.

Ναι. Δηλαδή, δίνω φωνή στον Ευριπίδη με το δικό μου μικρόφωνο. Ελπίζω να μην είναι πολύ παραμορφωτικό αυτό το μικρόφωνο.
 

  • Το κείμενο, τη φωνή του Ευριπίδη στις Βάκχες, εσείς με ποιο τρόπο την λαμβάνετε;

Το έργο Βάκχες είναι ένα έργο έλευσης: Κάτι καινούριο έρχεται. Έρχεται ουσιαστικά ένας αρχαίος Μεσσίας. Το Μεσσίας δεν το λέω τυχαία. Διότι, πολύ συχνά έχει παραλληλιστεί η πορεία του Διονύσου -η απόρριψή του και τελικά η εγκόλπωση του και αποδοχή του από τις  μάζες ως Θεού- με τον Ιησού Χριστό. Θυμίζω εδώ ότι ο «Χριστός Πάσχων», ένα έργο που γράφτηκε τη βυζαντινή περίοδο, είναι βασισμένο στον μύθο του Διονύσου. Όλος ο καμβάς έχει να κάνει με την ιστορία των Βακχών, απλώς τα ονόματα αλλάζουν, Χριστός και Μαρία.

Ας πάμε και στα σημερινά ήθη και έθιμα που επιβιώνουν, οι απόκριες, οι μπούλες και οι γενίτσαροι που ντύνονται Βάκχοι. Τα διονυσιακά στοιχεία όπως και πολλά ειδωλολατρικά στοιχεία έχουν επιβιώσει σε μεγάλο βαθμό στον σύγχρονο ελληνικό χριστιανισμό, σε αυτό που θα λέγαμε ελληνορθοδοξία (ένας όρος που είναι πολύ φορτισμένος αρνητικά από τις χούντες και τα παρελκόμενα). Τα τάματα στις εκκλησίες, οι μάσκες, οι μουτσούνες, τα αποκριάτικα αναστενάρια, όλα αυτά είναι δρώμενα που έλκουν την καταγωγή τους από ανάλογα διονυσιακά και αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε όλοι οι ερευνητές.
 
Κανείς λοιπόν πρέπει να έχει την τόλμη, την ενάργεια και την καθαρότητα στο βλέμμα του να καταλάβει ότι οι αρχαίοι δεν είναι κάποια άσπρα αγάλματα παγωμένα στον χρόνο. Αλλά ότι κατά κάποιο τρόπο συνεχίστηκαν και μετασχηματίστηκαν μέσα στην πορεία των αιώνων.
 
Είναι, λοιπόν, ένα έργο έλευσης και ένα έργο θυσίας. Ο τρόπος που το «διάβασα» εγώ δεν είναι  αφηγηματικός. Δομείται σε πέντε επεισόδια μύησης. Είναι ένα έργο θυσίας: Για να λατρέψουμε και για ν’ αποδεχτούμε τον Διόνυσο, κάτι πρέπει θυσιαστεί, ένα ιερό σφάγιο, ο Πενθέας. Έτσι έχω δει την παράστασή μου. Ως μια παράταξη επεισοδίων, στις παύσεις των οποίων γίνεται εναλλαγή σκότους και φωτός σαν μυητικά στάδια. Στάδιο 1-σκοτάδι-φως-στάδιο 2-σκοτάδι-φως κοκ, ώσπου να φτάσει η τελική μύηση, να ανέβει στον στήλο ο φωτοδότης Διόνυσος και να πει «έτσι ακριβώς έγινε αυτή η ιστορία».
 
Αυτοί είναι οι δύο πυλώνες του μύθου της παράστασης, η έλευση και η θυσία. Σε αυτά και εγώ στάθηκα.
 
Επίσης, στην παράσταση μας, ο εξανθρωπισμένος Διόνυσος είναι ένας Διόνυσος που δεν εγκαταλείπει τη σκηνή ποτέ. Είναι σαν τροχονόμος των σκηνών, σαν να λέμε σκηνοθέτης. Αυτός φέρνει μέσα τον Τειρεσία. Γιατί σε αυτή την τελετή μύησης που λέγεται Βάκχες του Λιγνάδη, τελετάρχης είναι ο Διόνυσος. Παίζει μέσα στο έργο και οδηγεί παράλληλα την παράσταση, κάτι που κάνει και ο χορός.

image
Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos
 

  • Και η μετάδοση του μύθου στο σημερινό κοινό;

Πιστεύω ότι για να ανεβάσει κανείς ένα έργο, ειδικά μια αρχαία τραγωδία, πρέπει να την πιάνει με τα χέρια του, να μη βάζει γάντια χειρουργικά. Δεν παθαίνει τίποτα, έχει ανοσία η τραγωδία. Αλλά αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει κάποιο εργαλείο, αυτό να είναι διόπτρες χειρουργικές, για να καταλάβει τι ακριβώς λέει το κείμενο αλλά όχι μόνο αυτό, να κοιτάξει και ποιο είναι το σημερινό κοινό.
 
Η λέξη κείμενο, από το κείμαι, είναι κάτι σχετικό. Κείμενο είναι κάτι που έχω ξαπλωμένο ενώπιον μου. Υπάρχει το κείμενο έργο, ο κείμενος εαυτός μου που το διαβάζει. Ποιος είμαι εγώ που το διαβάζω, δηλαδή. Ποιο είναι λοιπόν το κείμενο κοινό. Τι υπάρχει μπροστά μου αραδιασμένο σήμερα το 2013.
 
Θα φέρω ένα πολύ απλό παράδειγμα, σχετικά με αυτό που λέμε σεβασμό στο κείμενο. Ο Αριστοφάνης είχε γράψει μία κωμωδία που λέγεται Λυσιστράτη. Αυτό το όνομα το έχεις ακούσει αλλά δεν σου λέει κάτι. Στον αρχαίο έλεγε, είναι αυτή που καταλύει τους στρατούς. Οπότε, κανείς πρέπει να ξέρει τι έχουμε και τι χάνουμε από το κείμενο.

Μετά, βρισκόμαστε σε έναν πολιτισμό εικόνας. Δεν αντέχει ο σύγχρονος άνθρωπος να ακούει οχτώ ώρες τραγωδία ή μία τριλογία. Τώρα έχουμε περάσει από έναν πολιτισμό λόγου, δηλαδή ακοής, από το ακρόαμα στο θέαμα.
 

  • Ωραίο είναι και αυτό..

Δεν το αξιολογώ, αν κάνουμε αξιολόγηση καήκαμε, το «αχ τότε ήταν καλά» κλπ. Ο κόσμος προχωράει και αυτό πρέπει να βλέπει ο σκηνοθέτης. Πρέπει να καταλάβει ότι το κοινό πάνω στη μιάμιση ώρα κουράζεται. Τι, θα το τιμωρήσεις επειδή κουράζεται; Έχασες τότε. Τότε δεν είσαι σκηνοθέτης, είσαι φιλόλογος ή είσαι κληρικός που κάνει κήρυγμα.
 

  • Το κείμενο πρέπει να είναι ιερό ή μπορεί να ανανοηματοδοτείται και να αλλάζει μέσω παρεμβάσεων;

Δεν μ’ αρέσει η λέξη «ιερό» πρώτα απ’ όλα. Το «ιερό» έχει αμέσως ένα «μην αγγίζετε». Το κείμενο είναι ζωντανό. Είναι ο οδηγός για μία παράσταση. Όπως στα μαθηματικά έχουμε μια σταθερά και μία μεταβλητή, έτσι και στην τέχνη δεν μπορεί να είναι όλα μεταβλητές. Αλλιώς, αν δεχτούμε ότι ούτε το κείμενο είναι σταθερά, είναι σα να λέμε ότι δεν υπάρχει κείμενο. Εκεί στηρίχθηκαν οι αποδομητές -που ξεκίνησε βέβαια από φιλοσοφικό ρεύμα- απλώς για να μπορεί να χωράει ο καθένας σε αυτό που λέγεται τέχνη. Εγώ πιστεύω ότι η τέχνη είναι για όλους αλλά πρέπει να γίνεται από λίγους.
 

  • Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των λίγων;

Ότι πρέπει να έχεις το χάρισμα. Όπως πολλοί θα επιχειρήσουν να παίξουνε μπάλα αλλά λίγοι θα γίνουν ποδοσφαιριστές αλλά όλοι μπορούν να δουν τον αγώνα. Αυτός που θα γίνει καλλιτέχνης σημαίνει ότι έχει το χάρισμα από τον Θεό, αυτό που λέγεται τάλαντο, έχει τη διάθεση να δουλέψει, πρέπει να έχει τη θεά τύχη μαζί του. Αυτό που χρειάζεται, με άλλα λόγια, σε κάθε επιτήδευμα, σε κάθε λειτούργημα.
 

  • Δεν τον αναδεικνύει το κοινό;

Όχι, δεν τον αναδεικνύει μόνο το κοινό. Είναι μία ένδειξη αξίας η αποδοχή του κοινού. Η ευρεία αποδοχή του κοινού και η διάρκεια.
 

  • Επικεντρώνετε σκηνοθετικά στο στοιχείο της ηδονής, που προκαλεί ο Διόνυσος, της ερωτικής μανίας;

Βεβαίως και επικεντρώνω. Όχι το ερωτικό όμως, αλλά το σαρκικό στοιχείο είναι από τα βασικά στοιχεία των Βακχών, και η μανία που είναι δίνει το όνομά της στις μαινάδες, η έκσταση η σωματική, γιατί ο θεός Διόνυσος καθαγιάζει μαζί με το πνεύμα και το σώμα. Οι μαινάδες είναι γυναίκες που αφήσανε τους κανόνες της γυναικείας συμπεριφοράς και ενώθηκαν πάλι με τη φύση τους, δηλαδή τη γη, εξ ου και φορούν δέρας ελαφιού, ζώου. Η γυναίκα όταν ενωθεί με τη φύση γίνεται το πιο γήινο, το πιο κτηνώδες και το πιο επικίνδυνο πλάσμα. Η γυναίκα είναι πιο κοντά στη φύση από τον άνδρα, πιο κοντά στη γη. Γίνεται και ανδροκτόνα. Αυτό λένε οι Βάκχες.
 

  • Εδώ μπαίνει μπορεί να μπει μία φεμινιστική διάσταση; 

Αντι-φεμινιστική. Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε, αργότερα, ως μισογύνης.
 

  • Μπορεί όμως να υπάρξει σήμερα η ερμηνεία ότι δικαίως παρουσιάζει έτσι τις γυναίκες, γιατί είναι και η δική τους φύση σαρκική, όχι μόνο των ανδρών.

Συμφωνώ. Δικαιώνει τη γυναίκα, όπως και την ελευθερία στο σώμα. Ο Διόνυσος λέει «όλοι μπορούν να κοινωνήσουν τη λατρεία μου και να χορέψουν στους ρυθμούς μου», αγόρια, κορίτσια, γέροι, νέοι, μαύροι, άσπροι, όλοι μπορούν να εκστασιασθούν.
 

  • Οι γυναίκες όμως είχαν μια ιδιαίτερη σχέση και έλξη προς αυτόν, στο έργο. Υπήρξε αυτό παράγοντας για την επιλογή του κ. Ρουβά;

Βεβαίως, βασικός παράγοντας. Μην σου πω και αίτιο, όχι απλώς παράγοντας. 
 

  • Αυτή η έλξη που ασκεί σε αρκετές γυναίκες;

Η έλξη και οι εχθροί που έχει, εχθροί από μακριά. Γιατί συνήθως όταν τον βλέπει κανείς από κοντά γίνεται σαν τον Πενθέα.

Στην αρχή μιλούν με τα χειρότερα λόγια και μετά από κοντά…  «εεεμ, τελικά… γεια σας» (γέλια).

Αυτή την προσωπική του μυθιστορία μετέφερα εγώ, κατ’ αναλογία πάντα, στη σκηνή.

Τώρα, ό, τι και να λέμε, στο γήπεδο θα δούμε. Δεν πα΄ να σου λέω ότι έχω σκοπό να βάλω δέκα γκολ, αν δεν τα βάλω, έχασα.
 

  • Πάντως για αρκετούς τελικά τα βάλατε.

Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Ξέρετε πότε έχω ήσυχη τη συνείδησή μου; Όταν έρχονται απλοί άνθρωποι, έντιμοι και μου λένε «σας ευχαριστώ  κ. Λιγνάδη γι’ αυτό που είδα» και «σας ευχαριστώ που ήρθα μαζί με τον γιο μου ή την κόρη μου και είδε τραγωδία». Για μένα αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και νομίζω ότι και ο Ευριπίδης θα χαιρόταν με αυτό. Το να απευθυνθώ σε εκατό θεατρόφιλους δεν με αφορά κιόλας.
 
Ζητήσαμε τα μεγάλα θέατρα ώστε να έχουμε ένα εύρος αποδοχής και ένα εύρος απεύθυνσης. Ο κίνδυνος είναι να θυσιάσεις το βάθος χάριν του εύρους. Θέλω να πιστεύω ότι στην παράστασή μου κράτησα και το βάθος και το επικοινώνησα σε ένα εύρος.
 

  • Γιατί θεωρείτε ότι υπήρξε τέτοια αντίδραση στην επιλογή του κ. Ρουβά; Γιατί τέτοιος ντόρος; Πολλοί αντιδρούν επειδή, λένε ότι δεν έχει γνώσεις υποκριτικής.

Μα πριν από τον Ρουβά βγήκε ο κ. Σαββόπουλος και δεν είδα να γίνεται τέτοιος ντόρος. Τώρα γιατί έγινε αυτός ο ντόρος; Κατ’ αρχάς ήταν αναμενόμενος, δεν έπεσα από τα σύννεφα.

Νομίζω, επειδή στη σημερινή κοινωνία, η οποία, κατά τη γνώμη μου, λέει ότι είναι προοδευτική αλλά είναι βαθιά συντηρητική, διεκδικούμε για τον εαυτό μας το ακραίο – ακόμα και στο σεξ- όταν όμως το κάνει ένας άλλος, το κατακρίνουμε. Λέμε «να ο ανώμαλος».

Έτσι λοιπόν, λέμε ότι επιδοκιμάζουμε την τόλμη, το πείραμα, τα καινούριο. (Ξέρετε, το πείραμα μπορεί να εκραγεί και να σου κόψει και τα χέρια). Επικροτούμε λοιπόν στη θεωρία το πείραμα αλλά όταν πάει κάποιος να το κάνει του λέμε «δεν ντρέπεσαι;».

Να ντραπώ τι; Για ποιο πράγμα να ντραπώ; Για να πήρα τον Ρουβά θα έχω μία άποψη. Ας δει κανείς πρώτα την παράσταση.
 

  • Κάποιοι λένε ότι το κάνατε για εμπορικούς λόγους, κάτι που δεν είναι αναγκαστικά κακό..

Όταν ζητάω τα μεγάλα θέατρα, θέλω να τα γεμίσω, όχι βέβαια να τα γεμίσω με σκουπίδια.

Γιατί, υπάρχει κάποιος που σκέφτεται αντιεμπορικά στο θέατρο; Είναι κάποιος αναφρόδιτος, ανέραστος που λέει ότι θέλει να έχει ποιότητα και ας μην έρχεται κόσμος; Εγώ προσωπικά δεν είμαι έτσι, που κι αν έχω κάνει λεγόμενα ποιοτικά και πειραματικά.

Αλλά τα πειραματικά δεν τα κάνω για να έρθουν πέντε φίλοι μου και να μου πουν μπράβο. Το πείραμα θέλω να γίνεται ενώπιον του κόσμου, δεν κάνω θέατρο για τον εαυτό μου αλλά για τον κόσμο, μέσω αυτού λυτρώνομαι εγώ.
 

  • Χωρίς απήχηση δηλαδή αισθάνεστε ότι δεν έχει νόημα η δουλειά σας;

Ας πουν και ότι δεν τους άρεσε, αλλά θέλω να εκτεθώ στα λεμόνια και στα λουλούδια. Πετάξτε μου λεμόνια (ή λουλούδια) αλλά πάντως εκτίθεμαι απέναντί σας. Αυτό είναι το πείραμα, το πείραμα δεν είναι τα σιγουράκια.  

Δεν ήξερα ότι υπάρχουν απαγορευμένοι καλλιτέχνες για την τραγωδία. Αλήθεια;

  • Δεν πιστεύετε δηλαδή ότι υπάρχει υψηλού και χαμηλού επιπέδου τέχνη;

Αν εμένα μου τρέχουν τα σάλια για να φάω ένα χάμπουργκερ, αν μου πεις ότι δεν είναι καλής ποιότητας, εγώ θα το φάω γιατί μου αρέσει και χόρτασα. Και αν μου πουν ότι αυτό το γκουρμέ που έχει μια σος τσουκνίδας είναι πολύ ψαγμένο, ε ούτε χόρτασα, ούτε μου άρεσε.

Για να πάμε στην τέχνη, δεν είναι θέμα ανώτερου και κατώτερου. Για παράδειγμα η επιθεώρηση και η τραγωδία. Οχήματα είναι και τα δύο που πάνε με άλλο τρόπο, άλλου είδους ταξίδι και με άλλο προορισμό. Όλα χωράνε. Εδώ δεν κάνω διαχωρισμούς στη ζωή μου θα κάνω στο pop; Ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει ποτέ να δέχεται την κατηγοριοποίηση. Θέλετε να με πείτε pop; Πείτε με και Πόπη, δεν με απασχολεί.
 

  • Αυτή τη φορά ήρθατε κοντά στην pop κουλτούρα.

Κάνετε λάθος, η pop κουλτούρα ήρθε κοντά στη δική μου.
 

  • Δηλαδή «διονυσοποιήσατε» τον Ρουβά, δεν «ρουβοποιήσατε» τον Διόνυσο, όπως έχετε πει;

Στις μέχρι στιγμής Βάκχες που έχω δει, με ηθοποιούς βέβαια, τους διδάσκουν όμως να γίνουν κάτι σαν «Ρουβάς». Εγώ πήγα στην πηγή κατευθείαν. Για το «διονυσοποίησα τον Ρουβά», εννοώ ότι θα περίμενε κανείς σε αυτή την τραγωδία να τραγουδάει ο Ρουβάς, να κάνει χορευτικά, να περιφέρει κοιλιακούς κ.α. Δεν γίνεται κάτι τέτοιο.

image
Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos

  • Υπάρχει και το ημίγυμνο στο έργο

Υπάρχει γιατί το απαιτεί ο ρόλος. Έπειτα όταν παίρνεις έναν όμορφο άντρα, δεν τον παίρνεις για να τον κάνεις άσχημο.

Ο Σάκης δούλεψε απίστευτο χρόνο, ωρολογιακό και ψυχικό, ώστε να παίξει τον Διόνυσο και να μην παίξει ο Διόνυσος τον Σάκη. Δούλεψε, δούλεψε τον λόγο του-και μαζί δουλέψαμε πολύ- δούλεψε τα μέσα του και το μέσα του. Βεβαίως, το μέσα του δεν ήθελε πολύ δουλειά, είχα διαβλέψει αυτή την πυράκτωση που έχει ως καλλιτέχνης, ακόμα και στο stage. Στον πρόλογο και τον επίλογο του Διονύσου θα δείτε έναν Σάκη αγνώριστο, πολλοί δεν αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για τον Ρουβά.
 
Επίσης, κάτι που μας διαφεύγει. Στην παράσταση δεν παίζει μόνο ο Διόνυσος, μην πω ότι πρωταγωνιστεί ο Πενθέας, πιο πολύ απ’ τον Διόνυσο.

Στην παράσταση παίζει η Ρούλα Πατεράκη, μία εξαιρετική ηθοποιός με τη δική της ιστορία στη σκηνοθεσία και στο θέατρο, ο Γιάννης Καρατζογιάννης από τα έγκατα του θεάτρου Τέχνης και την φοβερή παράδοση του Καρόλου Κουν, δύο νέα παιδιά, ο Δημήτρης Πασσάς και η Μαρία Κίτσου –αριστούχοι του Εθνικού Θεάτρου- που επωμίζονται δύο σημαντικότατους ρόλους, τον Πενθέα και την Αγαύη, οι αγγελιαφόροι που τους έχω μοιράσει στα παιδιά του χορού. Τον δεύτερο αγγελιαφόρο τον κρατάω εγώ, που είναι σα να ακούγεται μόνο το κείμενο, σα να έχω ένα αόρατο αναλόγια και λέω το κείμενο μπροστά μου, αυτή είναι η μέθη που μου δίνει ο Διόνυσος.
 

  • Πιστεύετε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν θα συμμετάσχετε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου είναι η συμμετοχή του κ. Ρουβά;

Δεν με μπορώ να σχολιάσω μία απόφαση η οποία δεν είναι αρμοδιότητά μου. 

  • Ως χαρακτήρας είστε Διόνυσος ή Πενθέας;

Είμαι ένας άνθρωπος της λογικής που προσπάθησε πολλές φορές ανελέητα να την ποδοπατήσει. Δεν μπορώ να καμωθώ ότι είμαι Διόνυσος. Είμαι Πενθέας όπως και όλοι μας. Απλώς όταν αφήνομαι στον Διόνυσο το κάνω εξ ολοκλήρου.

Πάντως, δεν υπάρχουν όρια και όροι στον διονυσιασμό, άνευ όρων άνευ ορίων που λέει ο Εμπειρίκος. Όταν θες να προσχωρήσεις στον Διόνυσο όμως, κάτι θα θυσιάσεις, θα σκοτώσεις τον Πενθέα μέσα σου, τη λογική δηλαδή, για να νιώσεις την έκσταση.

Σας ευχαριστώ πολύ.
******

Συντελεστές
Μετάφραση: Γιάννης Λιγνάδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης
Σκηνικά – κοστούμια: Εύα Νάθενα
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Κίνηση Χορού: Δημήτρης Λιγνάδης – Δάφνη Ασημακοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Βίκυ Βολιώτη
Κρουστά: Μιχάλης Αφολαγιάν
Παραγωγή: Θέατρο «ΑΡΓΩ» Αιμιλία Υψηλάντη
Δ/νση παραγωγής: Λευτέρης Πλασκοβίτης
Διανομή
Διόνυσος: Σάκης Ρουβάς
Τειρεσίας: Ρούλα Πατεράκη
Κάδμος: Γιάννης Καρατζογιάννης
Πενθέας: Δημήτρης Πασσάς
Θεράπων: Στέφανος Μουαγκέ
Α’ Αγγελιοφόρος: Μιχάλης Αφολαγιάν
Β’ Αγγελιοφόρος: Δημήτρης Λιγνάδης
Αγαύη: Μαρία Κίτσου
Χορός: Γιώτα Βέη (κορυφαία), Αντιγόνη Ψυχράμη, Άννα Μενενάκου, Λούσα Μαρσέλλου, Ευαγγελία Συριοπούλου, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Κατσαμένη, Ζαφειρία Δημητροπούλου – Delangel, Ιωάννα Κουντικέ, Ναταλί Ερνέστα, Γκρέις Νουοκέ.
Μουσικοί κρουστών:
Μιχάλης Αφολαγιάν, Σαμουήλ Ακίνολα, Στέφανος Μουαγκέ.