[…] Ο Μηνάς στεκόταν πίσω από τον πάγκο σκεφτικός, σχεδόν χαμένος στον κόσμο του. Με τούτους δω το έβλεπε πως δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Όλο πίνανε και τελειωμό δεν είχαν.

Ads

Ένας είχε και το περίστροφο ακουμπημένο στο τραπέζι. Μόνο ένα γνώριζε από τους έξι της παρέας τον Θύμιο, αλλά κι αυτός έκανε ότι δεν τον γνωρίζει. Κι άλλος ένας κάτι του θύμιζε, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Δε βαριέσαι, τι σημασία έχει; Σημασία έχει που ο Θύμιος κάνει σαν να μην τον έχει δει ποτέ του. Τότε που είχε την ανάγκη του, ήταν όλο «σώσε με Μηνά μου» και «σώσε με Μηνά μου», τώρα δεν τον γνωρίζει. Αλλά αυτός ήταν μια ζωή ο Θύμιος, όπου φυσάει ο άνεμος. Τότε που τον είχανε μαντρωμένο στη φυλακή, κλαιγόταν για τα παιδάκια του και τον παρακαλούσε γονατιστός, τώρα άρχισε πάλι τα ίδια. Μόλις του βάλανε το κουμπούρι στην τσέπη έγινε πάλι νταής και εθνικόφρονας, η κονκάρδα με την κορώνα μόνιμα στο πέτο. Μήνες είχε να τον δει στο καφενείο, μάθαινε όμως, του λέγανε τα χαμπέρια του. Τακίμιασε του είπανε με τους Μαγγανάδες, αντί να κοιτάξει το μεροκάματο πήρε πάλι τους δρόμους και κυνηγάει τους «κόκκινους». Η φαμελιά του ψοφολογάει της πείνας κι αυτός γυρίζει στα καπηλειά και φοβερίζει τον κόσμο. Θα εκδικηθεί, φωνάζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Καλά κάνει, δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω, μονολόγησε μέσα του ο Μηνάς, εγώ που φίλησα κατουρημένες ποδιές, για να τον γλιτώσω από το απόσπασμα. Τότε όμως δεν ήξερε τι κουμάσι ήτανε, μετά τα έμαθε. Είχε κάψει κόσμο και κοσμάκη ο Θύμιος, σωρηδόν τους κουβάλαγε κάθε μέρα στην Κομαντατούρ.

-Πιάσε μια μισή, φώναξε ένας από την παρέα.

Γέμισε στα γρήγορα ένα καρτούτσο και τους το άφησε στο τραπέζι.

Ads

-Μεζέ δεν έχει ρε;

-Δεν μου ζητήσατε.

-Όλα εμείς πρέπει να στα λέμε, δεν ξέρεις ότι το πιοτό θέλει μεζέ; Τι διάλο, σκατά έχει η γκλάβα σου;

Οι άλλοι βάλανε τα γέλια, ο Μηνάς πάγωσε. Όχι από αυτά που άκουσε, θυμήθηκε ποιος είναι αυτός που του τα είπε. Χώθηκε πίσω από τον πάγκο κι έπιασε να ετοιμάζει ένα πιάτο με μεζέδες, τα χέρια του να τρέμουν. Ναι, τώρα βεβαιώθηκε, αυτοί έχουν έρθει για να τον ξεκάνουν. Αυτός που τον έβρισε ήταν ένας από τους αιχμάλωτους ταγματασφαλίτες που είχανε μαντρώσει στο σύνταγμα μετά τη μάχη της Καλαμάτας. Ήταν αυτός που όταν του ζήτησε πληροφορίες για τον Σωτήρη, αντί να του πει, τον έβρισε. Παραλόγιασε τότε, απ’ τη φούρκα του και την αγωνία του για τον αδερφό του παραλίγο να τον ξεκάνει. Τώρα, καταπώς φαίνεται, ήρθε για να πατσίσουνε.

Άφησε το πιάτο στο τραπέζι τους και γύρισε πάλι πίσω από τον πάγκο. Τους παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του που χασκογέλαγαν. Ένας κοκορευότανε ότι έχει ξεκάνει ίσαμε τώρα πάνω από δέκα κατσαπλιάδες, ένας άλλος τους περιέγραφε πως σπαρτάραγε ο τελευταίος που πέρασε από το μαχαίρι του. Και τα ’λεγαν δυνατά, πολύ δυνατά, όλο έστρεφαν τα κεφάλια τους για να τον βλέπουν και να γελάνε με την αγωνία του.

Κάνα δυο παρέες που είχαν ξεμείνει στο μαγαζί, μυρίστηκαν ότι προβλέπεται φασαρία και ζήτησαν λογαριασμό. Του κόπηκαν τα πόδια, αν έμενε μονάχος του δεν γλίτωνε με τίποτα. Πλησίασε τους δυο ηλικιωμένους της μιας παρέας, που τους ήξερε, κι αφού τους είπε πως τα ποτά είναι κερασμένα, τους προέτρεψε να μείνουν λίγο ακόμη, να τους κεράσει ένα τελευταίο ποτό. Του αρνήθηκαν εύσχημα, έχουν αργήσει και θα τους περιμένουν. Τους ευχαρίστησε και τους καληνύχτισε. Και να έμεναν τι θα άλλαζε, δυο γεροντάκια ήταν μόνο.

Η παρέα μεράκλωσε κι έπιασε να τραγουδάει «του αϊτού το γιο», σήμα κατατεθέν των απανταχού εθνικοφρόνων. Τον φώναξαν να πάει στο τραπέζι τους. Τα ψέματα τελειώσανε, οι τελευταίοι που έμεναν στο μαγαζί έφυγαν, κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα της κρίσης. Γέμισε μια μισή και πήγε.

-Κέρασμα από το μαγαζί, ψέλλισε.

-Για δεν τραγουδάς, ρε; Δεν σ’ αρέσουνε αυτά που λέμε;

-Δεν τα ξέρω.

Άξαφνα ένας σηκώθηκε και του άστραψε ένα χαστούκι.

-Για δεν τα ξέρεις, ρε, τι είσαι κουμούνι;

-Τίποτα δεν είμαι.

Δεύτερο χαστούκι.

-Τι τίποτα, ρε, δεν είσαι πατριώτης;

-Είμαι.

-Για κοιτάτε ρε, έναν πατριώτη, κάγχασε αυτός που τον χαστούκισε, κι έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια.

-Αφού είσαι πατριώτης, για πες μας ρε τι είναι οι Βούλγαροι;

Προσπάθησε να σκεφτεί τι πρέπει να τους απαντήσει. Δεν πρόλαβε, ο Θύμιος σηκώθηκε και του έριξε μια κλοτσιά με όλη του τη δύναμη στο στομάχι. Δίπλωσε από τον πόνο και έπεσε κάτω.

-Τι σκέφτεσαι ρε καριόλη, εχθροί μας είναι οι Βούλγαροι, δεν το ξέρεις; Γρύλισε ο Θύμιος και του έχυσε στο κεφάλι ένα ποτήρι με κρασί.

Ένας, αφού πρώτα τα έβαλε με τον Θύμιο, που χτυπάει το παιδί αδίκως, τον σήκωσε και τον έκατσε σε μια καρέκλα. Ύστερα γύρισε στους υπόλοιπους και τους είπε με στόμφο ότι το παιδί είναι εντάξει, κι αν παραστράτησε είναι γιατί δεν ήξερε. Τώρα όμως κατάλαβε το λάθος του και θα γίνει πραγματικός πατριώτης.

-Έτσι δεν είναι, ρε; Έκανε γελώντας και έριξε μια φάπα στον Μηνά.

Ο Μηνάς κούνησε το κεφάλι συναινώντας, η παρέα ενθουσιάστηκε. Τώρα, αφού θέλει να γίνει πατριώτης, πρέπει να μάθει και τα πατριωτικά τραγούδια, έτσι του είπαν. Ένας έλεγε ένα στίχο κι αμέσως ο Μηνάς τον επαναλάμβανε. Τα ’λεγε δεν τα ’λεγε καλά, πάντα κάποιος έβρισκε αφορμή για να τον χτυπήσει.

Αφού πέρασε κάμποση ώρα και έκριναν ότι το ιδιότυπο φροντιστήριο είχε πιάσει τόπο τον σήκωσαν, τον έβαλαν στη μέση του μαγαζιού και χτυπώντας του παλαμάκια τον προέτρεψαν να χορέψει. Άρχισε να στριφογυρίζει αργά, μηχανικά, μόλις έφερε λίγες γυροβολιές αλάφρωσε, ένιωσε το φόβο του να μεταλλάσσει σε οργή, έκλεισε τα μάτια κι άνοιξε τα χέρια, τα σμιγμένα του χείλια χαλάρωσαν, χαμογελώντας άρχισε να στριφογυρίζει σαν τρελός, παραδόθηκε σε ένα χορό άγριο, πρωτόγονο, σαν αυτούς που χόρευαν οι πρόγονοί του κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν, έφυγε με τη φαντασία του, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά, πήγε σε κείνο το ξάγναντο που έκατσαν να ξαποστάσουν μετά τη μάχη στη Γλόγοβα. Μεγάλη μάχη, τους ξεκάνανε τους Γερμαναράδες μέχρι ενός. Μεγάλο και το πανηγύρι που ακολούθησε. Ένα τσοπανόπουλο έβγαλε το καλαμένιο σουραύλι του και τους ξεσήκωσε όλους.

Αντιλάλησαν οι ρεματιές και τα λαγκάδια από τα τραγούδια, στέναξε η γη από τα τσάμικα και τα καλαματιανά. Φέραν οι χωριάτες σφαχτά, κρασιά, ψωμιά, γλεντήσανε με την ψυχή τους. Γλεντήσανε μα δεν φάγανε. Δεν πέρασε παρά ελάχιστη ώρα, όταν οι βιγλάτορες τους ειδοποίησαν πως έρχονται οι Γερμανοί. Τα παρατήσανε όλα κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά. Τον είχε κόψει η πείνα, άρπαξε ένα μπούτι από το αρνί που ψηνότανε στη σούβλα κι ακολούθησε τρέχοντας. Μέχρι να βγει στην κορυφή το ψητό και το χέρι του είχαν γίνει ένα. Έγκαυμα από τα λίγα, ένα μήνα και βάλε έκανε να ξανακλείσει τη χούφτα του. Ο καπετάνιος, μπροστά σε όλους, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις, που ακούστηκε να αχρηστεύεται αντάρτης από το πάθος του για το φαΐ; Ο Πέρδικας πρότεινε γελώντας να τον δικάσουν επί εσχάτη κοιλιοδουλεία. Γελάσανε και οι πέτρες, για κάνα μήνα του έμεινε και το παρανόμι «κοιλιόδουλος». Μα γρήγορα το ξέχασαν, κοιλιόδουλος που ζυγίζει ίσα με πενήντα οκάδες δεν υπάρχει.

Ένας σηκώθηκε, του κόλλησε το περίστροφο στο κεφάλι αναγκάζοντάς τον να σταματήσει:

-Πιο σιγά, ρε πούστη, μας ζάλισες.

Κοιτάχτηκαν, η ενόχλησή του ξεχείλιζε, θα ’λεγες ότι τα μάτια του έσταζαν την αηδία που ένιωθε. Αυτοί τον έβαλαν να χορέψει για να τον ξεφτιλίσουν και όχι για να διασκεδάσει. Και ήταν εμφανέστατο ότι διασκέδαζε, και ηλίθιος να ήταν κάποιος μπορούσε εύκολα να το αντιληφθεί. Έστρεψε το βλέμμα του στο τραπέζι που κάθονταν. Η γυαλάδα των ματιών τους φανέρωνε ολοκάθαρα τη λύσσα και το μεθύσι τους. Λες και ήταν όλοι συνεννοημένοι του επιτέθηκαν μονομιάς, τον έριξαν κάτω κι άρχισαν να τον ποδοπατούν. Έφερε τα χέρια μπρος στο πρόσωπό του για να το καλύψει κι αφέθηκε. Έξω του βόγγαγε, μέσα του γέλαγε. Τα κατάφερε, το κόλπο έπιασε. Τον ξεφτίλισαν μια και τους ξεφτίλισε δέκα. Ο Κότσακας του το είχε μάθει αυτό. Χρόνια μαθημένος στα βασανιστήρια και τις εξορίες. Να φεύγεις με το μυαλό σου, έτσι του είχε πει, όταν τα βρίσκεις σκούρα καβάλαγε τη φαντασία σου και δρόμο. Αν φυγαδεύσεις το μυαλό, το σώμα δε νικιέται.

-Ε, τι κάνετε κει; Ακούστηκε άξαφνα μια φωνή.

Σταμάτησαν όλοι και γύρισαν στην πόρτα. Ο Στέλιος μπήκε μέσα τρέχοντας και πήγε πάνω από τον Μηνά.

-Τι κάνετε, ρε, γιατί τον χτυπάτε;

-Μπάρμπα, μην ανακατεύεσαι.

-Δε ντρεπόσαστε ρε, δέκα νομάτοι πέσατε να ξεκάνετε έναν;

-Μπάρμπα, δουλειά σου.

-Μαγαζί μου είναι δω, αυτή ’ναι η δουλειά μου, και γονάτισε για να σηκώσει τον Μηνά.

Μόλις έκαναν να σηκωθούν, ένας τους κλότσησε και τους έριξε πάλι κάτω.

-Πάρε δρόμο, κωλόγερε. Άμα δε θέλεις μπελάδες, να μην παίρνεις κουμούνια στη δούλεψή σου.

Ο Μηνάς πήγε κάτι να πει, ο Στέλιος του ’φραξε το στόμα με το χέρι και σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε αντίκρυ σ’ αυτόν που τον κλότσησε και τον κοίταξε στα μάτια.

-Ρε λεβέντη, όλοι έχουνε ανάγκη το μεροκάματο…

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του κι ο άλλος τον χαστούκισε.

-Άκου γέρο, τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Ή παίρνεις δρόμο, ή κάθεσαι και τις μοιραζόσαστε. Διάλεξε.

Άξαφνα, στην πόρτα, φάνηκε η μαυροφορεμένη φιγούρα του παπά:

-Τι γίνεται δω Στέλιο, τι έπαθε ο Μηνάς; έκανε ανήσυχος.

Ο Στέλιος δεν του απάντησε κι ο παπάς έκανε λίγα βήματα και στάθηκε πάνω από τον πεσμένο Μηνά. Τον βόηθησε να σηκωθεί κι ύστερα πλησίασε αυτόν που είχε χαστουκίσει τον Στέλιο.

-Τι έγινε ρε πατριώτη, τι ζητάτε;

-Παπά, δικός μας λογαριασμός. Πάρε δρόμο και μην ανακατεύεσαι, του είπε άγρια, προφανώς για να τον τρομάξει.

-Ξέρεις ποιος είμαι γω, ρε; Του απάντησε ο παπάς στον ίδιο τόνο. Ο γιος μου είναι αξιωματικός του στρατού. Μπάκας λέγεται, Διονύσης Μπάκας, τράβα και ρώτα αν θες. Λοιπόν, πάρτε δρόμο τώρα και θα κάνω ότι δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα. Ειδαλλιώς…

Η παρέα, αφού πρώτα ψέλλισε μερικές απειλές ότι θα τα ξαναπούνε, τα μάζεψε και έφυγε. Προφανώς το όνομα του Διονύση, που του άρεσε να κάνει παρέα με κάτι τέτοιους, δεν τους ήταν άγνωστο.

Έμειναν μονάχοι τους και έκατσαν σε ένα τραπεζάκι. Ο παπάς κι ο Στέλιος έπιασαν να ψαχουλεύουν τον Μηνά, να δουν αν είναι χτυπημένος. Ευτυχώς δεν πρόλαβαν να τον δείρουν πολύ, λίγοι μώλωπες ήταν όλα κι όλα τα τραύματά του. Κι αυτοί στο σώμα, κεφάλι και πρόσωπο ήταν σχεδόν άθικτα. Κάνα δυο μικρές κοκκινίλες θα μπορούσαν εύκολα να δικαιολογηθούν. Ο Στέλιος αναστέναξε ανακουφισμένος, αν ήτανε σημαδεμένος τι θα ’λεγαν στις γυναίκες; Γιατί ήταν αυτονόητο ότι αυτές δεν έπρεπε να μάθουν το παραμικρό. Συμφώνησαν όλοι, για ότι έγινε, κουβέντα στις γυναίκες. Αν μάθαιναν θα τους μαύριζαν την ψυχή, κρίμα κι άδικο πρωτοχρονιάτικα.

Ο Μηνάς προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος, έβαλε να πιούνε λίγο κρασί, να καταλαγιάσει η έξαψη και η αγωνία τους που ήταν διάχυτη. Η Μάγδα ήταν πονηρή, αν τους έβλεπε έτσι, κατευθείαν θα μυριζόταν ότι κάτι έχει συμβεί. Όσο όμως κι αν προσπαθούσαν να κρυφτούν η διάθεσή τους ήταν κατάμαυρη. Όχι τόσο για το περιστατικό αυτό καθαυτό, αλλά γιατί όλοι αντελήφθησαν ότι μέρα τη μέρα τα πράγματα θα χειροτερεύουν. Και πού να απευθυνθείς, σε ποιον να γυρέψεις το δίκιο σου και την ησυχία σου; Το κράτος, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να προστατεύει τους πολίτες του, είχε αντικατασταθεί από κάτι μούτρα σαν τους σημερινούς ψευτονταήδες. Αυτοί έκαναν τώρα κουμάντο, το κράτος υπήρχε μόνο για να τους εξυπηρετεί και να τους καλύπτει.

Ο Μηνάς σήκωσε το ποτήρι του:

-Άντε, καλή χρονιά να ’χουμε.

Το άδειασε μονορούφι και οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν.

Γέμισε πάλι τα ποτήρια, σήκωσε το δικό του ψηλά και συνέχισε χαμογελώντας:

-Στην υγειά του Διονύση, που μας έσωσε όλους από ένα σίγουρο μπερντάκι.

Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ο παπάς είπε αναστενάζοντας:

-Πέστο ψέματα, ρε γαμπρέ. Πέστο ψέματα… […]

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αραπάκη, Το δίκιο, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη – 2010

 

image

 

Κάθε που μετρούσε τα παιδιά του ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα έβρισκε εννιά· εφτά αγόρια, δυο κορίτσια.

Μα ήρθε κάποτε ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή· οι αριθμοί άλλαξαν, η φαμελιά του φυλλορροούσε

σαν τα πλατάνια στην καρδιά του χειμώνα.

Πολλά άλλαξαν… Ο ένας γιος του, ο Μηνάς, σήκωσε παντιέρα κι έβαλε στόχο να εκδικηθεί τους αδικοχαμένους αδερφούς.

Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι.

Κι ύστερα… Δίνη ο πόλεμος, λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάβα της.

Βγήκε στο βουνό και έγινε αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς, να παραφυλάει μήπως και τη δει.

Μα στεκότανε μακριά, πολύ μακριά, τόσο, ώστε να μην κινδυνεύει από τον Διονύση, τον ορκισμένο εχθρό του και αδερφό της.