Ο δικηγόρος σε ρόλο λογοτέχνη κι ο λογοτέχνης σε ρόλο υπερασπιστή. Διλήμματα, συγκρούσεις και αντιφάσεις ενός «επαγγελματία» γραφιά’’[1] Μνήμη Μένη Κουμανταρέα

Ads

Μια απ’ τις πρώτες εικόνες μου σε δικαστήριο είναι το 1994, νέος δικηγόρος τότε, συνοδεύοντας τον θείο μου δικηγόρο Μίμη Πουλαντζά στο Εφετείο Κακουργημάτων, που στεγαζόταν στο κτίριο του πρώην ξενοδοχείου Ambassador[2] στην οδό Σωκράτους. Ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη, ιδία λογοτεχνική, αυτή η ιστορική μετάλλαξη των χώρων του κτιρίου, που και ‘γω είχα ζήσει διαμέσου του θαμώνα πατέρα μου από ξενοδοχείο σε δικαστήριο (για να μην μιλήσουμε και για την μετέπειτα πορεία του)…

Θυμάμαι, προφανώς εντυπωσιασμένος λοιπόν τον Αλέξανδρο Κατσαντώνη[3] σε μια από τις πρώτες ποινικές δίκες που παρακολούθησα να μοιράζεται το έδρανο της υπεράσπισης με τον έτερο Καπαδόκη της ποινικής υπεράσπισης τον δικηγόρο Τέλη Γαβριηλίδη, που πέθανε ένα δυο μέρες αργότερα την ίδια χρονιά και ενόσω η δίκη που προανέφερα ήταν ακόμα σε εξέλιξη, ασκώντας το υπερασπιστικό του καθήκον ενώπιον του Συμβουλίου Πλη/κων για μια άλλη υπόθεση- νομίζω ότι επρόκειτο για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Κάποια στιγμή στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, αυτοί οι δυο κραταιοί συνήγοροι άρχισαν να «μαλώνουν» σαν σχολιαρόπαιδα, θα ‘λεγε κανείς για τις γόμες, τις ξύστρες, τα μολύβια και τα χαρτιά τους, καθισμένοι ο ένας στο πλάι του άλλου στο στενό έδρανο που μοιράζονταν. Μάλωναν με επιμονή τόση, που ο Πρόεδρος του δικαστηρίου σταμάτησε την διαδικασία και παρακολουθούσε κι αυτός την ιδιότυπη πράγματι αντιπαράθεση. Εν ολίγοις οι δυο τους μάλωναν για τα εργαλεία της δουλειάς, τα κοινά μας εργαλεία, την πένα και το χαρτί. Τα εργαλεία-όπλα του δικηγόρου και τα εργαλεία-όπλα του συγγραφέα, τα εργαλεία της περιγραφής.
 
 Για την αναγκαιότητα της περιγραφής λοιπόν εν αρχή ο λόγος σε μια απόπειρα να «φωτιστούν» όψεις, συγκρούσεις, αντιφάσεις και διλήμματα των δυο  ρόλων.

– Ποιάς περιγραφής όμως;

Δικηγόρος και λογοτέχνης καταδυναστεύονται από την μάστιγα της περιγραφής.

Ads

Εκείνος, ο δικηγόρος, ιδία της ποινικής υπεράσπισης οφείλει να περιγράψει σε μια μορφή χωρίς κενά και αντιφάσεις μια πραγματική κατάσταση, πράξεις, να αποτυπώσει τις συνθήκες, αποκλείοντας σκηνές και περιστατικά ικανά να αποκαλύψουν αναπόδραστη ενοχή, σημεία αμφισβητήσιμα που θα γείρουν εκ προοιμίου την πλάστιγγα σε βάρος του, πασχίζει εν ολίγοις να αποφύγει τις πρόδηλες παγίδες περί ενοχής του πελάτη του.

Θα αποπειραθεί να δημιουργήσει ασφαλή στεγανά του χρόνου, των πράξεων, της πορείας του και οφείλει να οικοδομήσει πειστικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς –διαδρόμους, μέσω των οποίων ο κατηγορούμενος θα αποφύγει τον λαβυρινθικό εγκλωβισμό και την απευθείας συνάντηση με τον Μινώταυρο –τιμώρηση. Όχι, σκοπός του δεν είναι η αποφυγή της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά η διατύπωση μιας άλλης αλήθειας πέραν, της παρουσίασης μιας έκθεσης φωτογραφικού τύπου περί της διάπραξης μιας (καταφανούς) άδικης πράξης. «Αρνούμαι την κατηγορία (λοιπόν) που μου αποδίδεται και επάγομαι τα ακόλουθα προς τον σκοπό της δια βουλεύματος απαλλαγής μου», η εισαγωγή των σχετικών απολογητικών υπομνημάτων. Σαφής άρνηση, με πρώτο στόχο την αποδόμηση της αποδιδόμενης κατηγορίας, που αποτελεί τη σύνοψη της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος.

Στόχο της υπεράσπισης, μπορεί να αποτελεί και η καθαυτό άρνηση της πράξης ή συχνότερα η αποτύπωση της πράξης (του πελάτη), ως κατάληξης ή καλύτερα απόληξης μιας διαδρομής αθέατης και άγνωστης έως τότε, μακριά από την προφάνεια της τυποποιημένης, υπό διερεύνηση κατηγορίας και προς αποδόμηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης της.
Στο επίκεντρο του υπερασπιστή βρίσκεται μόνο ο κατηγορούμενος. Μαζί του θα ενωθεί συμβολικά, δια του νομίμου διορισμού του, καθώς ο υπερασπιστής εισδύει πρώτος και μόνος στον περίκλειστο χώρο κράτησης, στην ασφάλεια ή στο σωφρονιστικό κατάστημα όπου κρατείται μετά την πράξη ή μετά τη σύλληψη του ο πελάτης του, φέροντας την προφανή υποχρέωση να εξαφανίσει δια μιας την απόσταση του βρώμικου τζαμιού –παραπετάσματος που χωρίζει τους κόσμους τους. Θα απλώσει το χέρι του για να πιάσει το χωρίς χειροπέδες χέρι του κατηγορουμένου για να πορευτεί μαζί του πάνω στα μονοπάτια που καθόρισαν τον βηματισμό του, αποτύπωσαν τα ίχνη του και καθόρισαν την «προδιαγεγραμμένη» πορεία, την «παραβατική» πορεία του στην κοινωνική ζωή.

Στο πλάι του λοιπόν, εκεί που όπως λέει ο Άγγλος ποιητής Τζέφρυ Χίλ[4] οφείλει να στέκεται και ο λογοτέχνης: «Πρέπει δίπλα να στέκεται κανείς σ’ αυτό που γράφει σαν σε κρεβάτια του στρατώνα ή στα όπλα τους εκεί που των συντρόφων κρέμονται τα ψυχικά τα ράκη».

Πλέον αυτού αναγκαία καθίσταται η καταβύθιση και εντεύθεν ανάδυση και ανάδειξη των εσωτερικών συγκρούσεων του κατηγορουμένου, της εσωτερικής του ηθικής και της διάπλασης της στο εξωτερικό περιβάλλον που αναπτύσσεται ως περίγυρος του ίδιου και της πράξης του.

Η εργασία -δημιουργία του υπερασπιστή σταθμίζεται από την προσωπικότητα του ίδιου του κατηγορουμένου –που στις περισσότερες των περιπτώσεων συνιστά τον αποτελεσματικότερο υπερασπιστικό μηχανισμό, τις επιθυμίες του ίδιου του κατηγορούμενου, τον χαρακτήρα του, τα ήθη και τις συνήθειες του, τον έξω κόσμο που τον περιβάλλει και τον οποίο με τις πράξεις του μοιάζει να μάχεται, υπερασπιζόμενος δικές του, αντίθετες εσωτερικές επιταγές και ανάγκες. Σταθμίζεται επιπρόσθετα από το νομικό καθήκον του να παράσχει επαρκείς υπηρεσίες στο πρόσωπο που υπερασπίζεται, καθώς στόχος του δικηγόρου παραμένει όχι η ανάδυση κάποιας αντικειμενικής αλήθειας, αλλά η ανάδειξη της αλήθειας του κατηγορουμένου, όπως δικονομικά περιορίζεται και αποτυπώνεται στην δικογραφία από το προανακριτικό υλικό. Συχνά ο υπερασπιστής αναγκάζεται να λειτουργήσει κάτω από καθεστώς έντονης κοινωνικής πίεσης και υπό το πρόδηλο βάρος της φερόμενης ως τελεσθείσας αδικίας, ενόσω άπαντες βοούν για την απονομή μιας προφανούς δικαιοσύνης με αποτέλεσμα να του ζητείται επιτακτικά να απαρνηθεί το βάρος του ρόλου και του λειτουργήματος του, σαν να μην δικαιούται ο κατηγορούμενος άλλο ρόλο πέραν του ενόχου και ο συνήγορος (να υποδυθεί κανένα) άλλο ρόλο, πέραν απ’ αυτόν του κοινωνικού εισαγγελέα…

Το έργο του σταθμίζεται από την δική του ανάγκη να πάρει θέση και να τοποθετηθεί με βάση το αποδεικτικό υλικό. Ο ρόλος του συνηγόρου του χαρίζει ένα διαθλαστικό φακό, μέσω του οποίου δεν αποτυπώνονται μόνο τα αυτονόητα. Η διάθλαση επαναθέτει στον ίδιο ακόμα και πρωταρχικά ερωτήματα. Τίποτα δεν είναι ασφαλές και βέβαιο στην περιοχή αυτή. Ο φόνος και γενικότερα η άδικη πράξη επαναθέτει το πρωτόκολλο του δημιουργού προς υπογραφή. Οι κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις οφείλουν να επαναδιατυπωθούν. Οι τάξεις να επαναδιαταχθούν. Οι δια κανόνων απαγορεύσεις να επαναθεσμιστούν. Τα όρια να αναχαραχτούν.

Το δημιουργικό χάος, παραμερίζει μόνο μπροστά στην προτεραιότητα να παραμεριστεί ο κόσμος του δράστη και να επαναδιατυπωθεί ένας καινούργιος, ορατός και απτός κόσμος, ο κόσμος του (υπό υπεράσπιση) κατηγορουμένου.

Εκεί στην πρώτη αυτή χαοτική ύλη τοποθετούνται και τα λιμνάζοντα νερά που τσαλαβουτά ο συγγραφέας. Μόνο που εκεί αυτός, ο συγγραφέας (μοιάζει να) κατασκευάζει και μάλιστα με τα υλικά που επιλέγει(;) τον κόσμο του. Δημιουργεί τη χρονιά που θέλει, τις κλιματολογικές συνθήκες που κρίνει απαραίτητες, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήρωα, τα σωματικά ελαττώματα ή προτερήματα, τις διατροφικές προτιμήσεις του, τις γαστρεντερικές συνήθειες του, τις σεξουαλικές κλίσεις του…, τις άδικες ή δίκαιες πράξεις στις οποίες θα υποκύψει και που «βαπτίζονται» τέτοιες, όχι κάτω από το βάρος μιας «ιερής αγελάδας»- νομικού πολιτισμού που στέκει στο υπέρθυρο κάποιας εισόδου δικαστικού μεγάρου, έτοιμη να καταπλακώσει κάθε εισερχόμενο, φέροντας από την μια την ζυγαριά της δικαιοσύνης και από την άλλη τη σπάθη της τιμώρησης, αλλά υπό το βάρος των επιθυμιών και των αναγκών του ήρωα του, καθώς αυτές γεννιούνται, γιγαντώνονται και ορμούν ακάθεκτες μέσα απ’ τις σελίδες του να κατακλύσουν το έργο και τον αναγνώστη…

«Εκείνο το πρωί δεν είχα τι να κάνω και όπως κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι μου στην Ξάνθη έπιασα να καθαρίσω το περίστροφο μου», αφηγείται [5] και δεν καταλαβαίνει και κανένα υπαρκτό λόγο να το αποκρύψει ο «πηγαίος» κατηγορούμενος (Άκης Πάνου). Η περιγραφή της συνήθειας του καθαρισμού του περιστρόφου του από τον κατηγορούμενο, δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση για τον υπερασπιστή ένα γεγονός ανακοινώσιμο, κι ας αποτυπώνεται ως μια τακτική συνήθεια του, καθώς μετά από λίγες ώρες στον ίδιο χώρο ακολουθεί ο φόνος του γαμπρού του αφηγητή (Άκη Πάνου) που τον επισκέπτεται, φόνος για τον οποίο ο κάτοχος του περιστρόφου θα κατηγορηθεί και εν συνεχεία θα δικαστεί και θα καταδικαστεί. Ο καθαρισμός του περιστρόφου, καίτοι αληθινός πρέπει να αποσιωπηθεί υπερασπιστικά γιατί δύσκολα δεν θα συνδυαστεί με την μετέπειτα δολοφονία, εις τρόπον ώστε οι συνειρμοί για μια εκ προμελέτης δολοφονία να μην μπορούν να αποφευχθούν…

Ο λογοτέχνης, ελεύθερος από τέτοιους περιορισμούς οφείλει να περιγράψει αδρά, αποφεύγοντας κοινοτοπίες και κοινοτυπίες, πότε παρακάμπτοντας το αυτονόητο και πότε υπερτονίζοντας το. Οι λέξεις δεν αποκαλύπτουν μόνο την αυτονόητη αλήθεια στην οποία παραπέμπουν εννοιολογικά, αλλά οφείλουν να αποτελούν τμήματα –δοκάρια μιας κατασκευής, ντούγιες ενός βαρελιού, καλοθηλυκωμένα σανίδια στα ποδοστάματα ενός σκαριού, σύνθεση μιας πρώτης ύλης, που υφίσταται  καλοπελεκημένη και μαστορική επεξεργασία στον αθέατο ταρσανά που κοντοστέκεται στο παρασκήνιο του δημιουργού. Την απόπειρα τελειότητας θα ενισχύσουν τυχόν αρμοκάλυπτρα, (τα ξύλινα πηχάκια για την κάλυψη (κρύψιμο) των αρμών) που θα τοποθετηθούν για αισθητικούς λόγους και για λόγους στεγανοποίησης ή και θα αφαιρεθούν, όταν προφανής στόχος μπορεί να είναι ακόμα και η έκθεση της κατασκευής ή ακόμα και η παντελής αποδόμηση της ίδιας της περιγραφής από τον συγγραφέα. Η εφαπτόμενη τελειότητα –το συγγραφικό αποτέλεσμα που εν πάση περιπτώσει θα δημιουργηθεί- θα επιτρέψει τον μακρύ διάπλου, την στερεή και ασφαλή φύλαξη του περιεχομένου και την διατήρηση της σχέσης ύλης (– θέματος) -αναγνώστη ως το τέλος που προδιαγράφεται από την αφηγηματική ροή.

Η περιγραφή του συγγραφέα υπηρετεί τον ίδιο σκοπό με του υπερασπιστή ∙ την υπεράσπιση του ήρωα και  των δημιουργημένων πράξεων του. Η πένα του συγγραφέα αποτελεί τον μεγεθυντικό φακό του. Φωτίζει πάνω από τις σκαλωσιές και κατευθύνει τις υπαγορευμένες από τον υπό κατασκευή εσωτερικό κόσμο και τις εξωτερικές συνθήκες του ήρωα του πράξεις, υπερασπιζόμενος την οικοδόμηση μιας πειστικής μυθιστορηματικής περσόνας. Ακόμα και η απόσταση από τα πράγματα υπηρετεί μόνο την ανάδειξη των εσωτερικών χαρακτηριστικών του ήρωα –του βλέμματος του και δεν καθορίζεται από αναγκαιότητες υπερασπιστικού τύπου, καθώς το βάρος της χρονικής ή ιστορικής ροής παραμένει ρευστό.

Μονολογεί ο Μερσώ στον Ξένο του Καμύ: «Είναι πάντα ενδιαφέρον ν’ ακούς να μιλούν για τον εαυτό σου ακόμα κι αν βρίσκεσαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όσο κρατούσαν οι αγορεύσεις του δικηγόρου μου και του εισαγγελέα μπορώ να πω ότι ακούστηκαν  περισσότερα για μένα παρά για το έγκλημα μου …Ήταν σαν να έκαναν τη δίκη χωρίς εμένα… Πότε πότε ήθελα να διακόψω και να πω: «Μα δε μου λέτε, ποιος είναι ο κατηγορούμενος εδώ; Είναι σημαντικό να είσαι κατηγορούμενος. Κι εγώ έχω κάτι να πω»,[6]

Η διανοητική «ωμότητα», που απαγορεύεται στον γραπτό υπερασπιστικό λόγο και αποτελεί εξαίρεση, που συνήθως αποφεύγεται στην προφορική αγόρευση του δικηγόρου– αναδεικνύεται σε συγγραφικό προτέρημα, ενταγμένη στο μυθιστορηματικό πλαίσιο: «Εγώ πρόσεχα κι άκουσα ότι με έκριναν έξυπνο. Αλλά δεν καταλάβαινα με ποιο τρόπο τα προτερήματα ενός κανονικού ανθρώπου γίνονταν συντριπτικές κατηγορίες ενάντια σ’ έναν ένοχο»[7]μονολογεί ο Μερσώ -Καμύ.

Η «λεπτομέρεια» αποκτά άλλο νόημα στους δυο κόσμους. Αν και δεν γνωρίζω με τι καιρό διεξήχθη η δική μας δίκη της χούντας, η εν εξελίξει δίκη του Μερσώ έχει τις δικές της συνθήκες, καθώς μας τις αποκαλύπτει ο δικαζόμενος μονολογώντας: «Οι ένορκοι θα έπαιρναν την απόφαση τους …Η ζέστη μεγάλωνε κι έβλεπα όλο τον κόσμο ν’ αερίζεται μ’ εφημερίδες. Ακουγόταν συνέχεια ένας θόρυβος από χαρτί που τσαλακώνει…»[8]

Ακόμα και τα ονειροπόλα σχέδια και οι παντελώς απραγματοποίητες σκέψεις έχουν την αξία τους για να κατατεθούν. Ο ετοιμοθάνατος Μερσώ, που αρνείται τρις τον εφημέριο της φυλακής να τον εξομολογήσει πριν την εκτέλεση δικαιούται να ονειροπολεί: «Αν κάποτε έβγαινα από τη φυλακή θα πήγαινα να δω όλες τις εκτελέσεις…»[9]
Κι οι «αισθήσεις» αποκτούν τη δική τους υπερφυσική σχεδόν διάσταση: « Και τ’ αυτιά του εβούιζαν και τα μάτια του δεν έβλεπαν ξάστερα κι η ζάλη του όλο εμεγάλωνε κι έμοιαζε σαν μια άσκημη μέθη, που του σκότιζε τη σκέψη, του σύγχυζε όλες τις ιδέες …κι εξύπνησε μόνο μια στιγμή για ν’ ακούσει να μανταλώνεται απ’ όξω η μικρή πόρτα του κελιού και να στρίζει  φοβερά το μεγάλο κλειδί στη βαρειά κλειδαριά της. Κι εκείνο το στρίξιμο του ξαναρχόταν αδιάκοπα στ’ αυτιά, κι ένα βαρύ χέρι του ‘σφιγγε την καρδιά…[10]», Κωνσταντίνου Θεοτόκη Κατάδικος, Αθήνα 1922.

«Άθελα του» τον τοποθετώ να σχολιάζει μονολογώντας την κατάσταση του κατάδικου Τουρκόγιαννου ο προς εκτέλεση κατάδικος Μερσώ: «Ποτέ τ’ αυτί (μου) δεν έπιασε τόσους θορύβους, δεν ξεχώρισε ήχους τόσο λεπτούς…»[11] και καθώς ο Καμύ(γεν. 1913) ήταν μόλις 6 ετών όταν ο Κ. Θεοτόκης έγραψε το 1919 τον Κατάδικο του, προφανώς και δεν συναντήθηκαν ποτέ…

Κι ο «κοινωνικός περίγυρος» φωτίζεται καλύτερα μέσα στο μαγαζί του ήρωα Κοκόλη από τον εσωτερικό φακό που τοποθετεί στον ήρωα του ο νομικός και συγγραφέας Σπύρος Πλασκοβίτης στην μυθιστορηματική Πόλη του[12]: «Το μαγαζί του ένα σκοτεινό μαγαζί κοντά στην πιάτσα –πουλά παλιοσίδερα. Το ανοίγεις χαράματα, το αμπαρώνεις νύχτα. Δε γνωρίζει η ψυχή σου ώρα αργίας, δε μιλάς κανενός. Σ’ ένα χοντρό σακούλι έχεις παραχώσει τη φωνή σου. Και την ελπίδα σου δεν την ξέρει άλλη ψυχή. Κουβαλάς κάθε βράδυ το σακούλι σου στο χέρι. Είσαι ένας νόμιμος κάτοικος σε αυτή την πόλη, κι αυτό είν’ όλο. Νόμιμος, δηλαδή νεκρός. Δεν πάσχεις, δεν υποφέρεις για τη νομιμότητα σου, αρκείσαι μοναχά…». Ακούγεται ενδιαφέρον ο νομικός Πλασκοβίτης να παρομοιάζει την νομιμότητα με τη νέκρα…

Και η ακουσμένη «ιστορία» – αποτελεί η ίδια την αυταξία της αφήγησης: «Ιστορία δίχως πήδηγμα και δίχως κάναν κώλο … βαρετά πράματα, γκρίνιαξε ο Τρύφωνας»,[13] στο Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα (1979) του Στρατή Χαβιαρά.

Και η δικαστική περιγραφή απογειώνεται πετώντας πάνω στις αφαιρετικές αφηγηματικές δάφνες του Πλασκοβίτη, Πόλη[14]: «Το φονικό ξεχάστηκε μα όχι ολότελα. Άργησε η δίκη και δε θυμάμαι για ποιο λόγο σηκώθηκε μεγάλη συζήτηση γύρω από τους ενόρκους. Θυμάμαι όμως το σύμπλεγμα τους στη φωτογραφία –όλοι ντυμένοι στα μαύρα, κολλητά ο ένας με τον άλλον, και τα μουστάκια τους μια σειρά περισπωμένες, στο κεντρικό μας φωτογραφείο του Γκρίσπη. Κι αυτό ονομαζόταν «θάνατος»- καταδίκη σε θάνατο!»

Κι ο «επίλογος», η περιγραφή του τέλους, η ίδια η τιμώρηση δεν μπορεί να είναι ποτέ μια απλή μεταφορά γεγονότων –μια παράγραφος δικογράφου, που έχει ολοκληρώσει άλλωστε τον ιστορικό του ρόλο και χρόνο πολύ πριν την αγόρευση, το πέρας της δίκης και την αναγγελία της ποινής.

Το βάρος του δείκτη ξεφεύγει απ’ τις κάνες των όπλων και του καυτού μολυβιού που ξερνούν και εστιάζεται στον λόγο του άλλου μολυβιού, αυτού της γραφής[15], και παίρνουν τον τόνο (φαρμακωμένα) λόγια, ισάξια του εγκλήματος που συντελείται στα μάτια του αναγνώστη: «Και με έρχονται στα νου τα τελευταία του λόγια τα φαρμακωμένα, καρντάση μου, κι η καρδιά μου σπαράζει τι να σε πω: «Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύσατε με καλά για να μην τυραννιέμαι».  Έπεσε ικέτης στους άντρες του αποσπάσματος.», [16]  –επίλογος του Θωμά Κοροβίνη στο μυθιστόρημα του, που αναφέρεται στην υπόθεση Αριστείδη Παγκρατίδη με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου».

Κλείνοντας τις σελίδες, ο αναγνώστης κουβαλά τις επιταγές και τις παρακαταθήκες, τα λάβαρα και τις ενοχές του ήρωα, τον δημιουργημένο θυμό, μίσος ή λατρεία του για κείνον, κι η καυτή ανάσα της γκιλοτίνας που προοριζόταν για τον κατάδικο Μερσώ μοιάζει να στέκει απειλητική πάνω στον ερεθισμένο πλην ασφαλή λαιμό του (αναγνώστη).

Οι αποτυπωμένες λέξεις, οφείλουν να εκτελέσουν και εκτελούν τις προκαθορισμένες εντολές τους, σαν ορκισμένοι αυτόχειρες, χωρίς άλλο λόγο ζωής, εκπαιδευμένες και υποταγμένες στην προκαθορισμένη μοίρα της γραφής, φέροντας την βόμβα –μήνυμα να εκραγεί μπροστά στα μάτια και το μυαλό του συναινούντος προς τούτο αναγνώστη, που στέκει βυθισμένος στον μυθιστορηματικό κόσμο που απλώνεται μπροστά του, στους δέκα πόντους απ’ τα μάτια του…

 Ο λογοτέχνης –δικηγόρος.

Κι όταν συντίθενται σε ένα πρόσωπο οι δυο ρόλοι τι γίνεται;

Κατ’ άρθρο 8, παρ. δ, του νέου κώδικα δικηγόρων (Ν. 4194/27/9/2013) επιτρέπεται στον δικηγόρο, ύστερα από έγγραφη γνωστοποίηση στο δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει  μεταξύ άλλων η συγγραφή και έκδοση βιβλίων. Συνεπώς όταν ο υπερασπιστής τυχαίνει συγγραφέας δεν διαπράττει τουλάχιστον πειθαρχική παράβαση! Άλλο βέβαια που για την ελευθερία της έκφρασης που ο κάθε συγγραφέας την παίρνει μοναχός του, δίνοντας λογαριασμό αποκλειστικά στη συνείδηση του εδώ απαιτείται έγγραφη γνωστοποίηση στον οικείο σύλλογο! Αλλά ας μην πάρουμε τον κώδικα κατά γράμμα. Πιθανώς είναι και θα παραμείνει ένας ακόμη από τους αγνοημένους νόμους της χώρας αυτής…

Περαιτέρω όμως τι συμβαίνει; Που σταματά ο υπερασπιστής κι αρχίζει ο λογοτέχνης; Ποια γραμμή- διχαστική τομή οριοθετεί –αν οριοθετεί τους χώρους μέσα στο ίδιο σώμα, στο όλον δημιουργημένο σώμα, αλλά και στο όλο πνεύμα.

Υπάρχει σίγουρα ένας πρόδηλος διχασμός της τεθειμένης προτεραιότητας, που πρέπει επειγόντως να αποκατασταθεί. Την σύνθεση προτεραιοτήτων αναλαμβάνει πότε η έλξη μιας υπόθεσης, η σοβαρότητα της, άλλοτε η αναγκαιότητα ή και η εγγύτητα της παροχής των υπερασπιστικών υπηρεσιών, πότε η ανάγκη του βιοπορισμού του δικηγόρου και πότε η επιτακτική αναγκαιότητα της συγγραφικής αλήθειας να διατυπωθεί. Στο έδρανο, στο τμήμα, στο επισκεπτήριο κρατουμένων, στο δρόμο, στην ανάπαυλα της ζωής είναι απίστευτο μερικές φορές πόση ανάγκη υπάρχει στην ίδια την ιστορία προκειμένου να ακουστεί…  Ο χρόνος και οι συνθήκες σχετικοποιούνται. Ο δικαστικός επιμελητής που παραλαμβάνει το προς επίδοση δικόγραφο μετατρέπεται σε ποδοκόπο Ερμή που αναλαμβάνει ειδική θεόπεμπτη αποστολή. ..Το μουστάκι του σκληρού δικαστή σε περισπωμένη του Πλασκοβίτη… Και το ποτάμι αίμα που αναβλύζει από το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης, μετατρέπεται σ’ ώριμο ρόδι ενός παρατεταμένου φθινοπώρου σαν κι αυτό που διανύουμε, στάζοντας ετοιμόρροπο στο κλαρί του πάνω απ’ το απλωμένο λευκό σεντόνι της αυλής. ..

Το εικοσιτετράωρο μοιάζει να μην επαρκεί. Οι μέρες μένουν λειψές και οι δυο κόσμοι γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία με τον εγκλωβισμένο -οικεία βουλήσει δικηγόρο -συγγραφέα να διαχέεται μέσα τους, τσαλαβουτώντας και διατελών σε προφανή απόγνωση στις βουλές τους. Προϋποθέσεις και όρια καταπατούνται βάναυσα… πλην η προφανής καταπόνηση προσδοκά στη γιατρειά μιας δίκης-δικαίωσης και στην ικανοποίηση της συγγραφικής αποτύπωσης. Στις δημιουργημένες σελίδες αποτυπώνεται σαν νεογέννητο ένας κόσμος που δεν υπήρξε ποτέ πριν και που αποκαλύπτεται στα μάτια του λογοτέχνη, απτός σαν ξημερώνει η άλλη μέρα ή τελειώνει η χτεσινή –δεν έχει και σημασία.

Στα προφανή οφέλη του δισυπόστατου των ρόλων η ανάδυση ενός αλλόκοτου κόσμου αλληλοβοήθειας που εμφανίζεται, καθώς μαγικά, ο ένας κόσμος αποκαλύπτεται υπηρέτης του άλλου. Η εξάσκηση της περιγραφής του συγγραφέα βοηθά τον νομικό να αποτυπώνει γρήγορα και με ενάργεια τα ιστορικά θέματα των δικογράφων, από-καθάροντας την ήρα απ’ το στάρι και η ακρίβεια και λιτότητα της νομικής επιστήμης, ασκημένη και ελεγμένη από την δια δικαστηρίων αποκάλυψη της πληρότητας της χαρίζει στον συγγραφέα χειρουργική ακρίβεια στις διατυπώσεις του, παράδειγμα που δεν αποτυπώνεται καλύτερα παρά στα γραπτά του διατελέσαντα επ’ ολίγον νομικού και συμβολαιογράφου Ονορέ ντε Μπαλζάκ[17].
Τότε ξαναβρίσκει ο μαύρος τα μπουντέλια του.. όπου τα μπουντέλια είναι οι πάσσαλοι στήριξης του σκάφους όταν αυτό βρίσκεται στην ξηρά….
Και η ισορροπία εγγυάται νέες δίκες και πιθανώς νέα βιβλία…

Δεν ξέρω αν στην περίπτωση μας, της δικηγορίας ισχύει αυτό που έλεγε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς για την διχοστασία του ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία: «Σε όλη μου τη ζωή έκανα δυο μεροκάματα. Ένα για να βιοποριστώ κι ένα για να υπηρετώ την τέχνη»[18]

Μένει ν’ αποδειχθεί πάντως αν ο δικηγόρος- λογοτέχνης επιλέγει να ζήσει κάνοντας δυο μεροκάματα ή ζει χορεύοντας ανάμεσα σε δυο μουσικές…

 

[1] Εισήγηση του συγγραφέα και δικηγόρου στην ημερίδα που διοργάνωσε στις 7-11-2013 ο Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης και η  Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας με θέμα «Δικόγραφο και λογοτεχνία: Η τέχνη της πειθούς, η τέχνη της αφήγησης», στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Συμμετείχαν με ομιλίες τους οι Βασίλης Γκουρογιάννης, Βασίλης Κουνέλης, Θωμάς Σκάσσης, Γιώργος Συμπάρδης, Αλέξης Πανσέληνος, Γιώργος Καραβοκύρης, υπό την Προεδρία του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου.
[2] Που λειτουργούσε υπό την διεύθυνση του Δώρη Μπακόπουλου
[3] Αλέξανδρος Κατσαντώνης. (1927-2013) Κορυφαίος δικηγόρος -ποινικολόγος και καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
[4] Geoffry Hill, 1932
[5] Από προφορική αφήγηση του στενού φίλου του Άκη Πάνου Στέλιου Ελληνιάδη στον υπογράφοντα την 28/10/2013 στο Κάψια Αρκαδίας
[6] ΞΕΝΟΣ  του Α.CAMY (ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, 1957), σελ. 89 μετάφραση Τζούλιας Τσακίρη, εκδόσεις Διόνυσος.
[7]  Σελ. 91
[8] Σελ.  78
[9] Σελ. 100
[10] ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Αθήνα 1922, σελ. 87
[11] Σελ. 102
[12] Σπύρου Πλασκοβίτη(1917-2000), ΠΟΛΗ Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979, σελ. 65
[13]  «Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα» (πρώτη έκδοση 1979) του Στρατή Χαβιαρά, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σελ.111
[14] Σελ. 69
[15] Όπως το λέει η Άλκη Ζέη: Με μολύβι φάμπερ ν. 2
[16] Σελ. 209, Θ. ΚΟΡΟΒΙΝΗ Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, εκδ. ΑΓΡΑ 2011
[17] Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Honoré de Balzac, 20 Μαΐου 1799 – 18 Αυγούστου 1850) κορυφαίος Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
[18] ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τχ1859, σελ. 368 Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κατερίνας Ευαγγελάκου, «Το καναρίνι των ανθρακωρύχων»

ΠΗΓΗ: www.oanagnostis.gr