Πριν από λίγες ημέρες ψηφίζονταν στο θερινό τμήμα της Βουλής τα ρυθμιστικά σχέδια Αθήνας και Θεσσαλονίκης και η αξιωματική αντιπολίτευση είχε καταθέσει τροπολογία προκειμένου να περιληφθεί πρόβλεψη για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίων στις δύο μεγάλες πόλεις. Δυστυχώς η τροπολογία απερρίφθη και εν συνεχεία οι Δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης με κοινή τους δήλωση ζήτησαν να καλυφθεί το κενό, ενώ ο αρμόδιος Υπουργός Περιβάλλοντος απάντησε ότι σύντομα θα έρθει νέα τροπολογία, από την κυβέρνηση αυτή τη φορά, χωρίς πάντως να εξηγεί γιατί απορρίφθηκε η προηγούμενη.

Ads

Για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε ότι στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν νόμοι, οι οποίοι στην ουσία θεσπίζονται για τα μάτια του κόσμου, ίσως και της «πολιτισμένης Δύσης», αλλά παραμένουν ανενεργοί στην «καθ’ημάς Ανατολή». Ήδη από το 2006 έχει ψηφιστεί νόμος (3448, αρ.35, ΦΕΚ Α΄57, 15/3/2006) που επιτρέπει την καύση νεκρών στην Ελλάδα. Το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα υπογράφηκε τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα (ΠΔ31, ΦΕΚ Α΄49, 23/3/2009), ενώ η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση το 2010 (ΦΕΚ Β΄ 745, 31/5/2010). Από τότε πέρασαν άλλα τέσσερα χρόνια και ακόμα δεν υπάρχει αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα. Κατά καιρούς, το 2011 και στις αρχές του 2014, έγιναν ορισμένες προσπάθειες για δημιουργία αποτεφρωτηρίου στο Δήμο Μαρκοπούλου και στο Δήμο Βόλου, αλλά η κατασκευή του προκαλεί αντιδράσεις.

Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Μαρκόπουλου η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν άμεση και αποτελεσματική καθώς η αρχική θετική απόφαση τελικά αναιρέθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η αντιπολίτευση του Δήμου μεταξύ των επιχειρημάτων της υποστήριζε ότι ορισμένοι ήδη αποκαλούν το Δήμο «Άουσβιτς» και «κρεματόριο», γεγονός δυσφημιστικό για την περιοχή τους, όπως θεωρούσαν. Στην περίπτωση του Μαρκόπουλου μάλιστα ο επιχώριος Μητροπολίτης με σχετική εγκύκλιό του υπογράμμιζε «ότι η δημιουργία τέτοιων χώρων έχει πλέον νομικά αποφασισθεί και ρυθμισθεί, οπότε περιττεύει κάθε πρωτοβουλία παρεμπόδισης ή και δημόσιας κριτικής τέτοιων αποφάσεων» (εγκύκλιος 68η, 8/12/2011), υποννοώντας ότι πολύ θα ήθελε να παρεμποδίσει τέτοιου είδους αποφάσεις.Βέβαια, με βάση τα αποτελέσματα, την ακύρωση της προηγούμενης απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, φαίνεται ότι εν τέλει μπορεί να υπάρξει και κριτική και παρεμπόδιση.

Είναι πασιφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τάσσεται κατά της αποτέφρωσης και αποτελεί τον κυριότερο αντίπαλο στην προσπάθεια εφαρμογής του υπάρχοντος νομικού πλαισίου. Διατηρώντας το προνόμιο και την ίδια στιγμή το μονοπώλιο να αποφασίζει η ίδια για το τι είναι θεολογικά και κοινωνικά ορθό και επιχειρηματολογώντας ότι η ταφή αποτελεί εκκλησιαστική παράδοση, αρνείται εμφανώς ή παρασκηνιακά τη δυνατότητα καύσης σε όλους τους Έλληνες πολίτες, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα μόνο στους ετερόθρησκους και τους ετερόδοξους (Εγκύκλιος 2734, 27/3/2002 και Δελτίο Τύπου 12/5/2010). Άλλωστε αναφέρεται ρητά στο ανωτέρω δελτίο τύπου: «Η Εκκλησία γνωρίζει και συνιστά ως μοναδικό τρόπο αποσυνθέσεως του νεκρού σώματος την ταφή σύμφωνα με την αγία διδασκαλία της και την από αιώνων παράδοσή της».

Ads

Βέβαια, πλην της παράδοσης και του εθίμου της ταφής δεν υπάρχει καμία βιβλική αναφορά, η οποία να απαγορεύει ρητά την καύση και να επιβάλει την ταφή των νεκρών σωμάτων, παρά μόνο το σεβασμό στον νεκρό. Παρά ταύτα η Εκκλησία επιμένει να ασκεί τη βιοπολιτική της πάνω στο ανθρώπινο σώμα επιβάλλοντας την ταφή και εμποδίζοντας την καύση. Ας σημειώθει ότι η Εκκλησία ποτέ δεν απάντησε πειστικά στο ερώτημα εάν θα σωθεί μετά θάνατον, εκείνος που θα αποτεφρωθεί εξ ατυχήματοςή εάν θα αναστηθεί και πώς; Ούτε τι συνέβη με τους μάρτυρες των πρωτοχριστιανικών χρόνων που μπορεί να τους κατασπάραζαν τα θηρία και να μην έμενε τίποτα από τα σώματά τους για να ταφούν. Όσο απλοϊκά και αν φαντάζουν αυτά τα ερωτήματα, αποδεικνύουν ότι πίσω από το έθιμο της ταφής βρίσκεται η επιθυμία άσκησης ελέγχου εκ μέρους της Εκκλησίας πάνω στα ανθρώπινα σώματα και επιπλέον η επιθυμία επιβολής των απόψεων της στην κοινωνία και στο κράτος, θεμελιώδες χαρακτηριστικό του εκκλησιαστικού θεσμού ανέκαθεν, αλλά ενδεχομένως και οικονομικά οφέλη.

Η αποτέφρωση (πρέπει να)αποτελεί δικαίωμα του ανθρώπου, το οποίο οφείλει να αποδεχτεί η Εκκλησία και να μην θέτει εμπόδια στην εφαρμογή του σχετικού νόμου. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί αυτή η απραξία οχτώ ετών ήδη; Κανείς από την άλλη μεριά δεν επιτρέπεται να επιβάλει την αποτέφρωση σε όλους υποχρεωτικά, όπως έχει υποστηριχθεί από την Εκκλησία. Το μόνο που ζητείται είναι να μπορούν όσοι το επιθυμούν να αποτεφρώνονται στον τόπο τους και να μην μεταβαίνουν στο εξωτερικό και αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να επιβάλει τη δημιουργία αποτεφρωτηρίων και την απρόσκοπτη λειτουργία τους, όχι την αποτέφρωση καθεαυτήν. Δυστυχώς, όμως, πρόκειται για άλλο ένα σύμπτωμα της στενής σχέσης πολιτικής και θρησκείας στην Ελλάδα, καθώς αποδεικνύεται ότι ακόμα κι αν υπάρξει χωρισμός κράτους και Εκκλησίας, ακόμα κι αν θεσπίζονται νόμοι προς την κατεύθυνση αυτή, παραμένουν κενό γράμμα, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο από μια νομική σχέση, το οποίο και πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο ιδεολογίας, νοήματος και καθημερινής πρακτικής. 

Από την άλλη μεριά, αν η Εκκλησία επιθυμεί να εμφανίζεται τόσο σκληρή έναντι των Ορθοδόξων πιστών της, οι οποίοι ίσως να προτιμούν να καούν στην πυρά του αποτεφρωτήρα, τότε προφανώς διατηρεί το θεσμικό της δικαίωμα να τους επιβάλει την καύση στο πυρ της κολάσεως αντιμετωπίζοντάς τους ως μη «καλούς χριστιανούς», εφόσον η ίδια κατέχει την απόλυτη αλήθεια, η οποία είναι αδιαπραγμάτευτη. Ας μην παρεμποδίζει, όμως, τους υπολοίπους, να ακολουθήσουν την πραγματικά τελευταία τους επιθυμία. Εξάλλου ποιος εν κατακλείδι αποφασίζει ποιος θα πάει στον παράδεισο ή στην κόλαση; Ο επιχώριος Μητροπολίτης, ο Αρχιεπίσκοπος ή μήπως ο θεός; Διότι μάλλον κάποιοι τον έχουνολοκληρωτικά υποκαταστήσει…