Τον Ιούνιο του 1966, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωσε την ιστορική ετυμηγορία του για την υπόθεση Μιράντα εναντίον Αριζόνα. Σε αυτή την απόφαση στηρίζεται η γνωστή προειδοποίηση που απευθύνει έκτοτε η αμερικανική αστυνομία όταν συλλαμβάνει υπόπτους: «Έχεις το δικαίωμα να σιωπήσεις. Ο,τιδήποτε πεις μπορεί να (και θα) χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο δικαστήριο».

Ads

Η υπόθεση Μιράντα έχει ενδιαφέρον. Τον Μάρτιο του 1963, μια δεκαοχτάχρονη από τον Φοίνικα της Αριζόνα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι βιάστηκε. Το θύμα περιέγραψε με ακρίβεια το αυτοκίνητο του δράστη, οδηγώντας τις αρχές στον Ερνέστο Μιράντα, που είχε ιστορικό ηδονοβλεψία. Ο ύποπτος ομολόγησε, αλλά ανακάλεσε την ομολογία του όταν πληροφορήθηκε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να πει ο,τιδήποτε σχετικό με την υπόθεση στην ανάκριση.

Ακολούθησε δίκη, στην οποία ο Μιράντα καταδικάστηκε. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή, η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών εξέτασε την περίπτωσή του και έκρινε ότι η ομολογία που είχε αποσπαστεί από την αστυνομία ήταν προϊόν ψυχολογικής βίας. Εν μέσω αντιδράσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, αλλά ο Μιράντα καταδικάστηκε στην επαναληπτική δίκη και έμεινε στη φυλακή μέχρι το 1972. Το 1976 δολοφονήθηκε σε ένα μπαρ μετά από καυγά στα χαρτιά.

Το «Δικαίωμα Μιράντα» (Miranda Right) αποτελεί σταθμό στα νομικά χρονικά, αλλά μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα: σε κάθε περίσταση, έχει κανείς το δικαίωμα να προφυλάξει τον εαυτό του σιωπώντας• όμως, η σιωπή δεν εξασφαλίζει προστασία όταν υπάρχουν τεκμήρια.

Ads

Η μικρή εισαγωγή έχει εν προκειμένω τη σημασία της. Την περασμένη Κυριακή ολοκληρώθηκε η συνεδριακή διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Στην πρώτη φάση, το συνέδριο αποφάσισε με πλειοψηφία τριών τετάρτων να εγκρίνει την απευθείας εκλογή του προέδρου και της κεντρικής επιτροπής από τα μέλη του κόμματος. Στη δεύτερη φάση, η επιλογή αυτή, που ήταν ο καταλύτης για μια αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης και όχι μια απλή τροποποίηση του καταστατικού, αποκωδικοποιήθηκε και αποτυπώθηκε σε μια καινούργια ανθρωπογεωγραφία. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας είναι πλέον datum, καθοριστικά και τελεσίδικα.

Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί τον μετασχηματισμό ενός αντισυστημικού κόμματος, που γιγαντώθηκε μέσα στο κίνημα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας και κέρδισε τρεις διαδοχικές αναμετρήσεις «εν καιρώ πολέμου». Φιλοδοξώντας να παίξει τον ρόλο μιας ευρύτερης Παράταξης «εν καιρώ ειρήνης», ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται τώρα σε ένα καθ’ όλα συστημικό κόμμα. Όλο αυτό συνοδεύεται βέβαια και από μια αλλαγή της κομματικής κουλτούρας, δείγμα της οποίας πήραμε ήδη στις εσωκομματικές εκλογές.

Η σύνθεση της νέας κεντρικής επιτροπής αποτυπώνει αυτές ακριβώς τις αλλαγές. Χώρος για «δράμα» δεν υπάρχει. Όσοι πιστεύουν στο εγχείρημα θα συνεχίσουν μαζί και όσοι όχι θα αναζητήσουν άλλη πολιτική στέγη ή θα πάνε σπίτι τους. «Το πρόβατο που φεύγει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος», έλεγε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα δόντια του τσοπανόσκυλου και τα δόντια του λύκου είναι το ίδιο κοφτερά.

Υπάρχουν δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες «φαίνεται» η αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μία, αυτό το κόμμα δεν θα μπορούσε για πολύ να αποτελεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία, να παραμένει δηλαδή ριζοσπαστικό και ασυμβίβαστο, ενώ θα είναι ταυτόχρονα «κυβερνητικό» και προσιτό σε συμμάχους. Ριζοσπάστες ξεκίνησαν και οι Πράσινοι στη Γερμανία, αλλά ιδού που βρέθηκαν μέχρι να γίνουν κυβερνητική δύναμη.

Με μια άλλη όμως λογική, το  κύριο για τα αριστερά κόμματα δεν ήταν ποτέ η «κυβερνησιμότητα», αλλά ο καταλυτικός ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν στην αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών. Άλλο λοιπόν το κόμμα-μέτωπο (ή το κόμμα-παράταξη) και άλλο το κόμμα-καταλύτης.

Το πραγματικό πρόβλημα που δημιουργείται με την αλλαγή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ υπερβαίνει κατά πολύ μια προηγούμενη συζήτηση περί «αρχηγοκεντρικού» μοντέλου. Άλλο είναι το πολιτικά ουσιώδες. Για πολλές γενιές αριστερών, η διαιρετική τομή Αριστεράς-Δεξιάς δεν βρισκόταν τόσο ανάμεσα στην αναπτυγμένη, πλουραλιστική δημοκρατία που επαγγελλόταν η πρώτη και την «ανάπηρη» δημοκρατία που προσέφερε η δεύτερη, δηλαδή στο επίπεδο των θεσμών. Η διχοτομία εντοπιζόταν κυρίως στη σχέση συλλογικού-ατομικού και δημόσιου-ιδιωτικού, δηλαδή στην σφαίρα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Φοβάμαι (κι ελπίζω!) ότι αυτό το ερώτημα επανέρχεται δριμύτερο και επικαιροποιημένο.

Σε ένα λιγότερο θεωρητικό επίπεδο, οι ευθύνες της νέας συλλογικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία φαίνεται να είναι συγκεκριμένες. Η αλλαγή πορείας έγινε με τα μάτια στραμμένα στις κάλπες, γιατί υιοθετήθηκε η αρχή ότι «οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο». Αν ο νέος ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει όντως τις εκλογές, εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα μια εποχή βιώσιμων συμμαχικών κυβερνήσεων και αλλάζοντας την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, όσοι πρωτοστάτησαν στον μετασχηματισμό του θα πιστωθούν την επιτυχία του εγχειρήματος. Αν όμως κάτι απ’ όλα αυτά δεν συμβεί, όλοι, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, θα είναι υπόλογοι στους εντολείς τους. Η σιωπή και το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» δεν πρόκειται να προστατεύσουν κανέναν.

Ένα παλιό τραγούδι συμβουλεύει «λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά». Η συμβουλή αυτή είναι χρυσή, αλλά το νόημά της εξαρτάται απόλυτα από το τι ακριβώς λέει και τι πράττει κανείς -και πότε. Όσο κι αν μοιάζουν στο συμβολικό επίπεδο, οι κάλπες που στήθηκαν στις 15 Μαΐου δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις κάλπες των εθνικών εκλογών. Και, δυστυχώς, το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που εκφωνήθηκε με τόση έμφαση στο συνέδριο, δεν έχει (λογικό) μέσο όρο.