Σήμερα θα ασχοληθούμε με έναν όρο που αποτελείται από δυο λέξεις, που ακούγεται πάρα πολύ τους τελευταίους μήνες, έναν όρο που μπήκε ορμητικά –και όχι για καλό– στη ζωή μας και επηρεάζει όχι λίγο την καθημερινότητά μας αλλά που δεν θα τον βρείτε σε κανένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας, και τούτο για τον απλό λόγο ότι πρόκειται για όρο της αγγλικής γλώσσας που μπήκε στα ελληνικά ατελώνιστος, εννοώ ως αμεταγλώττιστο, ασυμμόρφωτο δάνειο.

Ads

Θα το καταλάβατε, εννοώ τα «κάπιταλ κοντρόλς», που προτιμώ να τα γράφω με ελληνικά, αφού ελληνικό κείμενο γράφω, και δεν τα προφέρω όπως οι Αμερικανοί ή οι Άγγλοι, ώστε να τα γράψω capital controls — αλλά αναγνωρίζω πως σχεδόν όλοι γράφουν τον όρο με λατινικά.

Έχουμε βέβαια τον αντίστοιχο ελληνικό όρο στην τραπεζική ορολογία: κεφαλαιακοί έλεγχοι. Ωστόσο, για έναν περίεργο λόγο, ενώ ο ελληνικός όρος υπήρχε, κι ενώ χρησιμοποιείται κι αυτός, πρώτα τα μέσα ενημέρωσης και μετά το ευρύ κοινό υιοθέτησαν τον ξένο όρο· φαίνεται να μας αγγίζει πιο άμεσα από τον ελληνικό, που αντηχεί κάπως ψυχρός και του γραφείου (ίσως να φταίει το «κεφαλαιακός»). Και να επισημάνουμε ότι χρησιμοποιούμε το ουδέτερο γένος, ΤΑ κάπιταλ κοντρόλς, κάτι που συμβαίνει και με άλλα ξένα δάνεια, και όχι αρσενικό παρόλο που πρόκειται για ελέγχους, ενώ επίσης οι περισσότεροι βάζουν και τον αγγλικό πληθυντικό, αν και κανονικά τα ξένα δάνεια μένουν άκλιτα στη γλώσσα μας.

Θα λεξιλογήσουμε λοιπόν για την ξένη λέξη capital, που όμως έχει αιμοδοτήσει αρκετά και τη γλώσσα μας, αλλά και που έχει μεγάλο βάρος για την αριστερά, αφού όλοι μας έχουμε ως σημείο αναφοράς σε εκείνον τον γενειοφόρο Γερμανοεβραίο, που μοχθώντας κλεισμένος στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου έγραψε το μνημειώδες έργο του, που το τιτλοφόρησε Das Kapital (Το Κεφάλαιο), στο οποίο ανέλυε επιστημονικά τον καπιταλισμό, για να δείξει τον δρόμο προς την ανατροπή του.

Ads

Η αγγλική λέξη ανάγεται στα λατινικά, όπου caput είναι η κεφαλή και capitalis ο κεφαλικός, αρχικά για την ποινή του θανάτου, που μετά πήρε τη σημασία του βασικού, του κυριότερου· από εκεί, ίσως μέσω του ιταλικού capitale, αφού οι τράπεζες στην Ιταλία πρωτοφάνηκαν, η γαλλική λέξη capital για το τμήμα εκείνο της περιουσίας που παράγει τόκους ή για το βασικό τμήμα ενός χρέους, χωρίς τους τόκους, δηλαδή για το κεφάλαιο. Από εκεί και η λέξη capitaliste, στα γαλλικά (αν και καταγράφεται πρώτα η αντίστοιχη γερμανική) για τον κάτοχο κεφαλαίων, που ήδη από τον καιρό της γαλλικής επανάστασης χρησιμοποιήθηκε και μειωτικά, τον καπιταλιστή, και η λέξη capitalisme για το σύστημα που ευνοεί τους καπιταλιστές, τον καπιταλισμό, που αποδόθηκαν και στη γλώσσα μας ως κεφαλαιοκράτης, κεφαλαιοκρατία, αν και συνήθως χρησιμοποιούμε τους δάνειους όρους.

Είχαμε και τη λέξη «καπιτάλι» στη λαϊκή μας γλώσσα, συχνά στον πληθυντικό, για τα κεφάλαια κάποιου, ενώ στην παρατραπεζική (τοκογλυφική ουσιαστικά) λαϊκή ορολογία το κεφάλαιο ενός δανείου λεγόταν «κεφάλι» — «το διάφορο κεφάλι» είναι η δυσοίωνη φράση στον Παπαδιαμάντη για την κεφαλαιοποίηση των τόκων, που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην υποδούλωση του αγρότη δανειολήπτη.

Από την ίδια ρίζα, το λατινικό caput, έχουμε κάμποσες ακόμα λέξεις στη γλώσσα μας, που θα τις αναφέρω επιγραμματικά γιατί αλλιώς θα χρειαζόμουν ολόκληρο άρθρο: τον καπετάνιο (ο επικεφαλής δηλαδή, από το βενετ. capetano, και όχι από το βυζαντινό αξίωμα ο κατεπάνω, όπως πιστεύαμε παλιότερα), την κάπα (από το λατινικό cappa, είδος κουκούλας), από την ίδια λέξη το καπάρο, αλλά και το καπό της μηχανής του αυτοκινήτου, τον καπουτσίνο (επειδή οι μοναχοί αυτοί φορούσαν μια κουκούλα που λεγόταν cappuccio, και αργότερα ονομάστηκε έτσι ένα αφέψημα με καφέ, από την ομοιότητα με το χρώμα του ράσου των μοναχών). Επίσης, στην ίδια οικογένεια ανήκει ο κάβος, αλλά και το καπιτονέ ύφασμα, όπως και το καπέλο με όλα του τα παράγωγα.

Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι είναι από τα πράγματα που εύκολα έρχονται και δύσκολα φεύγουν· αν και τώρα είναι χαλαρότεροι απ’ ό,τι στην αρχή που επιβλήθηκαν, δεν παύουν να βαραίνουν, ιδίως τις επιχειρήσεις αλλά και ορισμένες κατηγορίες ιδιωτών. Κι όμως, παρά τον βραχνά των κάπιταλ κοντρόλς, ο ελληνικός λαός έδειξε εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα, τόσο στο δημοψήφισμα όσο και στις πρόσφατες εκλογές — εμπιστοσύνη που ήταν και απόρριψη του παλαιοκομματικού κατεστημένου. Μακάρι να φανεί η νέα ελληνική κυβέρνηση άξια αυτής της εμπιστοσύνης.

* Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στo www.sarantakos.com

Ενθέματα