Κάθε φορά που γίνεται ένα ειδεχθές έγκλημα, ειδικά σεξουαλικής φύσης, όλη η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται γύρω από την αυστηροποίηση των ποινών, την επαναφορά της θανατικής ποινής και άλλες ευφάνταστες εμπνεύσεις όπως χημικούς ευνουχισμούς των δραστών κλπ κλπ. Φυσικά είναι κατανοητή η αντίδραση του θυμικού στην κακοποίηση ενός ανυπεράσπιστου πλάσματος με τρόπο που θα το τραυματίσει ανεπανόρθωτα και θα το σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του.

Ads

Είναι όμως η εκδίκηση το μόνο ή έστω το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία για αυτά τα εγκλήματα; Τι γίνεται με τη φροντίδα των θυμάτων; Υπάρχει τρόπος να τα βοηθήσουμε να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά από ένα τέτοιο τραύμα;

Στην Ελλάδα υπάρχει μέριμνα από το κράτος όσον αφορά τα παιδιά και τους εφήβους, με παροχές από τα ασφαλιστικά ταμεία όσον αφορά την ψυχιατρική και ψυχολογική τους παρακολούθηση ακόμα και σε ιδιωτικά πλαίσια. Ταυτόχρονα υπάρχουν οι δημόσιες δομές που παρέχουν δωρεάν υποστήριξη, συχνά με αρκετούς περιορισμούς σε διαθεσιμότητα και χρόνο.

Στην Αθήνα, το παιδοψυχιατρικό τμήμα του «Αγία Σοφία», του «Παίδων Πεντέλης», του Σισμανογλείου, το τμήμα εφήβων του «Γ. Γεννηματάς», κέντρα ψυχικής υγείας όπως και πολλές ιδιωτικές δομές, παρέχουν ένα πλαίσιο στο οποίο μπορεί κανείς να απευθυνθεί και να λάβει βοήθεια επαρκή επιστημονικά και για σημαντικό χρονικό διάστημα. Η εικόνα δυστυχώς γίνεται σκοτεινότερη όσο μετακινούμαστε προς την επαρχία. Σημαντική ανεπάρκεια δομών σε θεσμικό επίπεδο και επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού καθιστούν συχνά τη λήψη βοήθειας πολύ δύσκολη. Και βρισκόμαστε ακόμα στα καλά νέα.

Ads

Δυστυχώς όταν κανείς ενηλικιωθεί η εικόνα αλλάζει. Δεν υπάρχει καμία κρατική παροχή για να λάβει ένας ενήλικας ψυχοθεραπεία ιδιωτικά. Η μόνη λύση για κάποιον που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να επωμιστεί το κόστος μιας ψυχοθεραπείας ιδιωτικά, είναι οι δημόσιες δομές υγείας, τα κέντρα ψυχικής υγείας και τα νοσοκομεία. Εκεί όμως η καλύτερη δυνατότητα που υπάρχει (πολλές φορές μετά από σημαντική αναμονή) είναι παρακολούθηση ορισμένου χρονικού διαστήματος και όχι μια μακροχρόνια θεραπεία ανοιχτού τέλους, όπως συχνά έχουν ανάγκη οι βαριά τραυματισμένοι συνάνθρωποι μας.

Ταυτόχρονα, ο τρόπος στελέχωσης των δομών αυτών έχει σαν συνέπεια τη συχνή αλλαγή ψυχιάτρων, κάτι που είναι σημαντικά διαταρακτικό στην παρακολούθηση ανθρώπων που έχουν σοβαρές ανάγκες.

Τι συμβαίνει τώρα αν ένα από αυτά τα τραυματισμένα άτομα δυσκολευτεί σημαντικά με την ψυχική του υγεία και δεν μπορέσει να εργαστεί; Θα περάσει από μία επιτροπή αξιολόγησης αναπηρίας. Οι οδηγίες που έχουν αυτή τη στιγμή οι επιτροπές αυτές δεν περιλαμβάνουν τα προβλήματα που απορρέουν από μια τέτοια κακοποίηση -τα οποία δεν εντάσσονται στις «θορυβώδεις» διαγνώσεις όπως ας πούμε η σχιζοφρένεια- στις αιτίες για παροχή επαρκούς ποσοστού αναπηρίας, το οποίο σημαίνει ότι θα λάβει ένα μικρό ποσοστό αναπηρίας που δε θα επαρκεί ώστε να λάβει επίδομα.

Αλλά ακόμα και αν είναι τυχερό και η επιτροπή κατανοήσει το μέγεθος των δυσκολιών του και του χορηγήσει το πολυπόθητο 67%, το επίδομα το οποίο θα λάβει θα είναι ελάχιστο. Τα χρήματα που δίνουμε σαν κοινωνία σε ανθρώπους στους οποίους αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούν για λόγους υγείας -ψυχικής η σωματικής- να εργαστούν, είναι πολύ χαμηλότερα από το ποσό με το οποίο μπορεί κανείς να ζήσει έστω και σε συνθήκες βαθιάς φτώχειας. Επιπλέον τους υποχρεώνουμε εξευτελιστικά να περνούν την ίδια διαδικασία κάθε δύο χρόνια για να ανανεώνουν αυτή την ελάχιστη στήριξη.

Αν δε ένα από αυτά τα άτομα καταφέρει να εργαστεί για κάποια χρόνια, αλλά κάποια στιγμή οι δυσκολίες του το λυγίσουν και χάσει αυτή την δυνατότητα, τότε μπορεί να προσβλέπει σε μια αναπηρική σύνταξη η οποία μπορεί να είναι χαμηλότερη από το επίδομα αναπηρίας, το οποίο πια δε θα δικαιούται.

Αν δεν καταφέρει να έχει ποσοστό αναπηρίας και παραμείνει ανασφάλιστο, χάνει το δικαίωμα επίσης να γράφει τα φάρμακά του σε έναν ιδιώτη γιατρό αλλά θα πρέπει να υποστεί τη διαδικασία να προσέρχεται σε ένα νοσοκομείο και να περιμένει με δεκάδες άλλους ανθρώπους τη σειρά του για συνταγογράφηση, σε έναν χώρο ο οποίος στην παρούσα μάλιστα είναι χώρος περίθαλψης πανδημίας. Αν προσπαθήσει να κάνει ιδιωτική ασφάλεια, θα βρει τις πόρτες των ιδιωτικών ασφαλιστικών κλειστές. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές αρνούνται να ασφαλίσουν κάποιον με ψυχική νόσο και κανένα πλαίσιο δεν τις υποχρεώνει.

Ίσως δίνεται η εντύπωση ότι θεωρείται δεδομένο πως ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης θα αποκτήσει ψυχική νόσο. Αυτό φυσικά δεν ισχύει. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Το τραύμα όμως του να είναι κανείς θύμα μιας τέτοιας πράξης είναι πάντα σοβαρό και χαίνον και χρειάζεται συστηματική προστασία και φροντίδα. Οι σοβαρές ποινές έχουν τον αποτρεπτικό τους χαρακτήρα, όμως δυστυχώς έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι η αυστηρότητα των ποινών δεν αποτελεί αποτρεπτικό στοιχείο για τους σοβαρά διαταραγμένους ανθρώπους που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα.

Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε το να συμβαίνουν τέτοια εγκλήματα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να μειώσουμε τις συνέπειες τους. Μπορούμε να φροντίσουμε τα θύματα. Δεν υπάρχει συνδικάτο, δεν υπάρχει εκλογικό σύνολο των ανθρώπων αυτών ώστε να μπορούν να πιέσουν την πολιτεία. Αυτοί που μπορούμε να μιλήσουμε για αυτούς είμαστε οι ειδικοί και το ευαισθητοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας. Η φροντίδα της ψυχικής τους υγείας θέλει σχεδιασμό και εξασφάλιση πόρων. Οι ηλεκτρικές καρέκλες χρειάζονται μόνο λίγο ξύλο και λίγο σύρμα. Τις σύγχρονες κοινωνίες αφορά μόνο το πρώτο.

* Γιάννης Δούμος Ψυχίατρος
Επιστημονικός συνεργάτης Α’ Πανεπιστημιακής κλινικής ΕΚΠΑ
Επιστημονικός υπεύθυνος ΨΠΣΑ Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων Καλλιθέας «Π. Σακελλαρόπουλος»