Διαβάστε δύο άρθρα της Ελίζας Παπαδάκη και του Παύλου Κλαυδιανού που εκκινούν από τέσσερα ερωτήματα σχετικά με την αναζήτηση μιας αριστερής πολιτικής στρατηγικής για την οικονομική κρίση, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (τα ερωτήματα δημοσιεύθηκαν στο προηγούμενο φύλλο των «Ενθεμάτων»).

Ads

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στις 14/02/2010

Της Ελίζας Παπαδάκη

Αριστερά χωρίς αυταπάτες τον καιρό της παγκοσμιοποίησης

Ads

Ολοένα συχνότερα το τελευταίο διάστημα η Ελλάδα τροφοδοτεί τα πρωτοσέλιδα και την αρθρογραφία των μεγάλων εφημερίδων του πλανήτη — μέχρι του σημείου να μας αποδίδεται τις προάλλες η πτώση στην Ουώλ Στρητ… Με το ένα σενάριο καταστροφής να διαδέχεται το άλλο, είχαμε την ευκαιρία να αντιληφθούμε «στο πετσί μας» πώς λειτουργούν οι παγκοσμιοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, ο καπιταλισμός τούτης της ιστορικής φάσης, όπου εντασσόμαστε, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Μα γίνεται μια μικρή οικονομία, η οποία δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν το 3% του πλούτου που παράγεται στην ευρωζώνη, να ρίχνει την ισοτιμία του ευρώ, να κλονίζει τη Νομισματική Ένωση, να επηρεάζει και πιο πέρα τα Χρηματιστήρια της Αμερικής και της Ασίας; Και θα πάψει τάχα να αποσταθεροποιεί την ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία, εφόσον μειώσει μισθούς και συντάξεις και αυξήσει φόρους, όπως της το υπαγορεύουν τώρα;

Όσο παράλογο και αν ακούγεται, και στα δύο ερωτήματα μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση στο σύστημα όπου ζούμε. Σχετίζεται με την υπερδιόγκωση των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου μετά το 1990, πολλαπλάσια από τον πραγματική οικονομία∙ με τα τεράστια κέρδη που αντλήθηκαν εκεί χωρίς καμία αντιστοιχία προς τα παραγόμενα αγαθά, μέσα από τη μεταπώληση ξανά και ξανά, ακριβότερα κάθε φορά, των ίδιων δανείων σε συσκευασία διαρκώς νέων «παραγώγων», όπως τα εφεύρισκαν τα ιδιοφυή «χρυσά αγόρια» των τραπεζών∙ με τις διογκούμενες έτσι «φούσκες» που έσπασαν κάποια στιγμή το Σεπτέμβριο του 2008 από τον πολύ αέρα, μηδενίζοντας εικονικές αξίες και οδηγώντας τραπεζικούς κολοσσούς στη χρεοκοπία, την πραγματική οικονομία σε πιστωτική ασφυξία, ύφεση και αυξανόμενη ανεργία∙ με την απόφαση των πολιτικών ηγεσιών του κόσμου τότε να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα από την πλήρη κατάρρευση, να διαθέσουν για το σκοπό αυτό τεράστιους δημόσιους πόρους, προκειμένου να συγκρατήσουν την οικονομική ύφεση σε βάθος και σε διάρκεια∙ τέλος, τώρα που διαγράφεται κάποια αβέβαιη ανάκαμψη των οικονομιών ενώ τα κράτη έχουν ήδη επωμιστεί μεγάλα χρέη και εξακολουθούν να συντηρούν μεγάλα ελλείμματα, χρεώνονται άρα διαρκώς περισσότερο, με τις ίδιες κερδοσκοπικές πρακτικές να αναπτύσσονται και πάλι στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πλήττοντας πλέον κατά πρώτο λόγο κρατικούς τίτλους – των ασθενέστερων όπως εμείς – μέσω αυτών νομίσματα όπως το ευρώ.

Οι ίδιοι τρεις διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, Fitch, S&P και Moody’s, που το 2008 δεν έβλεπαν τις τραπεζικές χρεοκοπίες να έρχονται, καθορίζουν, βάζοντάς μας βαθμό ΑΑΒ ή ΒΑΑ, πόσο παραπάνω κοστίζει να δανειστούμε. Οι ίδιες μεγατράπεζες, JP Morgan, Goldman Sachs, Deutsche Bank, οι οποίες διασώθηκαν τότε με τα χρήματα των Αμερικανών ή των Γερμανών φορολογουμένων, φέρονται να κατέχουν μεγάλα πακέτα τίτλων του ελληνικού Δημοσίου και κινώντας τα στην αγορά να αυξομειώνουν τις αποδόσεις τους, τα διαβόητα spreads, ενώ hedge funds συνδεόμενα με τις τράπεζες κινούν αντίστοιχα τα CDS, παράγωγα που εφευρέθηκαν πριν από πέντε χρόνια για να ασφαλίζουν από τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Ο οποίος κίνδυνος μέσα από τις κινήσεις αυτές αυξομειώνεται από στιγμή σε στιγμή, όπως τον προσλαμβάνουν υποτίθεται οι «αγορές» ως μεταφυσικά υποκείμενα, μεταβάλλοντας το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, για τις τράπεζες της χώρας, για ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Και σαν ιός «μεταδίδεται» σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ώσπου εντέλει θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της ίδιας της Νομισματικής Ένωσης.

Αυτό το παιχνίδι παρακολουθούμε λοιπόν τους τελευταίους μήνες. Αλλά αυτό είναι το σύστημα που ακόμα κυριαρχεί στην υφήλιο, παρά τη φοβερή κρίση που μεσολάβησε. Μια μεγάλη συζήτηση για τη μεταρρύθμισή του, για να τεθούν φραγμοί στην κερδοσκοπία και στην αυθαιρεσία των αγορών, έλεγχοι στη λειτουργία τους, έχει ανοίξει σε παγκόσμια κλίμακα, την «ελληνική κρίση του ευρώ» βλέπουν κάποιοι σχολιαστές σαν ευκαιρία να ενισχυθούν οι οικονομικές πολιτικές στην Ευρώπη. Αποφάσεις για ριζικές αλλαγές ωστόσο απέχουν ακόμα πολύ. Στο μεταξύ από αυτό το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα εξαρτιόμαστε για την αναχρηματοδότηση του υπέρογκου χρέους μας, για τη χρηματοδότηση της οικονομίας μας εν γένει. Αυταπάτη θα ήταν επομένως να υποθέταμε ότι μπορούμε να βγούμε από το σύστημα, ή να αψηφήσουμε τους καταναγκασμούς του, χωρίς να κατακρημνιστεί το βιοτικό επίπεδο της χώρας (το οποίο άλλωστε ανέβηκε θεαματικά μετά το 1995, επωφελούμενο από αυτό ακριβώς το σύστημα, έναν πρωτόγνωρα για μάς τότε χαμηλότοκο δανεισμό). Γι’ αυτό και η συμμόρφωση στις ευρωπαϊκές επιταγές, το κυβερνητικό πρόγραμμα σταθερότητας, τα πρόσθετα μέτρα, εισοδηματική πολιτική, φορολογικό και ασφαλιστικό, φαντάζουν μονόδρομος, ενώ μάς επιτηρούν στενά πλέον μην τους κοροϊδέψουμε ξανά. Οπότε:

Tα περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής

1. Τι περιθώρια υπάρχουν για να ασκηθεί εθνική πολιτική; Μεγάλα, οπωσδήποτε μεγαλύτερα από όσα αξιοποίησαν κυβερνήσεις, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις τα προηγούμενα χρόνια, πριν να δεχτούμε τόση πίεση. Και τότε όπως και τώρα χρειαζόταν να ανακατανείμουμε τους διαθέσιμους πόρους και να κινητοποιήσουμε το παραγωγικό δυναμικό της χώρας θέτοντας ξεκάθαρες προτεραιότητες: βελτίωση της εκπαίδευσης, διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και των κοινωνικών υπηρεσιών, προστασία του φυσικού πλούτου, άμβλυνση των ανισοτήτων. Ένα μέρος των πόρων πλέον θα αφαιρείται για να αποπληρωθεί το χρέος που συσσωρεύσαμε τις περασμένες δεκαετίες. Από την άλλη μεριά έχουμε όμως ακόμα τρία χρόνια να λαμβάνουμε από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Στην κοινωνία συγκρούονται προφανώς αντιτιθέμενα συμφέροντα, και ένα μεγάλο εμπόδιο τριάντα χρόνια τώρα ήταν ότι αντί τα βασικά συμφέροντα να αντιπαρατίθενται και να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, κάθε κατηγορία συναλλασσόταν χωριστά με το κράτος, αναπαράγοντας πελατειακές σχέσεις, αντιπαραγωγικές δομές και ελλείμματα. Τώρα που το κομματικό κράτος δεν έχει πια να μοιράζει, ούτε πάνω, ούτε κάτω από το τραπέζι, θα μάθουμε τη συλλογική διαπραγμάτευση; Γιατί η ΑΔΕΔΥ, για παράδειγμα, να μην μπορεί να πάρει το συνολικό κονδύλι που είναι διαθέσιμο για μισθούς και να επεξεργασθεί μαζί με οργανώσεις της μια κατανομή του με κριτήρια έργου και δικαιοσύνης;

Τα όρια της οικονομικής φιλοσοφίας της Ε.Ε.

2. Η «στρατηγική της Λισαβώνας», που θα καθιστούσε το 2010 την Ευρώπη την πιο ανταγωνιστική περιοχή του κόσμου, ναυάγησε στην κρίση, αλλά και πριν προσέκρουε σε εθνικές αντιστάσεις. Ως συνέχειά της αναμένεται η νέα που εκπονείται για το 2020, συνισταμένη φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων, διαφορετικών εθνικών παραδόσεων που συνυπάρχουν στην Ένωση. Μεγάλη αντίφαση παραμένει το ενιαίο νόμισμα χωρίς αντίστοιχο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, ενιαία φορολογία και δημοσιονομική πολιτική, η διατήρηση χωριστών πολιτικών σε κάθε χώρα που αγνοούν τις ανάγκες της Ένωσης συνολικά. Παράδειγμα, για να κλείσουν τα εξωτερικά τους ελλείμματα αυξάνοντας εξαγωγές και απασχόληση η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, θα έπρεπε η πλεονασματική Γερμανία να αυξήσει τη ζήτηση για τα προϊόντα τους, εξακολουθεί όμως να συμπιέζει μισθούς και εισοδήματα.

Μια αριστερή πολιτική στρατηγική για την οικονομία στην Ευρώπη

3. Μια αριστερή στρατηγική θα έπρεπε να εκκινήσει από την προσπάθεια κοινής οργάνωσης και διεκδίκησης των συμφερόντων των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη, από την ανάπτυξη της επικοινωνίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους, από την καταπολέμηση των μεγάλων ανισοτήτων που συντηρούνται μέσα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, τις αγροτικές επιδοτήσεις κ.λπ. Το αντίθετο δηλαδή από το φάσμα του «πολωνού υδραυλικού» που προβαλλόταν ως απειλή στη Γαλλία, το αντίθετο από την ανοχή σε ενέργειες που βλάπτουν τους γείτονες, όπως το αγροτικό μπλόκο στα σύνορα με τη Βουλγαρία.

Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, απάντηση στην κρίση;

4. Η κρίση ήρθε από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, αμερικανικό και ευρωπαϊκό, και ολοκληρωμένη απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν φαίνεται ρεαλιστική μια θωράκιση της ευρωπαϊκής οικονομίας με κανόνες που δεν θα συμμερίζονταν άλλες περιοχές του πλανήτη. Ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης είναι όμως ο σημαντικός ρόλος που θα όφειλε να παίξει στην εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης της οικονομίας.

*Η Ελίζα Παπαδάκη είναι δημοσιογράφος, οικονομική αναλύτρια της «Αυγής».

Του Παύλου Καλυδιανού

Tα περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής

1. Η συζήτηση για τη δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας, τα όρια που έχει για να αναζητήσει λύσεις, το πώς αυτά συνδέονται με την αντίληψη περί οικονομικής πολιτικής της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με τη θεσμική πραγματικότητα της Ε.Ε., τη διεθνή κρίση και τα ενδογενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είναι συζήτηση εξελισσόμενη. Είναι ένα ενδιαφέρον σίριαλ γεμάτο με λίγες αλήθειες, ψίθυρους και πολλά ψέματα. Αρχικά, εμφανίστηκε σαν ένα αμιγώς ελληνικό πρόβλημα. Επιπλέον, ως πρόβλημα που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για το ευρώ. Στη συνέχεια, οι πιο σοβαροί, υποστήριξαν ότι «πρέπει να πάρουμε μέτρα, για να μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δίκαιά μας», μετά, στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Τώρα, και επειδή, ιδίως στο Διεθνή Τύπο, η συζήτηση με τη βοήθεια και οικονομολόγων ή οικονομικών αναλυτών μεγάλου βεληνεκούς ισορρόπησε, γίνεται πιο ουσιαστική. Υπάρχει ένα μείζον ζήτημα στη θεμελίωση της ευρωζώνης, συνδεόμενο με την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει και με την οικονομική κρίση, το οποίο ανέδειξε με δραματικό τρόπο η ελληνική περίπτωση. Αποδείχθηκε ότι η ευρωζώνη έχει πολλούς αδύνατους κρίκους και παράγει συνεχώς νέους.

Τα όρια της οικονομικής φιλοσοφίας της Ε.Ε.

2. Άρα, δεν είναι μόνο το καθεστώς επιτήρησης, που είναι πράγματι ασφυκτικό και «ηλίθιο», με την έννοια που είχε ο Πρόντι χαρακτηρίσει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ότι δηλαδή δεν μπορεί να αντιληφθεί καμιά ιδιαιτερότητα. Είναι επιπλέον τα μέτρα πολιτικής που επιβάλλει στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, όπως και η θεσμική αδυναμία να παρθούν άλλα, έστω και μετριοπαθή. Στην οικονομική κρίση, που μέρος της, και όχι το δραματικότερο, είναι και η δημοσιονομική κρίση, εφόσον η ανεργία έχει ξεπεράσει το 10%, ήλθε μια στιγμή που νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και ευρωπαϊκή ενοποίηση, ταυτιζόμενες, είχαν προκαλέσει σοβαρά ρήγματα στην αξία της ευρωπαϊκής προοπτικής. Είχαν διαμορφώσει τους «χαμένους» και «κερδισμένους» της διαδικασίας ενοποίησης. Μάλιστα, από ένα σημείο και πέρα, τους «χαμένους» και «κερδισμένους» μεταξύ χωρών-μελών. Το μόνο που έκανε η Ε.Ε. για ν’ αντιμετωπιστεί η κρίση, είναι ισχυρές κρατικές παρεμβάσεις για να διασωθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η μετατόπιση της οικονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη. Εκείνη όμως κρατούσε τη νομισματική πολιτική και διατηρούσε ως άτεγκτο οδηγό το, έστω και τραυματισμένο, Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό για τις αδύνατες χώρες της ευρωζώνης ήταν ένα διπλά δυσμενές πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία είχε ήδη έντονα διαρθρωτικά προβλήματα, που βάδιζε όντως προς το αδιέξοδο, με ευθύνη των δυνάμεων του δικομματισμού. Πράγματι, λοιπόν, τίθεται οξύ ζήτημα άσκησης, όχι απλώς εθνικής, αλλά ορθολογικής οικονομικής πολιτικής, με δεδομένα τη διεθνή κρίση, τη συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας σε μια νομισματική ένωση και τα οξυμένα διαρθρωτικά προβλήματά της.

Η οικονομική κρίση μπορούσε να αποτελέσει μια ικανή αφορμή ώστε οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Ε.Ε. να επανεξετάσουν την πολιτική που ασκούσαν, καθώς είχε πια σαφή καταστροφικά αποτελέσματα. Ειδικότερα οι σοσιαλδημοκράτες, εφόσον έλεγαν ότι απλώς διαχειρίζονται τα πράγματα ασκώντας νεοφιλελεύθερη πολιτική, αν και οι ίδιοι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Όμως, δεν άλλαξε τίποτε. Οι επιπτώσεις είναι δραματικές. Η οικονομική πολιτική της Ε.Ε. υπολείπεται κι αυτής του Ομπάμα. Επιδιώκει να περισώσει τον χρηματοπιστωτικό μηχανισμό, αλλά ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο κοινωνικό κράτος και στις δυνάμεις της εργασίας (ύψος μισθού, σχέσεις εργασίας). Τα στοιχεία δηλαδή που όρισαν την πολιτική η οποία χαράχθηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι το ιδεολογικό και το ταξικό. Εκτιμήθηκε, μάλιστα, ότι ως στόχοι είναι πιο εύκολα επιτεύξιμοι στις συνθήκες της κρίσης. Αυτό κρίνουν, ίσως, ότι είναι αναγκαίο στο Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καθυστερεί στη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, και έτσι η Ελλάδα έπαιξε και τον ρόλο του παραδείγματος. Προσφερόταν ασφαλώς, διότι η οικονομία της όντως έχει σοβαρά προβλήματα.

Αν θα θέλαμε να κωδικοποιήσουμε τα όρια μέσα στα οποία καλείται ο Νότος –και όχι μόνο– να αντιμετωπίσει την κρίση δεν πρόκειται απλώς για ύφεση, εξαιτίας του τρόπου που θα μειωθούν τα ελλείμματα και το χρέος και αυτών που θα κληθούν να πληρώσουν, αλλά και για μονεταριστική προσέγγιση, εφόσον ορίζει ακριβό χρήμα και για το κράτος και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά. Ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, που είναι ανάγκη επείγουσα να ακολουθήσουν μια πολιτική αναδιάρθρωσης, αναζωογόνησης και ανάπτυξης της παραγωγικής βάσης και ταυτόχρονα μείωσης των ανισοτήτων.

Μια αριστερή πολιτική στρατηγική για την οικονομία στην Ευρώπη

3. Νομίζω ότι τα εμπόδια είναι τρία για μια αριστερή πολιτική στρατηγική για την οικονομία στην Ευρώπη. Το πρώτο είναι, ασφαλώς, η κυριαρχία της Δεξιάς η οποία συγκυβερνά με τους σοσιαλιστές που έχουν απομακρυνθεί από κάθε προσπάθεια να ασκηθεί έστω και η πιο μετριοπαθής κεϋνσιανή πολιτική. Το δεύτερο είναι ένα πλέγμα δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση από θεσμούς που επιβάλλουν αρνητικές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις αγορές που έχουν αναγορευθεί θεσμικά ή ντε φάκτο σε δυνάμεις πειθαρχίας (οίκοι αξιολόγησης κ.τ.λ.), καθώς και μεγάλες επιχειρήσεις. Κάθε χώρα καλείται να λύσει το πρόβλημά της, ενώ της έχουν αφαιρεθεί κρίσιμα εργαλεία. Το τρίτο εμπόδιο είναι η μειωμένη ικανότητα της Αριστεράς και των συνδικάτων να συγκροτήσουν εναλλακτικές προτάσεις και ταυτόχρονα να επιδείξουν τη μαχητικότητα και τον συντονισμό που απαιτείται πανευρωπαϊκά, για να επηρεάσουν τις εξελίξεις.

Νομίζω ότι αυτό μπορεί να επιδιωχθεί και τώρα ακόμη, και είναι εξαιρετικά επείγον για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, παρά τα όσα λέγονταν τελευταία, ότι είμαστε στην αρχή της ανόδου. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στον Καναδά, οι υπουργοί Οικονομικών των G7 συνεδρίασαν μαζί με τους κεντρικούς τραπεζίτες, και, αλλάζοντας άποψη, συμφώνησαν ότι «η ανάκαμψη είναι ανομοιογενής και παραμένει εξαρτημένη από τη στήριξη της πολιτικής», δηλαδή της χαλαρής νομισματικής πολιτικής –για το χρηματοπιστωτικό τομέα, εννοείται, όχι την παραγωγή, τις επενδύσεις, τα νοικοκυριά– και τα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης. Η οικονομία βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση «μηχανικής υποστήριξης», όπως σημειώθηκε. Δεύτερον, διότι σοβαροί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι θα έχουμε ξανά έξαρση της κρίσης λόγω, τώρα, της ασκούμενης πολιτικής. Τρίτον, διότι υπάρχει πια έντονη συζήτηση και στις παρυφές των δυνάμεων του συστήματος ή και στο εσωτερικό τους, που φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο και αναζητούν λύσεις. Η πρότασή μας θα απευθύνεται σε ολόκληρη την Ε.Ε. και θα θέτει επιτακτικά την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκείται και πριν και μετά την κρίση, την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη ριζική μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου, όπου λειτουργεί. Θα αναζητήσει τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα υποστηρίξουν τις προτάσεις. Θεσμικές αλλαγές και ανατροπές που υπηρετούν και την προοπτική μας για μια Ευρώπη της κοινωνικής αλληλεγγύης, σοσιαλιστική.

Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, απάντηση στην κρίση;

4. Η κρίση ασφαλώς συνδέεται με το είδος της ενοποίησης που επιλέχθηκε και της οικονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε. Είναι μια καπιταλιστική κρίση και συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση αυτή καθ’ εαυτή που, βεβαίως, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, μαζί με τη διαδικασία ενοποίησης υπήρξαν παράλληλες ως διαδικασίες. Επιμένω στη διάκριση αυτή, διότι, αν δεν γίνει, τότε η προηγούμενη πρότασή μου για ανατροπή της πολιτικής που ασκείται και ριζική μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προβληματική. Αυτή τη στιγμή, μπορούμε να προβάλουμε μαχητικά την πρότασή μας για μια Ευρώπη με προϋπολογισμό περί το 10% του ΑΕΠ, άρα δυνατότητα να μεταφέρει πόρους σε περιοχές που χρειάζεται και να δημιουργεί ανάπτυξη και απασχόληση. Με μια Κεντρική Τράπεζα που θα είναι πράγματι η τελευταία καταφυγή για δανεισμό των κρατών. Με ένα Σύμφωνο που θα εγγυάται ανάπτυξη, απασχόληση, δημοσιονομική σταθερότητα, κοινωνική αλληλεγγύη, προστατευμένο περιβάλλον. Με μια νομισματική ζώνη που, όχι μόνο δεν θα έχει πετάξει το σωσίβιο στη θάλασσα χάριν μονεταριστικής ορθοδοξίας, αλλά θα διασφαλίζει το σύστημα από την κερδοσκοπία και τη φοροδιαφυγή, που θα έχει στόχο την κοινωνική σύγκλιση κ.τ.λ.

Αυτή θα ήταν μια εντελώς διαφορετική Ευρώπη. Θα ήταν ικανή να υπερβεί την κρίση και να την αποτρέπει στο μέλλον. Ειδικά στην Ελλάδα χρειαζόμαστε μια πολιτική η οποία, σε εύλογο χρόνο, θα υπερβεί συγχρόνως την αναπτυξιακή καχεξία και τη δημοσιονομική κρίση, ανατρέποντας και τις τεράστιες ανισότητες.

* Ο Παύλος Κλαυδιανός είναι οικονομολόγος, στέλεχος της ΑΚΟΑ και συνεργάτης της εφημερίδας «Η εποχή»