Σε μια εποχή όπου φαίνεται ότι όλα τα δεδομένα του παρελθόντος καταρρέουν, οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, το πολιτικό σύστημα και το κράτος βρίσκονται σε αποδιάρθρωση και ακόμα και ο αέρας που αναπνέουμε δεν είναι δεδομένος, είναι ανάγκη να ξαναμετρήσουμε το μπόϊ μας και να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων να ξανασκεφτούμε το «εμείς» και όχι το «εγώ», να δούμε τον κόσμο και τις πόλεις που ζούμε και είμαστε μέρος τους, πέρα από τον εαυτό μας, να υπερβούμε την παρακμή.

Ads

Η λεγόμενη κλιματική κρίση στην οποία αποδίδονται οι πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού και η αντιμετώπισή της, αποτελούν σοβαρά προβλήματα που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Συγκεκριμένα, τα τελευταία 7 χρόνια υποστηρίζεται ότι έχει καεί το 37% των δασών της Αττικής. Το ποσοστό αυτό όμως είναι ό,τι έχει απομείνει από τις πυρκαγιές της προηγούμενης εικοσαετίας. Οι συνέπειες των πυρκαγιών αυτών είναι γνωστές, αλλά αυτή τη φορά δεν πρόκειται για το μέλλον αλλά για το άμεσο παρόν.

Πράγματι είναι πανθομολογούμενο ότι οι δασικές πυρκαγιές έχουν συνέπειες για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον συνολικότερα και για τη ίδια την χλωρίδα και την πανίδα κάθε περιοχής. Εκτός από τις απώλειες σε σπίτια, ζώα, φυτά και δένδρα και την καταστροφή των πηγών και φυσικών υδάτων, το πρόβλημα με τις πυρκαγιές είναι, ότι στις πυρόπληκτες περιοχές η πανίδα και η χλωρίδα δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μικρό χρονικό διάστημα. Μάλιστα οι ειδικοί γεωπόνοι, δασολόγοι, περιβαλλοντολόγοι είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί.

Έτσι οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς εκτείνονται πολύ πέρα από την αντιμετώπισή της, καθώς από το αποτέλεσμά της διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση, που είναι συνέπεια των συνεπειών της πυρκαγιάς (μια κατάσταση ανεξέλεγκτων και απρόβλεπτων κινδύνων) και συχνά επιφέρει απρόβλεπτες και μακροχρόνιες κοινωνικές βλάβες.

Ads

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά και την πυρκαγιά στο Βαρνάβα και την εξάπλωσή της, αυτό που έχει προκύψει διαμορφώνει ένα φάσμα κινδύνων για τη κάθε ζωή στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις του λεκανοπεδίου.

Κανείς «επίσημος» δεν αναφέρεται π.χ. στα ζώα που χάθηκαν και στα πουλιά πρόσφυγες της πυρκαγιάς που έχουν κατεβεί ήδη σε ακάλυπτους χώρους και πλατείες μέσα στην Αθήνα. Όλοι ενδιαφέρονται για τα μέτρα – επιδοτήσεις (και δίκαια προφανώς) αλλά το μείζον ερώτημα είναι πως θα ζήσουμε χωρίς τα δέντρα και το πράσινο που αγκάλιαζε την Αττική; Τι ζωή θα είναι αυτή;

Σε συνδυασμό με την περίοδο ξηρασίας που διανύουμε, η κατάσταση προμηνύεται εφιαλτική (όπως λένε) το επόμενο μεγάλο διάστημα. Και τούτο επειδή, όχι μόνον αυξάνεται η γενική θερμοκρασία στο λεκανοπέδιο, αλλά ταυτόχρονα, θα αυξηθεί και το ενδεχόμενο πλημμύρας μέσα στην Αθήνα, καθώς δεν υπάρχει το δάσος, να συγκρατεί τα νερά των βροχών, που έχουν πια τη μορφή έκτακτου φαινομένου, αλλά δεν υπάρχουν ούτε ανάλογες υποδομές μέσα στην πόλη, ενώ απουσιάζουν επίσης και τα σοβαρά αντιπλημμυρικά έργα.

Όλα αυτά αν δεν υπάρξει κάποια πολιτική ουσιαστικής αντιμετώπισής τους, θα φέρουν ανατρεπτικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Επιπλέον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι συνέπειες της αύξησης της θερμοκρασίας τους θερμούς μήνες στην Αθήνα και την Αττική, οφείλονται τόσο στο τσιμέντο, τη δόμηση, όσο και στην έλλειψη της απαραίτητης βλάστησης που θα εξισορροπούσε σε κάποιο βαθμό τη ζέστη, θα δημιουργούσε μικρο- κλίμα δροσιάς και υγρασίας και θα βελτίωνε και την ποιότητα του νερού.

Η αντιμετώπιση των συνεπειών των πυρκαγιών (εκτός από τις ίδιες τις πυρκαγιές) θα απαιτούσε όμως ένα ισχυρό και οργανωμένο κράτος που θα μπορούσε να παρέμβει για να περιορίσει κατ΄ αρχάς τις συνέπειες των πυρκαγιών, αντί να περιορίζεται σε μέτρα βιτρίνας, όπως οι συνήθεις αυξήσεις του ορίου ποινών, ο εντοπισμός του κάθε απερίσκεπτου αγρότη και οι αναλύσεις για την κλιματική αλλαγή. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο ζήτημα αυτό.

Η άμεση και ταχεία δημιουργία κέντρων και πόλων δασικού και όχι καλοπιστικού πράσινου μέσα στην Αθήνα -όπως τουλάχιστον μπορεί να φανταστεί κάποιος μη ειδικός- είναι μια πιθανή λύση, στο αδιέξοδο που περιγράψαμε και δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω, από ένα σχέδιο δενδροφύτευσης παντού.

Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να γίνει και με πρωτοβουλία των δήμων, κοινωνικών επαγγελματικών και πολιτικών οργανώσεων, αλλά και άλλων φορέων όπως π.χ. σχολείων, με την συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων. Οι εμπειρίες της δενδροφύτευσης από τα γύρω βουνά είναι χρήσιμες σε μια τέτοια διαδικασία. Η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων υπό την γενική καθοδήγηση γεωπόνων και άλλων ειδικών, σχετικά με το είδος και τον τρόπο δενδροφύτευσης, θα εξασφάλιζε και την αποτελεσματικότητα του όλου επιχειρήματος. Το κόστος τέτοιων πρωτοβουλιών θα μπορούσε να καλυφθεί με δωρεές, χορηγίες και ατομικές συνεισφορές (από το κράτος δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι μάλλον)- π.χ. αγορά ενός δένδρου, συμμετοχή σε δενδροφύτευση κλπ-.

Από τη στιγμή που το κράτος παρά το επείγον του πράγματος αδιαφορεί και αδυνατεί να εφαρμόσει μια πολιτική για την ανάσχεση της οικολογικής καταστροφής του δασικού πλούτου της πλέον πολυπληθούς περιφέρειας της χώρας, είναι καιρός νομίζω να μετατεθεί αυτή η διαδικασία και ένα κατώτερο επίπεδο κοινωνικής ή και πολιτικής οργάνωσης, να υπερβεί δηλαδή το πολυδιαφημισμένο «επιτελικό κράτος».

Εξάλλου, η τάση δημιουργίας αστικού δάσους (urban forest) ήδη έχει αρκετές εφαρμογές σε διάφορα μέρη του κόσμου και με διάφορες παραλλαγές. Η δενδροφύτευση κάθε δρόμου της Αθήνας και των περιχώρων της δεν είναι μια ουτοπική ιδέα, είναι μια ανάγκη που μπορεί αναζωογονήσει ουσιαστικά και τις ανθρώπινες σχέσεις και το αστικό περιβάλλον. Δεν αναφέρομαι στις γνωστές πρωτοβουλίες τύπου εκχώρησης αρμοδιοτήτων του κράτους στις τοπικές κοινωνίες, αλλά σε ένα «κίνημα» οργανώσεων και κατοίκων, που θα διεκδικήσουν τη ζωή τους πίσω, έμπρακτα και θα στείλουν μηνύματα στην κεντρική διοίκηση σχετικά με το που πρέπει να στρέψει τις προτεραιότητές της.

Έτσι αντί να σχολιάζουμε την καταστροφή και να λέμε ότι τα δένδρα στην Πάρνηθα δεν θα ξαναβγούν μόνα τους, θα δοθεί χρόνος να αναδημιουργηθεί το περιβάλλον την Αττική δασικό πράσινο και αφετέρου, θα αναζωογονηθεί το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής μέσα στην πόλη, ενώ θα διευκολυνθούν ανθρώπινες σχέσεις αλληλεγγύης αλλά και στάσεις σεβασμού του αστικού χώρου.

Η κεντρική διοίκηση σε μία τέτοια συνθήκη πρέπει να υποχρεωθεί να παρουσιάσει ένα σχέδιο αναδάσωσης και συντήρησης όλων των ορεινών όγκων της Αττικής, οργανωμένα και συστηματικά. Επίσης, είναι καιρός να εξεταστεί σοβαρά η προοπτική της επαναφοράς της πυροσβεστικής στη δασική υπηρεσία και να διαχωριστεί ο τομέας των δασικών πυρκαγιών από τις αστικές πυρκαγιές (χρόνιο αίτημα των πυροσβεστών), ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη εξειδίκευση και αποτελεσματικότητα και ουσιαστικότερη επιτήρηση των δασών.

Επιπλέον, είναι ανάγκη να υπάρξει εκτός από τις ομάδες εθελοντών και ένα σύστημα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης στα σχολεία και σε επαγγελματικούς χώρους για την πρόληψη και αντιμετώπιση των πυρκαγιών, όπως επίσης και ανάλογες δράσεις μέσω τηλεόρασης για τον γενικό αγροτικό πληθυσμό. Όλα αυτά και άλλα πολλά, με άξονα την ανάπτυξη αστικού δάσους στην Αθήνα, μπορούν να αποτελούν μέρος μιας στρατηγικής πολιτικής προστασίας που θα υπερβαίνει την αποκλειστικά διαχειριστική και κατασταλτική, αλλά αναποτελεσματική αντίδραση, η οποία επικρατεί σήμερα.

*Σοφία Βιδάλη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο