Είναι προφανές πως η ηγεσία της ΝΔ αντιμετωπίζει σοβαρό ιδεολογικό και πολιτικό πρόβλημα στο εσωτερικό της, το οποίο προέρχεται κυρίως από την άνευ όρων πρόσδεσή της στην πολιτική των ΗΠΑ και, ταυτόχρονα, από την προσπάθειά της να κόψει τους δεσμούς της με την εθνικο-λαϊκή παράδοση της  δεξιάς.

Ads

Το γενικευμένο άνοιγμα της ηγεσίας Μητσοτάκη προς τα φιλελεύθερα στελέχη της κεντροαριστεράς- πρώην σημιτικοί και αριστεροί- έχει  απομακρύνει τη ΝΔ από τις λαϊκές της ρίζες και την έχει μετατρέψει σε ένα πολιτικό χώρο που εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το χώρο των υπηρεσιών και του εμπορίου, σε βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων και του κράτους πρόνοιας.

Η πρόσφατη ομιλία Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη προσδιόρισε με ακρίβεια αυτό το χάσμα και δείχνει τι πρόκειται να επακολουθήσει εάν η ΝΔ χάσει τις επόμενες εθνικές εκλογές. Τα στρατόπεδα στο εσωτερικό της σχηματίζονται όλο και πιο καθαρά και αυτό που μένει να δούμε είναι εάν η ΝΔ θα χάσει ή όχι την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές.

Το ερώτημα αυτό σχετίζεται προφανώς με τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει αντιπολίτευση και να συσπειρώσει εκ νέου λαϊκές δυνάμεις ικανές να τον καταστήσουν πρώτο κόμμα. Ετσι όπως διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση, η προοπτική αυτή μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολη. Θα πρέπει πρώτα να εντοπιστούν οι αιτίες της εκλογικής πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ και μετά να χαραχθεί η νέα αντιπολιτευτική κατεύθυνση.

Ads

Οι  βασικοί λόγοι που ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από το 32% του 2019 στο 17% του 2023, είναι οι εξής:

Πρώτον, η αντιπολίτευση που άσκησε στον Μητσοτάκη δεν περιελάμβανε τον τομέα των ζητημάτων κυριαρχίας, δηλαδή τα εθνικά θέματα, κυρίως το μεταναστευτικό πρόβλημα. Έτσι, άφησε την κυβέρνηση να καρπώνεται πολιτικά κάθε πρωτοβουλία διαφύλαξης των συνόρων και να μην αντιμετωπίζει κριτική για τις ενδοτικές της πρωτοβουλίες στα ελληνοτουρκικά, πέραν των τυπικών δηλώσεων περί τη σημασίας του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν σαν να συμφωνεί  επί της αρχής με την πλήρη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς σε όλες τις απαιτήσεις της Τουρκίας, που σταθερά αμφισβητούσε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και προωθούσε την δημιουργία δύο κρατών στην Κύπρο.

Δεύτερον, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ προέταξε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών των μειονοτήτων, αντί να προτάξει τα ζητήματα των κοινωνικών δικαιωμάτων που αφορούσαν την μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Κλασικό παράδειγμα η ατολμία του κατά την περίοδο της πανδημίας, κυρίως έναντι της καταπάτησης κάθε έννοιας δικαίου με την επιβολή του υποχρεωτικού εμβολιασμού και την επιβολή προστίμου σε όσους δεν επιθυμούσαν να εμβολιαστούν. Πλην του Παύλου Πολάκη, ο οποίος προσπάθησε να φέρει σε πρώτο πλάνο αυτά τα ζητήματα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σιώπησε.

Τρίτον, αλλά όχι έσχατο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να αντιμετωπίσει μια σοβαρή εσωκομματική κρίση που εκδηλώνονταν ως φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές, με στόχο την συνειδητή αμφισβήτηση της προεδρίας Τσίπρα και δευτερεύοντα στόχο την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές. Κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν απείχαν από κάθε αντιπολιτευτική δράση και τους τελευταίους μήνες προ των εκλογών, κυρίως τον τελευταίο μήνα, ενίσχυσαν την κυβερνητική κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας θέσεις που έρχονταν σε σύγκρουση με τις απόψεις τη πλειοψηφίας του λαού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ είναι  η ανακίνηση του ζητήματος της φορολογίας της μεσαίας τάξης, του φράχτη στον Εβρο, της αναγνώρισης τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και της κυκλοφορίας τοπικών νομισμάτων.

Έτσι, το κλίμα που διαμορφώθηκε στην πορεία προς τις εκλογές ήταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός δεν ήταν σε θέση για εσωκομματικούς λόγους να αναλάβει την κυβέρνηση και αφετέρου οι θέσεις του σε κεντρικά ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ήταν λανθασμένες.

Κατόπιν όλων αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε σε πολύ χαμηλά ποσοστά και τώρα καλείται να ανακτήσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη που έχασε και να αμφισβητήσει την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της κεντροδεξιάς.

Το έργο είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, καθώς η κυβέρνηση μπαίνει σε πολύ ολισθηρό πολιτικό δρόμο, εσωτερικά και διεθνώς. Πρέπει όμως η νέα ηγεσία να αντιληφθεί πως απαιτείται εσωκομματική πειθαρχία αφενός και αφετέρου μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα της λαϊκής, πατριωτικής αριστεράς, το οποίο να εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα και τις πολιτικές παραδόσεις της ελληνικής αριστεράς, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση, απέναντι στην ακραία νεοφιλελεύθερη, άκριτα φιλοαμερικανική, αλλά ταυτόχρονα και ενδοτική κυβέρνηση Μητσοτάκη.