«Η μονομερής έμφαση στη λιτότητα υπονομεύει ακόμη και την ίδια τη δημοσιονομική εξυγίανση», τονίζει με συνέντευξη στο tvxs.gr, λίγες ώρες πριν από την έναρξη της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής, η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άννυ Ποδηματά, η οποία πάντως παρατηρεί ότι «κάτι δείχνει να αλλάζει» στις Βρυξέλλες. Η ίδια προτρέπει «να ανοίξει επιτέλους η ατζέντα του κυβερνητικού έργου στην Ελλάδα και πέραν του Προγράμματος Προσαρμογής». Σε αυτό το πλαίσιο, με την ιδιότητα και της ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, εκφράζει την πεποίθηση ότι ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ «μπορούν και πρέπει να πρωταγωνιστήσουν» στη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας. Αναφορικά με την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στην ΕΕ, η κ. Ποδηματά διαβλέπει μία «ευκαιρία να ανανεώσουμε την εμπιστοσύνη μας στο Ευρωπαϊκό όραμα».

Ads

Είπε στο tvxs.gr:

  • Οι τελευταίες αξιώσεις για τα εργασιακά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το κοινοτικό κεκτημένο.
  • Από τον Νοέμβριο του 2011 σταμάτησε κάθε προσπάθεια προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.
  • Οι αστοχίες του προγράμματος σε Πορτογαλία και Ισπανία δικαιώνουν πολλά από τα επιχειρήματα της Ελλάδας.
  • Είναι τεράστιο το κόστος από την επικράτηση των «εθνικών εγωισμών».
  • Οι εταίροι δυσκολεύονται να καταλάβουν την αδυναμία χάραξης μιας μίνιμουμ συνεννόησης σε εθνικό επίπεδο.
  • Ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους.
  • Η Ελλάδα έχει επιτύχει σε ελάχιστο χρόνο μια πρωτοφανή μείωση του ελλείμματος.
  • Η πλήρης αποτυχία στη βιωσιμότητα του χρέους έχει υπαιτιότητα ευρωπαϊκή αλλά και εθνική.

Ευρωζώνη – Ελλάδα – Οικονομία

Η Ευρωζώνη εξακολουθεί να αναζητεί βηματισμό για την ανακοπή της κλιμακούμενης ύφεσης. Συνοπτικά, ποια είναι η δική σας ανάγνωση των πολιτικών επιλογών οι οποίες έχουν προηγηθεί; Κυρίως, ενόψει και της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής την Πέμπτη, ποιες αποφάσεις – εξελίξεις θεωρείτε ότι μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να αντιστρέψουν το κλίμα στην ευρωπαϊκή οικονομία;

Ads

Το πρώτο που θέλω να υπενθυμίσω είναι ότι η Ευρωζώνη ήταν ανέτοιμη θεσμικά και πολιτικά να αντιμετωπίσει την κρίση. Δηλαδή να διαμορφώσει εγκαίρως μια συνεκτική και αποτελεσματική απάντηση, που δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνειών και αμφιβολιών για την αποφασιστικότητά της να προστατέψει το κοινό νόμισμα. Αντιθέτως, κυριάρχησε μιαν λογική “ειδικών περιπτώσεων”, στερεοτυπικών αντιλήψεων για “τους άσωτους του Νότου” και εν τέλει καθυστερημένων και αποσπασματικών λύσεων, με αποτέλεσμα η κρίση να βαθαίνει και να διευρύνεται αντί να περιορίζεται.

Σήμερα, όλοι πια αναγνωρίζουν ότι οι παλινωδίες, οι καθυστερήσεις και κυρίως η επικράτηση “εθνικών εγωισμών” είχαν τεράστιο κόστος: οικονομικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό, με την έννοια της κρίσης αξιοπιστίας που με τη σειρά της εξέθρεψε την ενίσχυση των άκρων, των εθνικιστικών, ρατσιστικών και αντιευρωπαικών κινημάτων και κομμάτων, όχι μόνο στις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες αλλά σχεδόν παντού.

Υπό το φως όλων αυτών των προβλημάτων και των κινδύνων που συνεπάγονται συνολικά για το ευρωπαϊκό σχέδιο, κάτι δείχνει να αλλάζει. Υπάρχει μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των συστημικών αδυναμιών, της αλληλεξάρτησης των προβλημάτων και της διαμόρφωσης ολοκληρωμένων ευρωπαϊκών απαντήσεων. Υπάρχει συνειδητοποίηση ότι θα πρέπει να συμπληρωθεί η ατελής αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και να προχωρήσει η εμβάθυνση σε όλα τα επίπεδα.

Στη Σύνοδο κορυφής θα γίνει συζήτηση στη βάση της ενδιάμεσης Έκθεσης βαν Ρομπάϊ που περιγράφει τέσσερις πυλώνες -τον χρηματοπιστωτικό, τον δημοσιονομικό, τον οικονομικό αλλά και τον πυλώνα της δημοκρατικής νομιμοποίησης-για την ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Όλα αυτά είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά βεβαίως έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Κι εκείνο που τίθεται σήμερα επιτακτικά, για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε το αύριο της Ευρώπης, είναι η υπέρβαση της κρίσης. Κι αυτό απαιτεί αλλαγή πολιτικής. Απαιτεί αλλαγή προσέγγισης και προτεραιοτήτων. Ναι, χρειαζόμαστε δημοσιονομική πειθαρχία αλλά είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι η μονομερής έμφαση στη λιτότητα και στις περικοπές οδηγεί τις οικονομίες σε βαθιά ύφεση και τελικά υπονομεύει ακόμα και την ίδια τη δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν μπορεί να το “βλέπει” αυτό το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η συντηρητική πλειοψηφία στην Ευρώπη να αρνείται να το παραδεχτεί.

Το τελευταίο διάστημα είναι σε εξέλιξη μία αντιπαράθεση ανάμεσα στο Βερολίνο και το ΔΝΤ με αντικείμενο την προοπτική νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από ποια οπτική παρακολουθείτε αυτές τις εξελίξεις; Διαβλέπετε και γεωπολιτικές παραμέτρους;

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και ταυτοχρόνως δύσκολο διότι στο εσωτερικό και των δυο Οργανισμών -και του ΔΝΤ και της Ένωσης-ασκούνται πιέσεις από διαφορετική όμως κατεύθυνση. Πιστεύω ωστόσο ότι οι διαφορές δεν είναι αγεφύρωτες κι ότι υπάρχουν λύσεις που μπορεί να γίνουν από κοινού αποδεκτές, δηλαδή και από το Ταμείο και από τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών που χρηματοδοτούν το πρόγραμμα στήριξης.

Σημασία ωστόσο έχει και μια άλλη παράμετρος: το γεγονός ότι οι τεχνικές μελέτες για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους της Ελλάδας δεν καταλήγουν σε αποδεκτές προβλέψεις, δείχνει και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που προκρίνει τη δημοσιονομική προσαρμογή ως πανάκεια. Η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξαρτάται μόνο από τα πρωτογενή δημοσιονομικά αποτελέσματα που επιτυγχάνει μια χώρα. Η Ελλάδα έχει επιτύχει σε ελάχιστο χρόνο μια πρωτοφανή μείωση του ελλείμματος. Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις προοπτικές ανάπτυξης. Κι εδώ υπάρχει πλήρης αποτυχία, με υπαιτιότητα ευρωπαϊκή αλλά και εθνική. Είναι ο συνδυασμός της αναποτελεσματικότητας στο εσωτερικό για την προώθηση και την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που μπορούν να βοηθήσουν την ανάκαμψη της οικονομίας,   των ιδεοληψιών που χαρακτηρίζει  μέρος του Προγράμματος Προσαρμογής όπως και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής δυσκαμψίας που εμποδίζει την γρήγορη και αποτελεσματική αξιοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών και εργαλείων – όπως τα διαρθρωτικά ταμεία και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – ώστε να υποστηριχτούν οι πολιτικές ανάπτυξης στις χώρες που βρίσκονται σε πρόβλημα.

Ποιο είναι σήμερα το κλίμα στις Βρυξέλλες αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα;

Πρώτα απ όλα, να διευκρινήσω ότι το “ελληνικό πρόβλημα” δεν είναι σήμερα το κυρίαρχο. Το κυρίαρχο είναι η συνολική κρίση της ευρωζώνης, με έμφαση στην τρίτη και την τέταρτη ευρωπαϊκή οικονομία, δηλαδή την Ιταλία και την Ισπανία. Αυτό είναι και καλό και κακό. Είναι καλό διότι έχει εμπεδωθεί η αντίληψη της συστημικής κρίσης και της αλληλεξάρτησης των οικονομιών των χωρών του ευρώ, είναι κακό διότι όπως υπενθύμισε προχθές και ο υπουργός Οικονομικών, τα χρήματα που προορίζονται για μας υπάρχει φόβος σύντομα να τα διεκδικήσουν κι άλλοι.

Ένα δεύτερο σημείο που θέλω να επισημάνω είναι ότι οι αστοχίες που υπήρξαν και σε χώρες που υλοποίησαν το πρόγραμμα σταθεροποίησης με “θρησκευτική ευλάβεια”, όπως η Πορτογαλία ή η Ισπανία -που στην ουσία έθεσε σε εφαρμογή την ίδια συνταγή εκτός  προγράμματος- δικαιώνουν πολλά από τα επιχειρήματά μας.

Από την άλλη πλευρά, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα οι εταίροι δυσκολεύονται να καταλάβουν δυο πράγματα: πρώτα, την αδυναμία χάραξης μιας μίνιμουμ συνεννόησης σε εθνικό επίπεδο, κάποιων βασικών εθνικών προτεραιοτήτων, για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτό όπως ξέρετε έγινε σε όλες ανεξαιρέτως τις υπόλοιπες χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, σε μας όχι. Και γι αυτό, παρά την στήριξη που δίνουν σήμερα στην κυβέρνηση Σαμαρά, δεν ξεχνούν ούτε κατανοούν πώς μια χώρα αντιμέτωπη με μια κρίση τόσο βαθιά, όχι μόνο προχώρησε σε πρόωρες εκλογές αλλά και σε δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από τον Νοέμβριο του 2011 σταμάτησε κάθε προσπάθεια προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων-και πρέπει να χουμε το θάρρος αυτό να το δούμε- ενώ από τον Απρίλιο του 2012, που μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο, συνεχώς παίρνουμε νέες προθεσμίες όχι για την υλοποίηση, αλλά για το σχεδιασμό πολιτικών. Η αίσθησή μου είναι ότι αυτή η κατάσταση μας οδηγεί στο να χάνουμε τους συμμάχους και υποστηρικτές μας στο εξωτερικό και την αξιοπιστία μας στο εσωτερικό.

Δεν είναι όμως υπερβολικές και παράλογες οι απαιτήσεις της Ευρώπης προς την Ελλάδα; Ήταν δυνατόν μια χώρα με γνωστά και σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα να αλλάξει μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε ορισμένα ζητήματα, υπάρχουν απαιτήσεις υπερβολικές και κυρίως παράλογες και αναποτελεσματικές.

Και οι τελευταίες αξιώσεις για τα εργασιακά, που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το κοινοτικό κεκτημένο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όπως επίσης είναι σαφές ότι, σε μια Ευρώπη με μεγάλη συντηρητική πλειοψηφία στα κύρια θεσμικά όργανα, κυριαρχούν οι ιδεοληψίες μιας νεοφιλελεύθερης ή συντηρητικής προσέγγισης, που προκρίνουν την λιτότητα, την απορύθμιση των αγορών και των εργασιακών σχέσεων. Αυτά ισχύουν. Αλλά για να έχουμε τη συνολική εικόνα, οφείλουμε επίσης να κατανοήσουμε ότι στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη, ειδικά σ αυτά του βορρά, η εικόνα λειτουργίας της Ελληνικής κρατικής μηχανής θεωρείται εφιάλτης. Δυσκολεύονται λοιπόν να αντιληφθούν πώς πράγματα που υπήρχαν  εξαρχής στο Πρόγραμμα,  όπως μια σοβαρή προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης,  με περισσότερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα, με εξορθολογισμό δαπανών και υπηρεσιών, με σοβαρή και αξιοκρατική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, με εφαρμογή κυρώσεων στους ακατάλληλους και πολύ περισσότερο στους επίορκους, μια σοβαρή και αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης, μια σοβαρή και αποτελεσματική προσπάθεια να μαζευτούν έσοδα που χάνονται στη χοάνη της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, μια ταχύτερη και αποδοτικότερη αξιοποίηση κοινοτικών αναπτυξιακών πόρων, μια σοβαρή και ουσιαστική προσπάθεια να ανοίξουν αγορές και επαγγέλματα και να παταχθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά, πώς όλα αυτά, που αποτελούν διαχρονικά αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας, καθυστερούν τόσο δραματικά.

ΠΑΣΟΚ – Κυβέρνηση

Ο απόηχος των χειρισμών -κυρίως- από τους κ.κ. Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλου ως προς την περιβόητη λίστα με φερόμενους Έλληνες φοροφυγάδες στην Ελβετία προκαλεί έντονες αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα και δη στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο «βλέπει» το ένα μετά το άλλο κορυφαία στελέχη του να διαφοροποιούνται από την Ιπποκράτους. Τι έχετε να παρατηρήσετε αναφορικά με το παρόν και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ευρύτερης Κεντροαριστεράς; Σε ποιο βαθμό εκτιμάτε ότι απειλείται από τις τελευταίες εξελίξεις η συνοχή της κυβέρνησης;

Η περίφημη υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, με τις διαστάσεις που δείχνει να έχει πάρει τόσο στις σχέσεις με την Ελβετία και τη σχετική διαπραγμάτευση με τις Ελβετικές αρχές, όσο και στο εσωτερικό, συνδέεται μ’ αυτά που σας έλεγα πριν: είναι ένα κλασικό παράδειγμα κακών χειρισμών και έλλειψης συντονισμού μέσα στη λειτουργία του κράτους μας. Δεν έχει νόημα και νομίζω και καμία αξία μια δίκη προθέσεων. Εκείνο που έχει σημασία είναι να θέσουμε ως απόλυτη εθνική προτεραιότητα την υπόθεση της πάταξης της φοροδιαφυγής, που δημιουργεί δικαιολογημένο θυμό στους πολίτες εκείνους που επωμίζονται ένα δυσβάστακτο και δυσανάλογο βάρος της κρίσης. Κανείς δεν μπορεί να είναι περήφανος για τις φτωχές επιδόσεις μας σ’ αυτό τον τομέα.

Δεύτερον, είναι προφανές ότι η κρίση φέρνει στο προσκήνιο τις ευθύνες αλλά και τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος που πρέπει να ανασυνταχθεί, να εκσυγχρονιστεί και να εξυγιανθεί εκ βάθρων. Το ΠΑΣΟΚ, που επωμίστηκε και επωμίζεται μεγάλο πολιτικό κόστος για όσα έκανε -αλλά και για ορισμένα που δεν έκανε- για την αποτροπή της χρεοκοπίας της χώρας και την αντιμετώπιση της κρίσης, θα έπρεπε να έχει πάρει γενναίες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και πολύ καιρό. Πιστεύω ότι αυτό θα είχε συμβάλει στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσπάθειας εξόδου από την κρίση. Γιατί πέρα από τη συζήτηση και την αναζήτηση ευθυνών για το τί έγινε και τί δεν έγινε στη διάρκεια της τριετίας -μια συζήτηση που στοχοποιεί  κατά κύριο λόγο το ΠΑΣΟΚ- υπάρχει και η πιο ουσιαστική συζήτηση, που δεν άνοιξε ακόμα δυστυχώς, για τις αιτίες που μας έφεραν το 2009 στο χείλος της χρεοκοπίας.

Είναι ανάγκη να ξεκινήσει αυτή η προσπάθεια τώρα. Και η πρωτοβουλία πρέπει να ανήκει στις υγιείς δυνάμεις από το χώρο της Κεντροαριστεράς, που μπορεί και πρέπει να αναζητήσουν συγκλίσεις, χωρίς κομματικούς, παραταξιακούς και προσωπικούς εγωϊσμούς.  Και χωρίς πρωτοκαθεδρίες. Τα πρόσωπα ας κάνουν ένα βήμα πίσω για να βγουν μπροστά οι ιδέες και οι πολιτικές που μπορούν να μας πάνε μπροστά.

Με όλα της τα προβλήματα η ευρωπαϊκή  σοσιαλδημοκρατία, ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, έχουν αξίες, σχέδιο και προτάσεις που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση γι αυτή την προσπάθεια. Θέλω να πω ότι οι ιδέες υπάρχουν. Εκείνο που χρειάζεται είναι να πείσουμε ότι μπορούμε να τις υπηρετήσουμε με συνέπεια και αξιοπιστία, προσωπική και συλλογική.

Επιθυμείτε να σχολιάσετε τις μέχρι τώρα επιδόσεις της κυβέρνησης συνεργασίας;

Η σταθερότητα της κυβέρνησης πρέπει να διαφυλαχθεί γιατί από αυτήν περνάει σήμερα η σταθεροποίηση της κατάστασης της χώρας. Ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους και πιστεύω ότι αυτό είναι αντιληπτό από τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους.

Στο επίπεδο της συνοχής ωστόσο, όπως και στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Χρειάζεται μεγαλύτερη συλλογικότητα, ταχύτητα και αποφασιστικότητα στη λήψη αποφάσεων και χρειάζεται επίσης, επιτακτικά, να ανοίξει επιτέλους η ατζέντα του κυβερνητικού έργου και πέραν του Προγράμματος Προσαρμογής. Για να είμαι ακριβέστερη, χρειάζεται το Πρόγραμμα να ενταχθεί  σε ένα συνολικό εθνικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της χώρας. Οι δυο κεντροαριστεροί πόλοι της κυβέρνησης συνεργασίας, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜ.ΑΡ. μπορούν και πρέπει να πρωταγωνιστήσουν στη διαμόρφωση και την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

Νόμπελ Ειρήνης

Ποιες σκέψεις σας γεννά η απόδοση στην ΕΕ του Νόμπελ της Ειρήνης; Μία εξέλιξη η οποία γίνεται αποδέκτης μιας πολύπλευρης κριτικής.

Η δική μου προσέγγιση είναι διαφορετική, όχι γιατί δεν αντιλαμβάνομαι την κριτική αλλά γιατί σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που πρέπει να προσεγγίσουμε αυτή την απόφαση με αισιοδοξία. Από αυτή τη σκοπιά, η απόφαση της Νορβηγικής Ακαδημίας έχει έναν ιδιαίτερο πολιτικό συμβολισμό στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση το ίδιο το ευρωπαϊκό σχέδιο. Οι τάσεις ευρωσκεπτικισμού καταγράφονται αυξανόμενες στις περισσότερες μετρήσεις κοινής γνώμης. Το βραβείο λοιπόν είναι μια ευκαιρία να ανανεώσουμε την εμπιστοσύνη μας στο Ευρωπαϊκό όραμα, να ξαναθυμηθούμε τις αιτίες και τους λόγους που μας έφεραν όλους μαζί σε ένα κοινό σχέδιο με στόχο την ειρήνη και την ευημερία των λαών της Ευρώπης.

Βεβαίως δεν έχουμε ανάγκη μόνο από συμβολισμούς, ούτε μόνο με συμβολισμούς μπορεί το ευρωπαϊκό σχέδιο να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αλλά  η ανάγκη επιβεβαίωσης της δέσμευσης μας γύρω από το κοινό Ευρωπαϊκό όραμα νομίζω είναι και η βάση για καλύτερες και πιο ενοποιητικές πολιτικές που έχει ανάγκη η Ευρώπη σήμερα για να βγει από την δίνη της κρίσης.