«Λυπάμαι», δήλωσε η βουλευτής Καρολίν Μακάρθι με τη φωνή της να σπάει. «Περνάω πολύ δύσκολες στιγμές». Η Μακάρθι ήταν η πρώην νοσοκόμα από το Λονγκ Αϊλαντ που το 1996 έβαλε υποψηφιότητα για το Κογκρέσο σε μια σταυροφορία εναντίον των όπλων αφότου ο σύζυγος και ο γιος της έπεσαν θύματα επίθεσης από αγνώστους μέσα σε τρένο. Την Παρασκευή το πρωί, αφηγήθηκε η Μακάρθι, ξεκίνησε την ημέρα της δίνοντας συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο που έγραφε ένα άρθρο για το «πώς αισθάνονται τα θύματα όταν συμβαίνει μια τραγωδία». Και 15 λεπτά αργότερα, η τραγωδία συνέβη.

Ads

Η Μακάρθι, ο σύζυγος της οποίας σκοτώθηκε από την επίθεση και ο γιος της τραυματίστηκε σοβαρά, αποτελεί το πρόσωπο τη μαρτυρία του οποίου ζητούν όλοι, κάθε φορά που ένας παράφρων αδειάζει τα όπλα του σε αθώους πολίτες. Ωστόσο η σφαγή 20 μικρών παιδιών και 7 ενηλίκων στο Κονέτικατ την άφησε άφωνη και δακρυσμένη. «Δεν ξέρω πού πηγαίνει πια αυτή η χώρα. Δεν ξέρω πλέον ποιοι είμαστε», λέει.

Και ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του όταν προσπάθησε να καθησυχάσει το έθνος. Ηταν η τρίτη σχετική ομιλία έπειτα από μια τέτοια πολύνεκρη επίθεση κατά τη διάρκεια της θητείας του. «Είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους», είπε και έπειτα δυσκολεύτηκε να συνεχίσει.
 

Φυσικά, ήταν μια τραγωδία. Τραγωδίες συμβαίνουν πάντα: φυσικές καταστροφές, αυτοκινητικά δυστυχήματα, βίαια επεισόδια. Οσο είμαστε άνθρωποι θα είμαστε πάντα ευάλωτοι. Οταν όμως ένας ένοπλος σκοτώνει πρωτάκια σε ένα βουκολικό προάστιο του Κονέτικατ, τρεις ημέρες αφότου ένας ένοπλος πυροβολεί κόσμο σε εμπορικό κέντρο στο Ορεγκον, την ίδια χρονιά που ένοπλοι έχουν σκοτώσει ανθρώπους πυροβολώντας σε πλήθη στη Μινεάπολη, στην Τούλσα, σε έναν σιιτικό ναό στο Ουσικόνσιν, σε σινεμά του Κολοράντο, σε καφέ στο Σιάτλ και σε κολέγιο στην Καλιφόρνια, τότε το κακό το κάνουμε εμείς στον εαυτό μας.

Ads

 

Κάθε χώρα έχει ένα μικρό ποσοστό πνευματικά διαταραγμένων πολιτών. Εμείς τους δίνουμε την τεχνολογική ισχύ να παίξουν τον Θεό. Ολα αυτά αφορούν τα όπλα – την πρόσβαση στα όπλα που γίνονται διαρκώς πιο ισχυρά. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε το ένα περιστατικό μετά το άλλο, στα οποία ο θύτης χρησιμοποιεί όπλα με 30, 50, 100 σφαίρες. Εχω κουραστεί να ακούω γνωστούς να ισχυρίζονται ότι χρειάζονται τέτοιου είδους όπλα επειδή είναι πολύ κουραστικό να γεμίζει κάποιος το όπλο του συνεχώς όταν ασκείται στη σκοποβολή. Ή ότι οι πατέρες της ανεξαρτησίας ήθελαν να εξασφαλίσουν πως οι Αμερικανοί θα διατηρήσουν το δικαίωμά τους να φέρουν όπλα ικανά να σκοτώνουν δεκάδες άτομα μέσα σε δύο λεπτά.
 

Πρόσφατα η τοπική Βουλή του Μίσιγκαν ενέκρινε και έστειλε στον κυβερνήτη ένα νομοσχέδιο που, μεταξύ των άλλων, διευκολύνει τους πολίτες να έχουν επάνω τους όπλα μέσα στα σχολεία. Μετά τη σφαγή στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ την Παρασκευή, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζέις Μπόλγκερ δήλωσε ότι αυτό μπορεί να αποτελεί «τη διαφορά ζωής και θανάτου για πολλούς αθώους πολίτες». Αυτή είναι η δημοφιλής θεωρία της αυτοάμυνας των πολιτών, που αγνοεί άπειρες αποδείξεις ότι σε μια ξαφνική κρίση οι πολίτες με όπλα είτε δεν δύνανται να ανταποκριθούν είτε αντιδρούν πυροβολώντας τον λάθος στόχο.
 

Ηταν ίσως η δεύτερη πιο κακή δήλωση σε μια από τις χειρότερες ημέρες στην αμερικανική ιστορία, μετά την ερώτηση του Ρεπουμπλικανού Μάικ Χάκαμπι ότι από τότε που απαγορεύτηκε η προσευχή στα δημόσια σχολεία, «θα πρέπει να αισθανόμαστε έκπληξη ότι τα σχολεία γίνονται τόποι σφαγής;».

 

Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν επιχειρήματα για το εάν οι αυστηρότεροι έλεγχοι στις πωλήσεις όπλων ή ο περιορισμός στην αγορά σφαιρών θα έκανε τη διαφορά στο Κονέτικατ. Κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει σημασία. Η Αμερική χρειάζεται να αντιμετωπίσει τη βία από τα όπλα επειδή πρέπει να ορίσουμε εκ νέου το ποιοι είμαστε. Φθάσαμε σε σημείο το δικαίωμα να κατέχουμε ελεύθερα απεριόριστο αριθμό όπλων να θεωρείται πιο πολύτιμο από το δικαίωμα στην υγεία ή στην καλή εκπαίδευση. Πρέπει να γίνουμε καλύτεροι.
 

Την Παρασκευή, ο Πρόεδρος είπε: «Θα πρέπει να ενωθούμε και να λάβουμε μέτρα ώστε να προληφθούν άλλες τέτοιες τραγωδίες, ασχέτως της πολιτικής».
 

Ο χρόνος περνά. Και εμείς είμαστε ακόμα εδώ.

Πηγή: The New York Times via Τα Νέα