Η επιλογή της Καμάλα Χάρις ως υποψήφια αντιπροέδρου των ΗΠΑ, από τον Τζο Μπάιντεν, είναι ήδη γνωστή. Οι λόγοι, στους οποίους έγκεινται η συγκεκριμένη επιλογή, ασφαλώς σχετίζονται με τη δυναμική εικόνα που αποπνέει η Χάρις σε συνδυασμό με το δύσκολο οικογενειακό της παρελθόν, το προοδευτικό (;) της προφίλ και προπάντων, το χρώμα του δέρματος της, το οποίο μπορεί να αποβεί καθοριστικό για την έκβαση των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.

Ads

Πιο συγκεκριμένα, ο Theodore Johnson, σημαντικό στέλεχος του Brennan Center of Justice, έγραφε στον Guardian πως “η επιλογή του Μπάιντεν ώστε η Καμάλα Χάρις να είναι η σύντροφος του δείχνει ένα πράγμα: Πιστεύει ότι οι Μαύροι ψηφοφόροι είναι το κλειδί για τις πιθανότητές του να κερδίσει τον Λευκό Οίκο” .

Ασφαλώς, εδώ και πολλές δεκαετίες (από τα δημόσια έργα του New-Deal του Ρούσβελτ τη δεκαετία του 1930), οι μαύροι ψηφοφόροι στηρίζουν τους Δημοκρατικούς. Όμως, όπως επισημαίνει ο Johnson, η σημαντική μείωση της προσέλευσης των μαύρων ψηφοφόρων στις κάλπες κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016 (συγκριτικά με τις εκλογές του 2012) αποτελεί ένα στοίχημα για το δίδυμο Μπάιντεν-Χάρις. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί στο σημείο αυτό, πως το 2012, υποψήφιος για τους δημοκρατικούς ήταν ο Μπάρακ Ομπάμα, ενώ το 2016, η Χίλαρι Κλίντον.

Σε κάθε περίπτωση , ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου, όπως υποστηρίζει και ο Ανδρέας Κοσιάρης στο infowar, “επικοινωνιακά, η επιλογή (σσ. της Χάρις) έχει πολλά θετικά στοιχεία”, παρ’ όλα αυτά όμως, αποτελεί παράλληλα “άλλη μια χειραψία με το αμερικανικό status quo”. Άλλη μια χειραψία δηλαδή, με τη συνέχιση και διατήρηση των ανισοτήτων και της εργατικής εκμετάλλευσης, στη χώρα της Walmart και της Amazon. Είναι, με άλλα λόγια, μια (ακόμη) επικράτηση του πολιτικού μάρκετινγκ, εις βάρος της πολιτικής καθαυτής.
   
Πολιτικό μάρκετινγκ VS Πολιτική= Σημειώσατε Άσσο

Ads

Όπως αναφέρει λοιπόν η Καϊτατζή-Γουίτλοκ (2010, 146) σχετικά με το πολιτικό μάρκετινγκ, “οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζονται πρώτον ως πιόνια σε μια στρατηγική σκακιέρα και, δεύτερον, ως καταναλωτές”. Η επιλογή της Χάρις, όπως και γενικότερα, η επιλογή του Μπάιντεν να δηλώσει πως θα επιλέξει γυναίκα αντιπρόεδρο (το σημαντικότερο επιχείρημα του Μπάιντεν έως τώρα στα debate), κατά τη διάρκεια του σημαντικότατου debate με τον Μπέρνι Σάντερς πριν από μήνες, αποτελούν παραδείγματα πολιτικού μάρκετινγκ. Δίχως λοιπόν να λαμβάνονται πρακτικά υπόψιν οι πραγματικές ανάγκες δομικής αλλαγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, το επικοινωνιακό επιτελείο του Μπάιντεν, απλώς προχωρά σε επικοινωνιακά τεχνάσματα, τα οποία όπως φαίνεται, ενδεχομένως να απομακρύνουν τον Τραμπ από την εξουσία, με μια εκλογική νίκη των Δημοκρατικών.
Πιο συγκεκριμένα, η Καϊτατζή-Γουίτλοκ (2010,146) γράφει πως “η μορφή αλλά και το περιεχόμενο του προβαλλόμενου επικοινωνιακού πακέτου κρίνεται ότι διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Μια τέτοια αγοραία επικοινωνιακή πολιτική, αντιμετωπίζει τα κόμματα ως προϊόντα τα οποία πρέπει να πλασαριστούν και να “πωληθούν” στους ψηφοφόρους”, ενώ “στο ίδιο πλαίσιο, εκλαμβάνεται ότι οι πολιτικοί ασκούν λειτουργίες παράστασης παρόμοια με τους ηθοποιούς, οι οποίοι, επίσης, κρίνονται από το κοινό” (2010,146).

Επί της ουσίας, το μόνο ζήτημα που διακυβεύεται, είναι το οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου και μια εκλογική νίκη. Μια εκλογική νίκη βέβαια η οποία θα προέλθει από τους πολίτες, οι ζωές των οποίων επρόκειτο να αλλάξουν ελάχιστα και επιφανειακά προς το καλύτερο (μόνο και μόνο λόγω Τραμπ), σε περίπτωση που εκλεγεί ο Μπάιντεν. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Καϊτατζή-Γουίτλοκ (2010, 155), “τόσο οι πολιτικοί, όσο και οι δημοσιογράφοι τείνουν να αγνοούν τους πολίτες στο μεσοδιάστημα της τετραετίας, ενώ το αντίστροφο συμβαίνει στη σύντομη και εντατική φάση της προεκλογικής περιόδου”.

Με άλλα λόγια, η πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες (και όχι μόνο), λειτουργεί υπό όρους θεάματος, έχοντας απολέσει σημαντικά τον πραγματικό της ρόλο, τη λειτουργία της δηλαδή προς όφελος των πολιτών. Ασφαλώς, ενδείκνυται ότι σε καμία περίπτωση, η πολιτική μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος όλων των πολιτών στα σημερινά (νοθευμένα) δημοκρατικά πολιτεύματα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, έγκειται στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η καπιταλιστική κοινωνία (και η ηθική του κέρδους που τη συνοδεύει).

Παρ’ όλα αυτά όμως, η μετατροπή της πολιτικής σε “θέαμα”, με τους “καταναλωτές” του “πολιτικού προϊόντος” να είναι οι μελλοντικοί ψηφοφόροι, αποτελεί σε κάθε περίπτωση την επιβεβαίωση των λεγόμενων του Crouch, σχετικά με την περίοδο μέτα-δημοκρατίας την οποία διανύει ο δυτικός Κόσμος: “Η μετα-δημοκρατία αποτελεί ένα μοντέλο πολιτικής όπου η κοινωνία εξακολουθεί να κατέχει και να χρησιμοποιεί όλα τα θεσμικά όργανα της δημοκρατίας, αλλά μέσα από αυτά, η ενέργεια και η καινοτόμος ορμή απομακρύνονται από τη δημοκρατική αρένα προς τους μικρούς κύκλους μιας πολιτικοοικονομικής ελιτ … και η δημόσια εκλογική συζήτηση είναι ένα αυστηρά ελεγχόμενο θέαμα το οποίο διαχειρίζονται αντίπαλες ομάδες ειδικευμένων στις τεχνικές πειθούς και το οποίο εστιάζει σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που οι ομάδες αυτές έχουν
επιλέξει” (2004, όπως αναφέρεται σε Φραγκονικολόπουλο, 2017).

Είναι δεδομένο λοιπόν, πως “η προσφυγή στο πολιτικό μάρκετινγκ αποδεικνύει την εμπορευματοποίηση της πολιτικής” (2010,147), ενώ “και μόνο το επιλεγόμενο λεξιλόγιο, με όρους όπως “προϊόν”, συνιστά την επιτομή της πολιτικής χειραγώγησης των ψηφοφόρων” (2010, 147), όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Καϊτατζή-Γουίτλοκ. Από την στιγμή όμως που η “Πολιτική διαμεσολαβείται, πολλαπλώς, από τρίτα και αλλότρια χέρια” (2010, 148), η επιλογή της Χάρις δεν είναι σε καμία περίπτωση παράλογη.

Τα εν λόγω “τρίτα και αλλότρια χέρια”, αποτελούν τα χέρια των επικοινωνιακών επιτελείων. Η αποστολή των οποίων “συνίσταται στο να φιλοτεχνεί την εικόνα των πολιτικών αρχηγών ή και της ταυτότητας των κομμάτων” (2010, 146), απαντώντας στο ερώτημα “ποιες επιλογές ταιριάζουν στο πολιτικό-ιδεολογικό προφίλ του εκάστοτε κόμματος, χωρίς να διακινδυνεύει να αυτό-αναιρείται πολιτικά;” (2010,150).

Στην περίπτωση των Δημοκρατικών, η εικόνα του Τζο Μπάιντεν, παρά τις αρκετές γκάφες του και την αδιαφορία που χαρακτηρίζει την υποψηφιότητα του (υπό την έννοια πως είναι “μια από τα ίδια”), φιλοτεχνήθηκε με τρόπο τέτοιο ώστε αρχικά να παρουσιαστεί ως ο “σώφρων” και “έμπειρος” απέναντι στον “αντισυμβατικό”, “αντισυστημικό” και “σοσιαλιστή” Μπέρνι Σάντερς, η νεανική εκλογική βάση του οποίου ήταν αξιοθαύμαστη.

Εν συνεχεία, ο Μπάιντεν, παρουσιάστηκε ως “σοβαρός” απέναντι στον Τραμπ, εγχείρημα εύκολο και επιτυχημένο. Τώρα, ο Μπάιντεν, παρουσιάζεται ως ένα “πολιτικό προϊόν” (υπό τους όρους του πολιτικού μάρκετινγκ), το οποίο ναι μεν θα αντιπαρατεθεί στις αυταρχικές πολιτικές ενός αλαζόνα Τραμπ, όμως είναι “ελαφρύ” και “εύκολο στην πέψη”, καθώς δεν πρόκειται να προκαλέσει κάποια σημαντική αλλαγή στο κοινωνικό οικοδόμημα των ΗΠΑ ούτε φυσικά και στη ζωή των δισεκατομμυριούχων της χώρας.

Βέβαια, σε μια εποχή που η κατάσταση παγκοσμίως παραμένει τεταμένη σε υγειονομικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και φυσικά ηθικό επίπεδο (σε επίπεδο αξιών δηλαδή), σε μια εποχή που “οι επιχειρήσεις μετατρέπουν τους ανθρώπους που παράγουν σε χρηστικά αγαθά” (Κοέν, 2016, 341), η πολιτική θα έπρεπε να εκφράζει τις αντιλήψεις και τις ανάγκες μιας κοινωνίας, πόσο μάλλον στην “αμερικανική δημοκρατία” των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Παρ’ όλα αυτά, σημαντικότατη είναι και η δύναμη της ερμηνείας των πολιτικών μηνυμάτων, από τους πολίτες. Όπως υποστήριζε ο γνωστός κυνικός Διογένης λοιπόν, το μόνο που δεν μπορούν να ελέγξουν οι “δυνατότεροι” είναι ο τρόπος που μεταχειρίζεσαι τις σκέψεις σου. Τι λέτε; Ισχύει;

Βιβλιογραφία:
1. Φραγκονικολόπουλος Χ. (2017). Ευρωπαϊκή Ένωση: Η αναπόφευκτη πρόκληση της δημοκρατικής νομιμοποίησης . Αθήνα: Επίκεντρο.
2. Κοέν Τ. Α. (2016). Αν θέλεις την ισότητα γιατί είσαι τόσο πλούσιος; . Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
3. Καϊτατζή-Γουίτλοκ Σ. (2010). Μορφές και μέσα πολιτικής επικοινωνίας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
4. Σκουτερόπουλος, Ν. Μ. (Επιμ.) . (1998) .Οι Αρχαίοι Κυνικοί: Αποσπάσματα και Μαρτυρίες. Αθήνα:Γνώση.