Η παραπάνω αντίστιξη είναι δάνειο από συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου και δεν αφορά βέβαια τις παρελάσεις, που έγιναν χωρίς περίσκεψη εν μέσω πανδημίας. Το dictum του Σαββόπουλου επισημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί κάθε φορά που ακούμε για «εμβληματικά» εγχειρήματα, γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μην έχουν ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, το «εμβληματικό» το οποίο τίθεται προς συζήτηση είναι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που θα γίνει στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022.

Ads

Υπάρχουν συνέδρια και συνέδρια. Τον παλιό καλό καιρό, στις επιστημονικές συνευρέσεις γίνονταν μάχες. Μάχες σφοδρές, με σοβαρά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Από τα συνέδρια αυτά έβγαιναν συμπεράσματα, δηλαδή «γραμμές» για το πώς θα προχωρήσει η έρευνα, αλλά και οι πολιτικές για την έρευνα, την εκπαίδευση, την επιστήμη. Το ίδιο περίπου συνέβαινε και στα συνέδρια των πολιτικών κομμάτων (τουλάχιστον της Αριστεράς), που χαρακτηρίζονταν μάλιστα από περισσότερη «βία» και συχνά συνοδεύονταν από εκκαθαρίσεις.

Σήμερα, τα επιστημονικά συνέδρια είναι τα fora όπου εκθέτουν την πραμάτεια τους οι εταιρείες κατασκευής διαφόρων οργάνων. Είναι ακόμα μια ευκαιρία για εκδρομές σε επισκέψιμους χώρους, το πρόσχημα για ρομαντικές περιπέτειες ή το άλλοθι για επαφές κορυφής όπου κλείνονται συμφωνίες -όχι πάντοτε ακαδημαϊκού τύπου.

Τα κομματικά συνέδρια δεν έχουν φτάσει ακόμη σ’ αυτό το χάλι, αλλά συνήθως έχουν έναν εθιμοτυπικό-πανηγυρικό χαρακτήρα. Πώς να μιλήσουν άλλωστε οι χιλιάδες συνέδρων που συμμετέχουν, πως να ακουστούν οι απόψεις τους, πως να διασταυρωθούν ιδέες και επιχειρήματα μέσα σε ένα πλήθος που φλυαρεί, κουτσομπολεύει τον διπλανό του ή πίνει μακάρια τον καφέ του στο κυλικείο; Αυτό που έμεινε πλέον είναι οι «βαρυσήμαντες εισηγήσεις» των πολιτικών αρχηγών, οι χαιρετισμοί διάφορων αντιπροσωπειών και τα πηγαδάκια/συνεννοήσεις πριν την ψηφοφορία για την επιλογή των οργάνων. Ο προσυνεδριακός διάλογος έχει λίγο περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά κι εκεί ακόμα μιλάει κανείς στον αέρα, συμμετέχοντας σε συνεδριάσεις του τύπου «άντε, τελείωνε να τελειώνουμε».

Ads

Χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας εποχής είναι δε και το άλλο. Οι τάσεις και οι ομάδες είναι πλέον νομιμοποιημένες μέσα στα κόμματα. Έχουν εκπροσώπους, άτυπους αρχηγούς και μια κάποια εσωτερική συνοχή. Τα στελέχη τους κάνουν πολύ θόρυβο προσυνεδριακά μέσω δηλώσεων, εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, σχολίων κι εντατικής αρθρογραφίας. Έτσι δημιουργείται στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι «κάτι παίζεται». Τίποτε όμως δεν παίζεται. Μόλις αποτυπωθούν οι συσχετισμοί, κανείς δεν ασχολείται πλέον με θέσεις και απόψεις. Η όλη διαμάχη εξελίσσεται σε ένα πάρε-δώσε θώκων και οφιτσίων, που γίνεται με αξιοθαύμαστη προσήλωση στους άγραφους κανόνες των ισορροπιών. Μπορεί να ακούγεται αφοριστικό, αλλά αυτή είναι η πικρή αλήθεια -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα πολιτικά κόμματα μετά τη μεταπολίτευση.

Μπορεί (και θέλει) ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει αυτό το στερεότυπο στο 3ο συνέδριό του; Θα δείξει.  Όπως έγινε γνωστό, στο συνέδριο θα συμμετάσχουν τώρα, εκτός από τα εκλεγμένα μέλη του κόμματος, και πρόσωπα που έχουν αναδειχθεί μέσω της κοινωνικής προσφοράς τους. Το ποσοστό αυτών των αριστίνδην συνέδρων θα είναι ελάχιστο (περίπου 2%), αλλά θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει τον καταλύτη ενός ουσιαστικού διαλόγου, υπό την προϋπόθεση ότι οι σύνεδροι «εκ προσωπικοτήτων» θα είναι πραγματικά στελέχη αναδεδειγμένα μέσω του έργου και του δημόσιου λόγου τους και όχι ενεργούμενα του ενός ή του άλλου μηχανισμού.

Υπάρχει τέτοια προοπτική; Το ερώτημα εκκρεμεί. Η διεύρυνση του συνεδρίου προκάλεσε πάντως εσωτερικές αντιδράσεις στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Νίκος Φίλης είπε ότι «οι ποσοστώσεις επιτρέπονται μόνο για τις γυναίκες, τα άλλα είναι κόλπα για να βολεύουμε τους φίλους μας». Η πληρωμένη απάντηση στο σχόλιο του Φίλη ήρθε από τον Νίκο Παππά, που ανέφερε ότι «το τελευταίο που θα περίμενα από ανθρώπους που στο παρελθόν είχαν αναδειχθεί με ποσοστώσεις είναι να στρέφονται κατά των ποσοστώσεων». Το καρφί αφορά παλαιότερη συνδιάσκεψη, όπου, όπως λέγεται, είχε αποφασιστεί η συμμετοχή του Νίκου Φίλη και του Πάνου Σκουρλέτη στην Κεντρική Επιτροπή με ανάλογο τρόπο.

Άχαρα τα μου είπες-σου είπα. Αλήθεια λύνονται τέτοια προβλήματα με ποσοστώσεις; Αντί να προσκαλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ κάποιους ανθρώπους από τον χώρο της Οικονομικής Επιστήμης, του Περιβάλλοντος, της Υγείας, των Δικαιωμάτων, κλπ, στη «φασαρία» του συνεδρίου, δεν θα ήταν πιο προσφορο να διαβουλευθεί προηγουμένως μαζί τους και να ενσωματώσει τις ιδέες τους στα προγραμματικά υλικά; Αυτό και μόνο αυτό θα έδειχνε πραγματική διάθεση αξιοποίησης των ιδεών που προέρχονται από στελέχη της κοινωνίας. Το άλλο είναι λίγο (έως πολύ) σόλοικο και δεν κολακεύει κανέναν -ούτε αυτούς που προσκαλούν, ούτε εκείνους που προσκαλούνται για να συμμετάσχουν ως αριστίδην. 

Να το προχωρήσω λίγο πιο κει; Ας ξεχάσουμε προς στιγμήν τα μη κομματικά μέλη και τους αριστίνδην συνέδρους. Πόσες πιθανότητες έχει ένα δραστήριο μέλος μιας συνοικιακής κομματικής οργάνωσης, που δεν διαθέτει διασυνδέσεις με το ηγετικό απαράτ, να εκλεγεί στα όργανα; Πόσο αντιπροσωπευτική μπορεί να είναι η εκλογή οργάνων που γίνεται με κατευθυνόμενη σταυροδοσία ή με βάση την κομματική επετηρίδα; Αστεία πράγματα.

Και για να το κάνω ακόμα πιο ενδιαφέρον: πως θα μπορούσαν άραγε να αξιοποιηθούν στο συνέδριο (πρακτικά, αλλά κυρίως συμβολικά) μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι ταυτόχρονα και στελέχη της κοινωνίας με απόψεις και έργο, αλλά δεν εξελέγησαν από τις οργανώσεις τους ως σύνεδροι για διάφορους λόγους; Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να μην ικανοποιούν το κριτήριο του συνέδρου μη-μέλους, αλλά δεν παύουν να έχουν μια αξία και μια ακτινοβολία.
 
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει τονίσει ότι «ακόμη και μόνος του να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο στόχος μας και η απόφασή μας είναι να δώσουμε χώρο στην κοινωνία». Επίσης έχει πει ότι «θέλουμε προσωπικότητες που έχουν αναδειχθεί μέσα από την κοινωνία, είτε μέσα από τα κινήματα ή μέσα από την εκπροσώπηση συγκεκριμένων παραγωγικών ομάδων και οι οποίες ανέδειξαν τη δυναμική τους, την ικανότητά τους, τις γνώσεις τους, την τεχνοκρατική τους επάρκεια και όχι κατ’ ανάγκη σε όλες τις θέσεις εκπροσώπους του κόμματος». Ωραία. Ιδού λοιπόν η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!