Παρακολουθώ και σέβομαι την τεράστια πραγματικά προσπάθεια που καταβάλλουν οι συνδικαλιστικές μας Ενώσεις για τα καθαρά συνδικαλιστικά μας θέματα, είτε αυτά άπτονται απολύσεων, είτε επιθέσεων κατά των ταμείων μας, αναρωτιέμαι όμως πόση τελικά απήχηση έχουν για έναν επαγγελματικό κλάδο που καθημερινά χάνει το κύρος του στα μάτια της κοινωνίας. Της Μαρίνας Βήχου

Ads

Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν είπα να κάνω την δική μου δημοσκόπηση και επί ένα δεκαπενθήμερο ρωτούσα γνωστούς αλλά και αγνώστους, για το κατά πόσο παρακολουθούν τις ειδήσεις από τα ΜΜΕ. Τα συμπεράσματα που συγκέντρωσα είναι ενδεικτικά και τα παραθέτω.
 
Σε ποσοστό 8/10 άτομα με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο αρνούνται πλέον την μορφή ειδησεογραφίας που προσφέρεται από τους κρατικούς και τους ιδιωτικούς ράδιο τηλεοπτικούς σταθμούς και προτιμούν είτε την ηλεκτρονική ενημέρωση από site που θεωρούν ότι τους εκφράζουν, είτε ενίοτε από εφημερίδες ( Ελευθεροτυπία, Ποντίκι κ.λ.π). Στα άτομα πάλι μεσαίου μορφωτικού επιπέδου, στις ηλικίες μάλιστα που δεν υπάρχει ιδιαίτερη γνώση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης τα ποσοστά πέφτουν στο 5/5 στην παρακολούθηση των ειδήσεων από τους κρατικούς και ιδιωτικούς ράδιο τηλεοπτικούς σταθμούς.
 
Το ενδιαφέρον δε είναι ότι αυτή η έλλειψη δεν αντικαθίσταται ούτε από το διάβασμα εφημερίδων ούτε από την ηλεκτρονική πληροφόρηση, που σημαίνει ότι λειτουργούν άλλα κανάλια έμμεσης πληροφόρησης, όπως οι συγγενείς, η γειτονιά, οι παρέες, οι συνάδελφοι.
 
Ανεξάρτητα δε από το ζήτημα της μόρφωσης όλοι όσοι αρνούνται πλέον να ανοίξουν τις τηλεοράσεις τους για να ακούσουν τα δελτία των 8 ή των 9 μου απάντησαν ότι το κάνουν είτε γιατί τους πιάνει κατάθλιψη, είτε γιατί νιώθουν έντονο το αίσθημα κάποια στιγμή να σπάσουν το γυάλινο κουτί από την οργή που τους δημιουργείται.
 
Θεωρούν δε ότι η πλειοψηφία των τηλεαστέρων που παρελαύνει στα κεντρικά δελτία των ειδήσεων καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματική ενημέρωση. Τους θεωρούν απλά και μόνο προπαγανδιστές,και μάλιστα σε τελική ανάλυση κακούς γιατί προκαλούν αποστροφή στον κόσμο, ο οποίος πλέον γνωρίζει και το πόσο αδρά πληρώνονται για την δουλειά που κάνουν.
 
Και εδώ είναι που τίθεται το ερώτημα κατά πόσο δηλαδή οι συνδικαλιστικές μας Ενώσεις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους ότι η στρεβλή εικόνα της ενημέρωσης που περνάει κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια είτε μέσα από τα δελτία των 8 και των 9 , είτε μέσα από τις εκπομπές στρογγυλής τραπέζης, είτε μέσα από κίτρινες φυλλάδες, που έχουν αυξήσει τελευταία το αναγνωστικό τους κοινό ,θίγει όχι μόνο το κύρος του επαγγέλματος μας αλλά υπονομεύει την ίδια την Δημοκρατία.
 
Επειδή δε στην Ελλάδα όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί δεν πάσχουμε από νόμους όσο από την εφαρμογή τους ανέτρεξα στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ και της ΠΟΕΣΥ, ένα ομολογουμένως εξαιρετικό κείμενο. Στο προοίμιο του λοιπόν ο Κώδικας αυτός αναφέρει ότι στόχος της σύνταξης του είναι «η κατοχύρωση της ελευθερίας της πληροφόρησης και της έκφρασης… Η θωράκιση της ελευθερίας επ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας».
 
Στο άρθρο 1 υπογραμμίζει ότι « η πληροφορία  είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας, ότι πρώτιστο καθήκον είναι η δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας και ότι αποτελεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική η διαστρέβλωση, η απόκρυψη, η αλλοίωση ή η πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών».
 
Στο άρθρο 3 πάλι αναφέρεται ότι ο δημοσιογράφος οφείλει «να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και επίσης να μην δέχεται τη σύνταξη είδησης, σχολίου ή άρθρου κατά τις υποδείξεις των προϊσταμένων ή του εργοδότη του, αν το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
 
Το δε άρθρο 8 αναφέρει ότι οι παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα ελέγχονται από τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια και συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν σχετικές κυρώσεις.
 
Αναρωτιέμαι πόσες φορές τα δύο τελευταία χρόνια που έχουμε πλήθος τέτοιων παραβάσεων έχουν παραπεμφθεί δημοσιογράφοι στα Πειθαρχικά. Και το θέμα τίθεται γιατί υπάρχει ένα κενό στον Κώδικα για το ποιός έχει την ευθύνη για την έναρξη της διαδικασίας παραπομπής.
 
Και τι εννοώ; Ένας δημοσιογράφος από μόνος του μπορεί να φοβηθεί να τα βάλει με κάποιον τελεαστέρα- αυτό έχει μιά λογική- η ίδια όμως η Ένωση δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Αντί να βγαίνουν απανωτές εκκλήσεις το τελευταίο διάστημα τόσο από την ΠΟΕΣΥ όσο και από την ΕΣΗΕΑ για την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση προορίζονται- η κοινή γνώμη δεν τις πληροφορείται- και που αυτοί στους οποίους απευθύνονται τις γράφουν στα παλιότερα των υποδημάτων τους, μήπως θα έπρεπε αυτεπάγγελτα η ΕΣΗΕΑ ή  η ΠΟΕΣΥ να αναλάβει την διαδικασία της παραπομπής και να την δημοσιοποιήσει με κάθε τρόπο.
 
Ξέρω ότι η πρόταση που κάνω δεν είναι εύκολη, αλλά δεν ζούμε και σε εύκολους καιρούς. Πάει πια η εποχή που ο κόσμος άκουγε δημοσιογράφος και έδειχνε εκτίμηση  και σεβασμό, τώρα το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» απηχεί σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και αυτό έχει τις συνέπειες του όχι μόνο σε μας και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας αλλά στην Ίδια την έννοια της Δημοκρατίας. 
 
Και τέλος – και ας ακουστώ ρομαντική – αν δεν μπορεί ούτε αυτή η πρόταση να υλοποιηθεί, θα ονειρεύομαι την μέρα που θα γεμίσει η Αθήνα με τρικάκια που θα γράφουν «Ελληνίδες, Έλληνες κλείστε τα αυτιά σας στα δελτία της τρομοκρατίας και της διαστρέβλωσης. Ζήτω η Δημοκρατία» και θα το υπογράφει η ΕΣΗΕΑ. Τουλάχιστον θα είναι μια κάποια πράξη αντίστασης.