Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Στον σύγχρονο κόσμο οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με πληθώρα πολυδιάστατων και σύνθετων προβλημάτων, όπως η φτώχεια, η διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, οι συνεχείς περιβαλλοντικές καταστροφές και η ενίσχυση αυταρχικών και ακροδεξιών μορφών διακυβέρνησης.
Όλα τα παραπάνω μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα όμως αποτελούν εκφράσεις ενός βαθύτερου διαρθρωτικού προβλήματος, της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (Foucault, 2012; Harvey, 2007). Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, που λειτουργεί ως κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έχει επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία και έχει επιφέρει κομβικές μεταβολές σε διάφορα επίπεδα.
Πιο συγκεκριμένα, ο νεοφιλελευθερισμός, ως κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία, στηρίζεται στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και περιορίζει δραστικά τον ρόλο του κράτους στην παροχή κοινωνικής προστασίας. Αυτό εκδηλώνεται μέσω πολιτικών όπως η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών και η μείωση των κοινωνικών δαπανών (Harvey, 2007).
Η αποδόμηση αυτή έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται, οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες μένουν συνεχώς εκτεθειμένες στην υποχώρηση του βιοτικού τους επιπέδου και η συγκέντρωση πλούτου στα χέρια λίγων αυξάνεται ολοένα και περισσότερο (Streeck, 2019).
Η επίδραση του νεοφιλελευθερισμού δεν περιορίζεται μόνο στις οικονομικές ανισότητες. Οι πολιτικές λιτότητας και το συνεχές αίσθημα αβεβαιότητας οδηγούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε απογοήτευση και απαξίωση της πολιτικής. Ταυτόχρονα, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, υποβαθμίζοντας τις συλλογικές αξίες και προωθώντας τον ατομοκεντρισμό, οδηγεί σε κοινωνική αποξένωση και αποδυναμώνει τη λαϊκή συμμετοχή στους δημοκρατικούς θεσμούς (Crouch, 2011).
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ακροδεξιά βρίσκει γόνιμο έδαφος για την άνοδό της, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια και τις ανασφάλειες των πολιτών. Η ρητορική της στηρίζεται στο φόβο για την απώλεια της εθνικής ταυτότητας και στην περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, κατευθύνοντας την οργή αυτών των τμημάτων ενάντια σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι μετανάστες, και όχι στις συστημικές αιτίες των προβλημάτων. Αυτή η ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων εντείνει περαιτέρω την υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών και οδηγεί τα φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα σε έναν φαύλο κύκλο αστάθειας (Mudde, 2020).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προαναφερθέντων μπορούμε να θεωρήσουμε τη Γερμανία, η οποία ήταν από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη που δεν είχαν ακροδεξιό κόμμα στο κοινοβούλιό τους. Για πάρα πολλά χρόνια είχε αντισταθεί σθεναρά στην τάση αυτή, περιθωριοποιώντας τα κόμματα αυτά, ειδικά σε εθνικό επίπεδο, γεγονός που αντανακλούσε την ιστορική της δέσμευση στη δημοκρατία και τον αντιφασισμό.
Όλα αυτά άλλαξαν με την ίδρυση της Alternative für Deutschland (AfD) [Εναλλακτική για τη Γερμανία] το 2013 (Arzheimer, 2015). Οι περίπλοκοι και πολυδιάστατοι παράγοντες που οδήγησαν στην αλλαγή αυτή και η εξελικτική πορεία του κόμματος είναι το αντικείμενο του παρόντος κειμένου.
Η γέννηση της ΑfD και η άνοδος της Ακροδεξιάς στη Γερμανία
Μέχρι την ίδρυση της AfD, τα εξτρεμιστικά και τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα δεν είχαν καταφέρει να καθιερωθούν στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας. Ενώ κατά τα μεταπολεμικά χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους διάφορα ακροδεξιά κόμματα, με σημαντικότερο το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (NPD), τα περισσότερα εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν με μεγάλη ταχύτητα (Mudde, 2020).
H Γερμανία, για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούσε μια δύσκολη χώρα για την ανάπτυξη και την επιβίωση ακροδεξιών κομμάτων, καθώς ο γερμανικός εθνικισμός είχε απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της ναζιστικής εμπειρίας, και οι μεταπολεμικές πολιτικές ελίτ είχαν ως βασικό τους στόχο τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας και την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από πολλούς ερευνητές, συμπεριλαμβανομένου του Mudde, έχει υποστηριχθεί πως η σταθερότητα της Γερμανίας ήταν αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος θεσμικών χαρακτηριστικών. Από τη μια, το μεικτό αναλογικό εκλογικό σύστημα με τη ρήτρα του 5% λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη συμμετοχή εξτρεμιστικών κομμάτων στην πολιτική.
Από την άλλη, η μετατροπή της Γερμανίας σε «κομματικό κράτος», όπου τα κόμματα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διακυβέρνηση και στη λειτουργία του κράτους, είχε δημιουργήσει ένα στεγανό πολιτικό σύστημα, στο οποίο δεν υπήρχε χώρος για την ανάδειξη αντισυστημικών δυνάμεων (Mudde, 2007).
Τέλος, η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό και η ευρωπαϊκή ενοποίηση ωφέλησαν σημαντικά την ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά την οικονομία της χώρας. Ωστόσο, η δυσαρέσκεια που άρχισε να αναπτύσσεται σε μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη γέννηση ενός νέου πολιτικού κόμματος, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) (Lees, 2018).
H AfD ιδρύθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2012, όταν δυσαρεστημένα μέλη της CDU (και πιο συγκεκριμένα οι Konrad Adam, Alexander Gauland και Bernd Lucke) ίδρυσαν μια ομάδα πολιτικής δράσης, την Εκλογική Εναλλακτική 2013 (Wahlternative 2013), από την οποία έναν χρόνο αργότερα προέκυψε η AfD. Το αρχικό μανιφέστο του κόμματος, αν και σύντομο, έδινε περισσότερο σημασία σε θέματα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, όπως η ελευθερία επαναφοράς εθνικών νομισμάτων ή ένταξης σε νέες νομισματικές ενώσεις.
Κομβικής σημασίας για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γερμανία ήταν ο αντίκτυπος των τριών κρίσεων που συντάραξαν την Ευρώπη: της οικονομικής κρίσης του 2008, της «προσφυγικής κρίσης» του 2015 και του Brexit (2016-2020). Οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2008 μπορεί μεν να ήταν αρκετά έντονες στη Γερμανία, αλλά σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως αυτές του μεσογειακού Nότου, η οικονομική της ανάκαμψη ήταν εντυπωσιακή.
Έως το 2014, η γερμανική οικονομία ήταν και πάλι πλεονασματική, ενώ όλες οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες παρέμεναν ακόμη ελλειμματικές. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Γερμανία ξεπέρασε την κρίση σχεδόν αλώβητη, η ηγετική θέση που διαδραμάτισε κατά την περίοδο αυτή και η συμμετοχή της στη διαχείριση της κρίσης, κυρίως μέσω αλλεπάλληλων πακέτων διάσωσης προς τις οφειλέτριες χώρες, παρείχε το έναυσμα για την εξάπλωση του ευρωσκεπτικισμού, που προωθούσε η AfD, και την εξασφάλιση υποστήριξης από πολίτες που φοβούνταν την οικονομική αστάθεια ή ήταν αντίθετοι στις πολιτικές διάσωσης (Lees, 2018).
Οι αλλαγές στην ιδεολογική ταυτότητα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία
Η προσφυγική κρίση του 2015 επέφερε ριζικές αλλαγές στην ιδεολογική ταυτότητα της AfD. Από τη δημιουργία της έως και το 2015, η AfD ήταν ως επί το πλείστον ένα κόμμα ευρωσκεπτικιστικό αλλά ταυτόχρονα και οικονομικά φιλελεύθερο, στοιχείο που άρχισε να μεταβάλλεται από το 2015 και έπειτα, όπου παρατηρείται μια προφανής μετατόπιση προς την Ακροδεξιά. Ειδικότερα, κατά τα έτη 2015 με 2016 πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες και πρόσφυγες έφτασαν στη Γερμανία (Lochocki, 2015). Η πολιτική ανοικτών συνόρων που ακολουθούσε η Καγκελάριος Angela Merkel δεν βρήκε υποστήριξη από μεγάλο μέρος της εκλογικής της βάσης.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η AfD να μετατοπίσει την πολιτική της στάση σε πιο ριζοσπαστικές και επιθετικές θέσεις, ιδιαίτερα ενάντια στους μετανάστες. Την ίδια χρονιά, η Merkel αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως η κυβέρνησή της είχε «κάνει λάθη» και να αλλάξει την προσέγγισή της, χάνοντας έτσι μέρος της αξιοπιστίας της, ενώ η AfD, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, κατόρθωσε να ανεβάσει τα ποσοστά της στις εκλογές του 2017.
Είναι επίσης εξίσου σημαντικό να αναφερθεί πως το 2015 υπήρξαν έντονες εσωκομματικές διαμάχες στην AfD, μεταξύ των πιο ριζοσπαστικών και των πιο μετριοπαθών μελών του κόμματος, γεγονός που οδήγησε στην απομάκρυνση πολλών μετριοπαθών στελεχών, όπως ήταν ο συμπρόεδρος του κόμματος Berndt Lucke και πολλοί ευρωβουλευτές. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως o όρος «μετριοπάθεια» σε ένα κόμμα όπως η AfD αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην υιοθέτηση λιγότερο ριζοσπαστικών θέσεων, με μεγαλύτερη
Πλέον, η αρχική επικέντρωση της AfD στην κριτική της οικονομικής πολιτικής αντικαταστάθηκε από μια ευρύτερη ακροδεξιά ατζέντα, που περιλάμβανε θέματα όπως η εθνική ταυτότητα, η πολιτισμική ομοιογένεια, η υπεροχή της γερμανικής κουλτούρας και η αντίθεση στο Ισλάμ. Η ρητορική του κόμματος εστίασε στη δημιουργία ενός εθνικιστικού αφηγήματος το οποίο αντιπαραβάλλει τον εθνικά ομοιογενή «λαό» προς τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ (Decker, 2017).
Όπως προαναφέρθηκε, το ιδεολογικό προφίλ της AfD είχε υποστεί πολλές αλλαγές ήδη από την ίδρυσή του έως το 2017, καθώς οι περισσότερες αναφορές περί υπεροχής της ελεύθερης αγοράς και η κριτική έναντι της ευρωζώνης είχαν πλέον αντικατασταθεί από μια πιο «ορθόδοξη» ακροδεξιά ατζέντα. Η στροφή αυτή θα γινόταν ακόμη πιο αισθητή με την αλλαγή ηγεσίας το 2017, όταν η Frauke Petry αντικαταστάθηκε από τους Αlexander Gauland και Alice Weidel.
Η συνεργασία των Gauland και Weidel συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός συνδυασμού στρατηγικής και ιδεολογίας. Ο Gauland προσέφερε τη λαϊκιστική ώθηση και την έντονη εστίαση σε θέματα ταυτότητας και εθνικισμού, ενώ η Weidel, ως «κλασική φιλελεύθερη», όπως αυτοπροσδιοριζόταν, παρουσίασε την AfD ως κόμμα που εκπροσωπεί τους «ξεχασμένους» Γερμανούς, υπογραμμίζοντας τον άδικο χαρακτήρα της Ευρωζώνης, που μεταφέρει γερμανικό πλούτο προς τις ασθενέστερες οικονομίες της ΕΕ.
Μαζί κατάφεραν να ενισχύσουν την απήχηση της AfD, προσελκύοντας ψηφοφόρους από διάφορες κοινωνικές ομάδες και διαμορφώνοντας ένα κόμμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πλατφόρμα τόσο για οικονομικά φιλελεύθερους όσο και για κοινωνικά συντηρητικούς ψηφοφόρους. Η στροφή αυτή αντικατοπτρίστηκε έντονα στην πολιτική εικόνα της AfD, η οποία, από το 2017 και έπειτα, υιοθέτησε μια ισχυρή αντιμεταναστευτική και αντιισλαμική ρητορική, ενώ η ευρωσκεπτικιστική αφήγηση ενσωματωνόταν ολοένα και περισσότερο σε μια γενικότερη ακροδεξιά κριτική του γερμανικού πολιτικού συστήματος (Weisskircher, 2023).
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως βασικό μοχλό της κανονικοποίησης και την ανόδου της AfD αποτέλεσε το Brexit. Το Brexit, αν και δεν τέθηκε ως βασικό ζήτημα προς συζήτηση στις γερμανικές εκλογές, είχε έμμεσο αντίκτυπο στο πολιτικό αφήγημα της AfD. Το κόμμα εκμεταλλεύτηκε την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ, προβάλλοντάς την ως παράδειγμα της απογοήτευσης από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Παρουσίασε το Brexit ως απόδειξη ότι ένα έθνος μπορεί να «ανακτήσει την κυριαρχία του» και να αμφισβητήσει την ηγεμονία των Βρυξελλών. Όλα τα παραπάνω συντέλεσαν ώστε η AfD να μετακινηθεί από τον «τεχνοκρατικό ευρωσκεπτικισμό» σε έναν πιο γενικευμένο και συγκινησιακό λόγο κατά της ΕΕ και στάθηκαν το έναυσμα για τη σύνδεση του ευρωσκεπτικισμού με την εθνική ταυτότητα και την αντίθεση στη μετανάστευση (Lees, 2018).
Τα τελευταία χρόνια, η AfD έχει διατυπώσει διάφορες θέσεις σε φλέγοντα ζητήματα στο γερμανικό κοινοβούλιο, προωθώντας μια καθαρά αντισυστημική ατζέντα. Πιο συγκεκριμένα, είναι αντίθετη στην παροχή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, προβάλλοντας μια αντινατοϊκή στάση. Επίσης, τάσσεται ενάντια στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας και απορρίπτει πολιτικές αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο ενέχει κινδύνους λόγω της παγκόσμιας πολιτικής αστάθειας.
Όσον αφορά την οικονομία, το κόμμα παραμένει προσκολλημένο σε μια αυστηρή γραμμή δημοσιονομικού συντηρητισμού, υποστηρίζοντας σθεναρά την επαναφορά του «φρένου στο χρέος». Τέλος, αντιτίθεται σφοδρά στο κλιματικό πακέτο της γερμανικής κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντάς το «οικολογικό εξτρεμισμό» και ζητώντας την άμεση άρση των περιορισμών στις παραδοσιακές μορφές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης.
Τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων των ετών 2017, 2021 και 2025 στη Γερμανία αποτυπώνουν τις αλλαγές στις πολιτικές προτιμήσεις και τάσεις της γερμανικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την AfD, σκιαγραφώντας πιο καθαρά την πολιτική στροφή της κοινωνίας προς την Ακροδεξιά.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, ο νεοφιλελευθερισμός, με την κοινωνική απορρύθμιση, την ανασφάλεια και την περιθωριοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, δημιουργεί γόνιμο έδαφος για ρητορικές που εστιάζουν στο φόβο, την απειλή, την πολιτισμική «αλλοίωση» και την απώλεια ταυτότητας.
Η Ακροδεξιά έρχεται να καλύψει αυτό το ιδεολογικό κενό, προτείνοντας «απλές λύσεις» σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα, μετατοπίζοντας τη δημόσια συζήτηση από τις κοινωνικές αιτίες στα «αντικείμενα του μίσους», όπως οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητες ή γενικότερα οι «άλλοι». Στη ρίζα όλων αυτών βρίσκεται μια κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία είναι συνυφασμένη με τις πολιτικές λιτότητας, την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και την αποδυνάμωση των συλλογικών μορφών οργάνωσης.
Η μελέτη του γερμανικού παραδείγματος, με την πορεία και τις επιδόσεις της AfD, ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο η ακροδεξιά ρητορική προσαρμόζεται στον δημόσιο διάλογο ώστε να φαίνεται θεσμικά νομιμοποιημένη, αξιοποιώντας ρωγμές στο πολιτικό σύστημα και μεταλλάσσοντας τον εθνικισμό σε ένα είδος διαμαρτυρίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εθνικιστικός λαϊκισμός δεν εκφράζει πια μόνο ένα περιθώριο, αλλά διεκδικεί στο πολιτικό προσκήνιο με όρους κανονικότητας.
Αναδεικνύεται, συνεπώς, η ανάγκη για έναν πιο ουσιαστικό και ολιστικό τρόπο κατανόησης της ανόδου της Ακροδεξιάς: όχι ως «παρεκτροπής» ή ιστορικής παρένθεσης, αλλά ως συμπτώματος βαθύτερων κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Πλέον δεν αρκεί να απορρίπτεται η Ακροδεξιά με όρους ηθικής καταδίκης ή θεσμικής απομόνωσης. Αντιθέτως, απαιτείται μια συστηματική επεξεργασία εναλλακτικών πολιτικών αφηγήσεων που θα επανανοηματοδοτούν την έννοια της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης και της δημοκρατικής συμμετοχής.
Η επαναδιατύπωση του δημόσιου λόγου με επίκεντρο την κοινωνική δικαιοσύνη, τα κοινωνικά δικαιώματα, τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων και το σεβασμό στη διαφορετικότητα είναι ένα σημαντικό βήμα για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής αφήγησης που μπορεί να αντισταθεί στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Δυστυχώς η άνοδος της Ακροδεξιάς στις μέρες μας δεν αποτελεί ένα απλό πολιτικό φαινόμενο προς μελέτη, αλλά ένα πολιτισμικό –ίσως και αξιακό- σύμπτωμα της εποχής μας.
* Αγγελική Καρβούνη, ΔΠΜΣ Κοινωνικά Δικαιώματα και Συνηγορία στις Κοινωνικές Υπηρεσίες, Πάντειο Πανεπιστήμιο και ΠΑΔΑ – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >