Αν παρομοιάσουμε την κοινωνία με μια σκάλα, όπου όσο πιο ψηλά βρίσκεσαι από την βάση της, τόσο πιο προνομιούχος είσαι σε σχέση με τους άλλους, τότε στο τελευταίο σκαλοπάτι βρίσκονται κατά κανόνα οι ζητιάνοι. Όχι γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο να ζήσουν και γι’ αυτό ζητιανεύουν, αλλά γιατί η ζωή τους και ο θάνατός τους εξαρτάται αποκλειστικά από τις μαφίες, οι οποίες τους εκμεταλλεύονται. Μαφίες, οι οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αόρατες από το κοινωνικό σύνολο αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι αόρατες και για την αστυνομία, γιατί η αστυνομία, με βάση τους υπάρχοντες νόμους, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να συλλάβει ένα ζητιάνο με την κατηγορία της επαιτείας και, ανακρίνοντάς τον, να μάθει ποιος τον εκμεταλλεύεται. Κάτι, το οποίο δεν γίνεται ποτέ, αν κρίνουμε από την ειδησεογραφία, γιατί ποτέ δεν μου έτυχε να διαβάσω ότι αποκαλύφθηκε κύκλωμα εκμετάλλευσης ζητιάνων. Κι όμως, τέτοια κυκλώματα είναι τόσο υπαρκτά, ώστε έχουν εμπνεύσει μερικά από τα καλύτερα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, όπως το «Όλιβερ Τουίστ» και το «Ο καιρός των τσιγγάνων».
Η απόλυτη εξουσία που έχει πάνω στους ζητιάνους το οργανωμένο έγκλημα και η απουσία οποιασδήποτε προστασίας τους από την αστυνομία ή οποιοδήποτε θεσμό, ο οποίος αστυνομεύει τις πόλεις, δημιουργεί φρικτά θεάματα για οποιονδήποτε διασχίζει τους δρόμους, όπου η μαφία τοποθετεί τους ζητιάνους. Από νεαρά κορίτσια με μωρά ή παιδάκια στην αγκαλιά, στα οποία έχει επιβληθεί να κοιμούνται όλη την ημέρα στην αγκαλιά των κοριτσιών, μέχρι ανθρώπους όλων των ηλικιών και των φύλων, στους οποίους έχουν παραμορφωθεί ή αφαιρεθεί μέλη του σώματος, η τους έχουν επιβληθεί φρικτές στην όψη δερματικές αρρώστιες. Μάλιστα, τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονται οι ζητιάνοι πρέπει να είναι τόσο σκληρά, ώστε πολλές φορές υποχρεώνονται να ζητιανεύουν με θλιβερά θεαματικό τρόπο, όπως το να ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο, να φοράνε κουρέλια, να κουτσαίνουν φρικτά κλπ. Οι πιο τρομακτικές εικόνες που έχω αποκομίσει από την δολοφονική εκμετάλλευση των ζητιάνων εκτείνονται από σώματα φρικτά παραμορφωμένα από φωτιά, και μέλη του σώματος τα οποία έχουν αρχίσει να παθαίνουν γάγγραινα, μέχρι πόδια, τα οποία αντί από το γόνατο και  κάτω να λυγίζουν προς τα πίσω, λυγίζουν προς τα μπρός!
Όμως, ο κόσμος των ζητιάνων αποτελεί ταμπού, δηλ. κάτι το οποίο όλοι μας έχουμε εξορίσει από την κοινωνική μας ευαισθητοποίηση, η οποία, το πολύ-πολύ εξαντλείται στο να δίνουμε στους ζητιάνους κανένα ψιλό, για να τους δείξουμε ότι δεν είναι για μας αόρατοι και απαντάμε στα «αιτήματά» τους. Ίσως να είμαι πολύ απληροφόρητος αλλά δεν έχω ποτέ δει το  ζήτημα της δολοφονικής εκμετάλλευσης των ζητιάνων από το οργανωμένο έγκλημα, να απασχολεί κανέναν πολιτικό ή κοινωνικό φορέα, πέρα από κάποιες φιλανθρωπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες κάποιες φορές μοιράζουν φαϊ στους ανθρώπους του δρόμου. Κι όμως, η παρουσία των ζητιάνων είναι τρανταχτή, γιατί για φόντο της έχει τα πιο κεντρικά σημεία των μεγαλουπόλεων και τα πιο μεγαλοπρεπή και εντυπωσιακά δημόσια κτίρια. Παρόλα αυτά, όσοι έχουν φωνή και εξουσία, αντιμετωπίζουν τους ζητιάνους σαν αόρατους. Μάλιστα, κάποιες φορές, η παρουσία των ζητιάνων δεν διαταράσσεται ούτε από διαδηλώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε  εκτεταμένες ταραχές. Μπορεί «ο κόσμος να χάνεται» γύρω τους, αυτοί είναι υποχρεωμένοι από την μαφία να παραμείνουν στα πόστα τους. Αλλά και αν κάποιες από τις  κινητοποιήσεις πολιτικού χαρακτήρα φέρνουν στο πέρασμα του χρόνου κάποια αποτελέσματα, η μοίρα των ζητιάνων παραμένει ίδια και απαράλλαχτη και μάλιστα, όλο και περισσότερα άτομα, όλων των ηλικιών, καταλήγουν στα δίχτυα του οργανωμένου εγκλήματος και έτσι παύουν να υπάρχουν για την κοινωνία, όπως δεν υπήρχαν οι κοπέλες που αρπαζόντουσαν και κατέληγαν στα χαρέμια των μουσουλμάνων αξιωματούχων. Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο ήταν (και μάλλον είναι) να ξεφύγει μια γυναίκα από το χαρέμι ενός μεγιστάνα, μολονότι πολλές φορές, από την θέση της κοντά στον μεγιστάνα, μια γυναίκα του χαρεμιού, μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη πολιτική δύναμη.
Η απουσία οποιασδήποτε προστασίας των ζητιάνων από την αστυνομία στο παρελθόν, όπως και σήμερα, είναι ανάλογη με την σημερινή απουσία οποιασδήποτε προστασίας των μεταναστών από τις φασιστικές συμμορίες. Όπως οι φασιστικές συμμορίες που λυμαίνονται εδώ και χρόνια την Αθήνα και μπορούν και δέρνουν, σχεδόν μέχρι θανάτου, μαχαιρώνουν και, όποτε θέλουν, ακόμα και σκοτώνουν μετανάστες εντελώς ατιμώρητα, έτσι και οι μαφιόζοι βασανιστές και στυγνοί εκμεταλλευτές των ζητιάνων, μένουν πάντα στο απυρόβλητο και συνεχίζουν, όπως και οι φασιστικές συμμορίες, το εγκληματικό τους έργο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μέλη αυτών των φασιστικών συμμοριών δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι βασανιστές και εκμεταλλευτές ζητιάνων, γιατί όλοι ξέρουμε ότι οι φασιστικές οργανώσεις στρατολογούν τα μέλη των ομάδων κρούσης, όχι μόνο από τους χουλιγκάνους των γηπέδων και την αλητεία των δημόσιων σχολείων, αλλά και από το οργανωμένο έγκλημα. Κάτι, το οποίο βλέπει συχνά και το φως της δημοσιότητας.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια έχω αναρωτηθεί για το πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία, όπως η ελληνική, να συνεχίζει να υπάρχει και να επιτελεί τις συνηθισμένες της λειτουργίες, όταν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, σαν τους μετανάστες, δεν έχουν καμιά προστασία από τον νόμο, και καθημερινά βρίσκονται εκτεθειμένοι στις εγκληματικές διαθέσεις των φασιστικών παρακρατικών συμμοριών. Και λέω παρακρατικών, γιατί οποιοσδήποτε είχε ποτέ κάποια, έστω και μακρινή, σχέση με την ιστορία της αριστεράς σε αυτήν την χώρα, θα ξέρει πως πάντα οι φασιστικές συμμορίες, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα την δεκαετία του 1920, είχαν πάντα πίσω τους το ελληνικό κράτος να τους κάνει πλάτες. Κι όμως, η ατιμώρητη εγκληματική και κάποιες φορές δολοφονική δράση των φασιστικών συμμοριών, έχει μακρά ιστορία σε αυτήν την χώρα. Από τα πογκρόμ κατά των Εβραίων, που ήταν ο κανόνας στα νέα εδάφη που από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1923 αποσπούσε η Ελλάδα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι το ανθρωποκυνηγητό των αριστερών αγωνιστών της αντίστασης κατά της ιταλικής και γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, οι φασίστες πογκρομιστές τρομοκράτες έδερναν, έκαιγαν και κάποιες φορές σκότωναν πάντα ατιμώρητα. Οι οικογένειες και των δύο μου γονέων αναγκάστηκαν και εγκατέλειψαν τις πόλεις όπου έμεναν και ήρθανε στην Αθήνα, για να αποφύγουν τις ανεξέλεγκτες και ατιμώρητες φασιστικές συμμορίες, οι οποίες, με την κάλυψη της αστυνομίας, δρούσαν ανενόχλητες μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με λίγα-λόγια, η αστυνομία και το παρακράτος, ήταν πάντα λίγο-πολύ ανεξέλεγκτοι σε αυτήν την χώρα και γι’ αυτό η όποια σημερινή ατιμώρητη εγκληματική τους δράση κατά των μεταναστών δεν είναι κάτι καινούργιο. Την έχουν γνωρίσει στο πετσί τους όλες οι γενιές των αριστερών. Και σήμερα ακόμα, αντιεξουσιαστές  και αριστεροί σαν τα μέλη και τους υποστηρικτές του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, τους δημοσιογράφων ακροαριστερών εντύπων κλπ. γίνονται στόχοι των φασιστών και της αστυνομίας, πάντα ατιμώρητα, όπως γινότανε πάντα.
Όταν, λοιπόν, οι φασιστικές συμμορίες δρουν ατιμώρητα κατά εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων αυτής της χώρας, όπως είναι οι μετανάστες, όταν μπορούν και εγκληματούν ατιμώρητα ακόμα και σε βάρος μελών αριστερών οργανώσεων, και, δεν θέλει ρώτημα, αντιεξουσιαστών, ξέρω ότι ψάχνω ψήλους στα άχυρα, όταν διαμαρτύρομαι για την πλήρη απουσία οποιασδήποτε προστασίας των ζητιάνων από το οργανωμένο έγκλημα που τους βασανίζει και τους εκμεταλλεύεται με τον πιο φρικτό και απάνθρωπο τρόπο. Αν και μου είναι δύσκολο να χωνέψω ότι το οργανωμένο έγκλημα παραμένει τελείως ανενόχλητο, ακόμα και όταν βασανίζει βρέφη, όπως τα βρέφη που φορτώνουν στις κοπέλες που τις βάζει να ζητιανεύουν (και μάλιστα, όταν το αίσχος της αποτρόπαιης αυτής μεταχείρισης είναι καθημερινά μπροστά στα μάτια μας), σε διεθνές επίπεδο, η ατιμώρητη αυτή εγκληματική δράση είναι ο κανόνας για τις παραγκουπόλεις της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, ή τις φτωχογειτονιές των αμερικανικών και των ρωσικών μεγαλουπόλεων. Και στις παραγκουπόλεις και τις φτωχογειτονιές μένουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι. Όλοι αυτοί είναι εντελώς εκτεθειμένοι στις εγκληματικές ορέξεις του οργανωμένου εγκλήματος που δρα πάντα με την ανοχή ή και την συνενοχή της αστυνομίας. Χαρακτηριστικά αναφέρω την πόλη Χουαρέζ στο αμερικανομεξικανικά σύνορα, όπου από το 1993 μέχρι το 2003 έχουν δολοφονηθεί ατιμώρητα πάνω από χίλιες γυναίκες και οι δολοφονίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Ίσως αυτή η επίγνωση της ματαιότητας, ήταν ο λόγος που ενώ τόσο χρόνια μιλάω σε φίλους και γνωστούς για το δράμα των ζητιάνων, ελάχιστα έχω γράψει στο παρελθόν γι’ αυτό και ποτέ αποκλειστικά γι’ αυτό. Έχω φτάσει τώρα πια, όμως, στο σημείο που το γράψιμο έχει φτάσει να αποτελεί για μένα «αφαίμαξη της ψυχής», όπως έλεγε ο πάλαι ποτέ φίλος και εκδότης μου Λεωνίδας Χρηστάκης. Και αυτήν την «αφαίμαξη», την έχω ανάγκη όταν η καθημερινότητα μου επιφυλάσσει πρωτοφανή θεάματα, όπως το σημερινό. Συγκεκριμένα, στην λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος τον Αμπελοκήπων, απέναντι από το Carrefour περίπου, ζητιάνευε μια κοπέλα καθισμένη στην άσφαλτο, στον χώρο που αυτή μπαίνει μέσα στο πεζοδρόμιο και προορίζεται για τους κάδους των σκουπιδιών, δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών. Η θέση της δίπλα στα σκουπίδια μου έδωσε την εντύπωση μιας διαμαρτυρίας για την τύχη που της έχει επιφυλάξει η κοινωνία. Ήταν σαν να μας έλεγε ότι η κοινωνία την αντιμετωπίζει σαν σκουπίδι. Και το θλιβερό είναι ότι είχε απόλυτο δίκιο. Κρίνοντας από την πρόσφατη διαπόμπευση και την φυλάκιση δεκάδων τοξικοεξαρτημένων κοπελών, οι οποίες από την κυβέρνηση, από την αστυνομία, τους γιατρούς και από τους δικαστές αντιμετωπίστηκαν σαν παράγοντες μόλυνσης, δηλ. σαν σκουπίδια, είναι φυσικό η κοπέλα που ζητιάνευε να θεωρεί ότι η κοινωνία την βλέπει σαν σκουπίδι και γι’ αυτό η θέση της ήταν δίπλα στον κάδο. Όπως τα σκουπίδια που πολλοί Έλληνες παρατάνε δίπλα στους κάδους, γιατί βαριούνται να σηκώσουν το καπάκι τους….
Το μόνο, στο οποίο μπορώ να ελπίσω για την κοπέλα που ζητιάνευε, είναι να μην την σκοτώσει κανένα απορριμματοφόρο,  όπως έχει κάνει στο παρελθόν με κάποιον, ο οποίος πετάχτηκε μαζί με τα σκουπίδια, μέσα στο απορριμματοφόρο και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Θα ήταν πολύ κρίμα, αν και καθόλου ασυνήθιστο να πεταχτεί στην χωματερή, όπως 7 τουλάχιστον δολοφονημένοι μετανάστες τα τελευταία χρόνια, που όπως ήταν επόμενο, οι δολοφόνοι τους παραμένουν ατιμώρητοι και κυκλοφορούν ανενόχλητοι ανάμεσά μας.