Πάνε πάρα πολλά χρόνια από τώρα, κοντά στα 30 είμαι δηλαδή στα 25 μου. Βρίσκομαι κάπου στην κεντρική Ελλάδα, όχι μακριά από το Λιτόχωρο, το ΠΑΣΟΚ έχει ανέβει μόλις στην Κυβέρνηση και ο λαός στην εξουσία. Δουλεύω βοηθός σε μια παραγωγή-αν θυμάμαι καλά του Γιάννη Παναγιωτόπουλου και του Γιώργου του Ζερβουλάκου, ένα ντοκιμαντέρ. Είμαστε σε ένα παραλιακό χωριό –στην Πλάκα; Θα σας γελάσω. Οι υπόλοιποι μέσα σε ένα «καφεστιατόριο». Χειμώνας, τέτοιες μέρες ήταν κοντά στα Χριστούγεννα.

Ads

 
Έξω παγωνιά μέσα η ξυλόσομπα τα τζάμια θολά, ίσα που αχνοφαίνονται οι  λάμπες γυμνές να κρέμονται από τις κολώνες.
 
Μεγάλη βαβούρα μέσα, βγαίνω έξω να με χτυπήσει ο καθαρός αέρας. 
 
Παρά το κρύο, κάθομαι σε μια γωνίτσα, καπνίζω κι απολαμβάνω τον παφλασμό της θάλασσας, 5-6 μέτρα μπροστά μου.
 
Αν και νύχτα, αν και λιγοστά τα φώτα στην περιοχή, ο ουρανός δεν είχε αστέρια.
 
Κάποια στιγμή, από μακριά έρχεται ένας ήχος, μπουζούκια από μεγάφωνα, κακός ο ήχος μεταλλικός κι’ όλο να πλησιάζει.
 
Σε λίγο διάκρινα τα φωτάκια που πλησίασαν, λίγο μετά ήρθε κι άραξε ένα τρίκυκλο τελείως «γκοτζαμάνικο».
 
Η μουσική από τα μεγάφωνα, στη διαπασών-δεν γλυτώνω με τίποτα τον πονοκέφαλο σκέφτομαι.
 
Το τρίκυκλο όπως ακριβώς το φαντάζονται οι παλαιότεροι που τα πρόλαβαν. Πράσινη βαμμένη λαμαρίνα.
 
Ήταν στολισμένο με κάτι ξεφτισμένα τρίγωνα σημαιάκια του ΠΑΣΟΚ με τον γνωστό ήλιο. Όχι πως έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό, θα μπορούσαν να ήταν και της Νέας Δημοκρατίας αλλά τότε, ακόμα και οι πέτρες ανάσαιναν την «Αλλαγή».
 
 Βγαίνει από μέσα ο τύπος.
 
Αλλού πάταγε, αλλού βρίσκονταν, τύφλα.
Με χίλια ζόρια ανεβαίνει στην καρότσα του τρίκυκλου.
 
Βγάζει το άσπρο πουκάμισο κι’ αρχίζει να φέρνει στροφές , κάτι που ήθελε να είναι ζεϊμπέκικο μπερδεμένο με τσιφτετέλι.
Ανέμιζε το πουκάμισο σαν τρόπαιο ποιος ξέρει ποιας νίκης, χόρευε, τα μεγάφωνα ντράγκα ντράγκα χοροπήδαγε αυτός, συνέχιζε τα στροβιλίσματα-τρεκλίσματα.
 
Νεαρός τότε,  ένιωθα ακόμα μερικές φορές σαν ανάπηρος που κάτι τέτοια δεν με συγκινούσαν. Για την ακρίβεια με απωθούσαν και αναθεμάτιζα την ώρα, μην τυχόν και έρθει έξω κάποιος από το συνεργείο και μ’ αρχίσει στην παρλαπίπα  με Αγγελοπουλικές αναφορές στην εικόνα που έβλεπα.
 
(Η αλήθεια, είναι πως «κάτι» υπήρχε, αλλά μάλλον με κακοποίηση έμοιαζε)
 
Μπήκα  βιαστικά πίσω στο καφεστιατόριο για να προλάβω την έξοδο κάποιου και την σχετική περί «Ελληνικότητας» διδαχή. Εκείνη την εποχή, αν δεν σε συγκινούσαν τα τουρκογύφτικα, αν δεν σε δονούσε ο Καζαντζίδης δεν ήσουν ούτε Έλληνας ούτε Αριστερός. Επέστρεψα λοιπόν στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του μαγαζιού.
 
Από μέσα, μπορούσα ακόμα να τον βλέπω, πίσω από το θολωμένο τζάμι.
 
Χωρίς τα μεγάφωνά του, με μόνη συνοδεία τις ομιλίες και την τηλεόραση στο φόντο, μια μαυρόασπρη της εποχής, η εικόνα ήταν ακόμα πιο παράξενη, σχεδόν εξωτική και τραγική.
 
Συνέχιζε να χορεύει αδέξια με τα χέρια ανοιχτά πότε με κάποιον ρυθμό και πότε άτσαλα για να μη χάσει την ισορροπία του και σερβιριστεί φαρδύς πλατύς στο δρόμο.
 
Κάποια στιγμή κάθισε επιτέλους στην καρότσα και λίγο αργότερα μπήκε στο τρίκυκλο, αλλά δεν έβαλε μπρος, υπέθεσα θα κοιμήθηκε.
 
Κάνα μισάωρο αργότερα, όταν εμείς φεύγαμε για ύπνο, είχαμε πρωινό γύρισμα το ξημέρωμα στους πρόποδες του Ολύμπου, το «γκοτζαμάνικο» ήταν ακόμα εκεί.
 
Τελικά, ένας από το συνεργείο, είχε παρακολουθήσει την φάση από μέσα, και γυρίζει και μου λέει αυτολεξεί:
 
«Ελλάδα ρε πούστη μου, ότι κι’ αν λες αυτό το πράγμα δεν το βρίσκεις πουθενά».
 
«Ευτυχώς» πήγα να πω, αλλά έβγαλα τον σκασμό.
 
Το τι άκουγα εκείνη την εποχή από γνωστούς και φίλους για την ενστικτώδη αποστασιοποίησή μου από την «κουλτούρα του νταλγκά» δεν μπορεί να περιγραφτεί.
 
Πήγαμε για ύπνο, πέσαμε ξεροί.
 
Το πρωί, ο καλός ξενοδόχος, μας είχε ετοιμάσει απίστευτα πρωινά με φρέσκα τηγανιτά αυγά, ζεστά ψωμιά μαρμελάδες και καφέδες.
 
Κάποια στιγμή, με ύφος σκασμένο μας λέει:
 
«τον έσφαξε για μια κουβέντα ο μαλάκας»
 
Κοιτάμε εμείς.
 
Ρωτήσαμε: Ποιος; Ποιόν;
 
«Τον Ευτύχη που έχει το καφενείο κάτω στην παραλία. Βγήκε να του πει να μαζευτεί, να πάει επιτέλους σπίτι του , προσφέρθηκε μάλιστα να τον οδηγήσει, κι αυτός όρμησε και του έκοψε το λαιμό μ’ ένα μαχαίρι. Κρίμα το παιδί. Η ώρα η κακιά ρε γαμώτο, η ώρα η κακιά
 
«Ελλάδα ρε πούστη μου, ότι κι’ αν λες αυτό το πράγμα δεν το βρίσκεις πουθενά».
 
 Το βρίσκεις «αυτό το πράγμα, το βρίσκεις». Αλλά δεν το παινεύεσαι.
 
Διαβάσαμε μέρες μετά, στις εφημερίδες, πως ο δράστης ήταν μεθυσμένος και στην αστυνομία κλαίγονταν κι’ έλεγε για την κακιά ώρα.
 
Αργότερα, κατάλαβα πως αυτό που πάντα με κρατούσε σε απόσταση από  τα «σκηνικά» του είδους και τους νταλγκάδες, ήταν η ασυναίσθητη γνώση πως οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε «κακιές ώρες». 
 
Δεν ξέρω τι έκανε αυτή την ιστορία να ξεπηδήσει από τη μνήμη μου.
Την είχα σπρώξει πολύ βαθιά.
 
Αλλά, «ρε πούστη μου» Ελλάδα, δεν είναι αυτό το πράγμα.
 
Είναι χίλια δυο άλλα ωραία, σπουδαία και γεμάτα φως.
 
Και όσοι καλλιέργησαν αυτή τη θλιβερή γραφικότητα ως πρότυπο ή έστω και ως αποδεκτό μέρος της «Ελληνικότητας» έχουν διαπράξει έγκλημα τεράστιο.
Γιατί, αυτού του είδους η «ελληνικότητα» είναι ένα από τα ουκ ολίγα παραμύθια της «μεταπολίτευσης».
 
Ένα από τα πολλά παραμύθια που πρέπει να αποκαθηλωθούν γρήγορα.
 
ΥΓ: Το τελευταίο Κυπριακό ανέκδοτο το ξέρετε; Τα Πολιτικά Κόμματα «έλαβαν το μήνυμα» της αποχής στις Δημοτικές εκλογές. Χα! Καλά κρασιά. Και καλές γιορτές!
 
Twitter@pittasgeorge