Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε επί της αρχής σήμερα την παροχή εγγυήσεων στην τράπεζα Dexia όσο και στη θυγατρική της Dexia Credit εκ μέρους του δημοσίου τομέα του Βελγίου, Γαλλίας και Λουξεμβούργου, έως του ποσού των 45 δισ. ευρώ, «μέχρι το τέλος του Μαΐου του 2012».

Ads

 
Προ ολίγων μηνών, είχε γίνει λόγος για περίπου διπλάσιες, συνολικά, εγγυήσεις.
 
Πάντως εκτιμάται αρμοδίως, σήμερα στις Βρυξέλλες, ότι η εν λόγω τράπεζα θα μπορεί, πλέον, τους επόμενους 36 μήνες να δανείζεται κατευθείαν από τις χρηματαγορές.
 
Παράλληλα, αναγγέλθηκε η διενέργεια έρευνας σε βάθος αναφορικά με το όλο σχέδιο αναδιάρθρωσης της τράπεζας, όσο και για την πορεία της αναγκαστικής διαχείρισης με τελικό στόχο την εκκαθάριση.
 
Διατάχθηκε η υποβολή πορίσματος στα ενδιαφερόμενα μέρη μετά την παρέλευση ενός τριμήνου.
 
Στις εγγυήσεις το βελγικό δημόσιο μετέχει με 60,5%, το γαλλικό δημόσιο με 36,5% και τέλος το δημόσιο του Λουξεμβούργου με 3%.
 
Το ερώτημα που ανακύπτει για την Επιτροπή στις Βρυξέλλες είναι κατά πόσον αυτή η παροχή εγγυήσεων συνάδει με το κυρίαρχο καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού στην «εσωτερική αγορά».
 
Η Επιτροπή, προς το παρόν, διαπιστώνει ότι η παροχή εγγυήσεων από τα τρία κράτη μέλη συνιστά «ουσιώδη αλλαγή» στα σχέδια των τριών κυβερνήσεων έναντι των Dexia, Dexia Credit, που είδαν το φως της δημοσιότητας στη διάρκεια του περυσινού έτους. «Άρα, προκύπτει η ανάγκη μιας νέας προσέγγισης απέναντι στο σχέδιο ανασυγκρότησης από την πλευρά της Επιτροπής».
 
Η Dexia είναι η πρώτη μεγάλη τράπεζα της 17μελούς ευρωζώνης, που κατατρύχει η κρίση χρέους. Μετά την εκκαθάριση, προβλέπεται η διαίρεση εταιριών του ομίλου κι η εν συνεχεία αυθύπαρκτη λειτουργία τους.
 
Υπενθυμίζεται ότι ειδικά για την Dexia Luxembourg, έχει εκδηλωθεί κυβερνητικό ενδιαφέρον από το Κατάρ, με προοπτική να αποκτήσει έναντι 730 εκατ. ευρώ το 90% του μετοχικού κεφαλαίου (το υπόλοιπο 10% θα μείνει στο δημόσιο τομέα Λουξεμβούργου).
 
Εξάλλου, το βελγικό δημόσιο την 20η Οκτωβρίου έναντι 4 δισ. ευρώ απέκτησε το σύνολο των μετοχών της Dexia Banque Belgique, εξέλιξη που λόγω της επιβάρυνσης του βελγικού κρατικού προϋπολογισμού οδήγησε τον οίκο αξιολόγησης Moody’s να υποβαθμίσει, μεταγενέστερα, τη βελγική πιστοληπτική ικανότητα δύο βαθμίδες.