Υπέρ της επιβολής του φόρου Τόμπιν τάσσονται 1.000 οικονομολόγοι από όλο τον κόσμο, που υπέγραψαν και απέστειλαν σχετική αποστολή στη G20 στην Ουάσινγκτον. Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ προειδοποιεί πως τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται αντιμέτωπα με χρέος ύψους 3,6 τρισ. δολαρίων, που λήγει τα προσεχή δύο έτη.

Ads

Οι οικονομολόγοι προτείνουν τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν από έναν φόρο Τόμπιν, δηλαδή ένα φόρο επί των χρηματοπιστωτικών αλλαγών, να δοθούν σαν βοήθεια στους φτωχούς. Η επιστολή στάλθηκε και στον ιδρυτή της Microsoft Μπιλ Γκέιτς, από τον οποίο η G20 ζήτησε να συγκεντρώσει χρήματα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

«Έφθασε ο καιρός που οι G20 πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που να βοηθά τις φτωχές χώρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, τη διατροφική και οικονομική κρίση για τις οποίες δεν έχουν καμία ευθύνη. Ο φόρος θα είναι επίσης ένας δίκαιος και αποτελεσματικός τρόπος μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων στις χώρες μας», δήλωσε ο Τζέφρι Σακς του Colombia University κει ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν.

Μεταξύ των ειδικών που υπογράφουν την εν λόγω επιστολή είναι ο Dani Rodrik, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Harvard University; ο Ha Joon Chang, καθηγητής οικονομικών στο Cambridge University και ο Christian Fauliau, τέως επικεφαλής οικονομολόγος στη Παγκόσμια Τράπεζα. Από τη Βρετανία την επιστολή υπέγραψαν 127 οικονομολόγοι.

Ads

«Ακόμη και με έναν πολύ χαμηλό φορολογικό συντελεστή της τάξης του 0,05% ή και λιγότερο, θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν εκατοντάδες δισ. δολ. εσόδων ετησίως και συγχρόνως να περιορισθεί η υπερβολική κερδοσκοπία», αναφέρει χαρακτηριστικά η επιστολή.

«Εάν η G20 δεν θέλει να ακούσει τους συμμετέχοντες στην καμπάνια, θα πρέπει να ακούσει τους ειδικούς», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος της εκστρατείας υπέρ του φόρου Τόμπιν.

Το ΔΝΤ τάχθηκε κατά της επιβολής από τις κυβερνήσεις του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στη διάρκεια της περσινής συνάντησης των υπουργών οικονομικών τη G20, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο δεν είναι πρακτικό και θα οδηγούσε σε παραμόρφωση των ροών κεφαλαίου και οικονομική ζημιά παγκοσμίως.

Προειδοποίηση ΔΝΤ για την υπερχρέωση των τραπεζών

Στο μεταξύ, στην Παγκόσμια Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το ΔΝΤ προειδοποιεί πως οι τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο είναι αντιμέτωπες με χρέος ύψους 3,6 τρισ. δολαρίων, που λήγει τα προσεχή δύο έτη και γι’ αυτό θα πρέπει να παλέψουν μαζί με τις καταχρεωμένες κυβερνήσεις να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.

Σύμφωνα με το Ταμείο, πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες χρήζουν περισσότερου κεφαλαίου για να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγορών αλλά και να διασφαλίσουν ότι μπορούν να δανείζονται, ενώ ορισμένοι αδύναμοι παίκτες ίσως χρειαστεί και να κλείσουν. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες για τις ιρλανδικές και γερμανικές τράπεζες, καθώς το ήμισυ του υπό διαπραγμάτευση χρέους τους λήγει την προσεχή διετία.

Το ΔΝΤ, πάντως, σημειώνεις ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχει βελτιωθεί τους τελευταίους έξι μήνες. Τις μεγαλύτερες προκλήσεις, όμως, θα αντιμετωπίσουν τους προσεχείς μήνες οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις στις πιο ευάλωτες χώρες στην περιφέρεια του ευρώ.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν μεγάλες ποσότητες κρατικού χρέους της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να καθίστανται περισσότερο ευάλωτες σε ζημίες, στην περίπτωση που κάποιες χώρες αναγκασθούν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση. Οι αμερικανικές τράπεζες δημιούργησαν αποθέματα κεφαλαίου το 2009, όταν οι ρυθμιστικές αρχές ολοκλήρωσαν μία σειρά από τεστ αντοχής, τα οποία αποκάλυψαν κάποιες μεγάλες «τρύπες», επισημαίνει το Ταμείο.

Οι ευρωπαϊκές όμως τράπεζες εξακολουθούν να έχουν ανάγκη από σημαντική ποσότητα κεφαλαίου και στο πλαίσιο αυτό τα επικείμενα τεστ αντοχής του Ιουνίου θα μπορούσαν να τους προσφέρουν μία «χρυσή ευκαιρία» για να βελτιώσουν τη διαφάνεια των ισολογισμών τους και να περιορίσουν την αβεβαιότητα που επικρατεί στις αγορές ως προς την ποιότητα του ενεργητικού που καταγράφεται στα βιβλία τους. Κατά το ΔΝΤ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν θα καταφέρουν να αντλήσουν όλο το αναγκαίο κεφάλαιο από τις αγορές και γι’ αυτό κάποια κενά θα πρέπει να καλυφθούν με δημόσιο χρήμα.

Επιπλέον, το ΔΝΤ προτείνει ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να μειώσουν τα μερίσματά τους και να κρατήσουν μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη. Για το 2011, η Ιαπωνία και οι HΠΑ αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους τους από κάθε άλλη προηγμένη οικονομία, φθάνοντας το 56% και 29% του ΑΕΠ τους αντίστοιχα.