Μία τυχόν αποστολή στρατευμάτων από Ευρωπαϊκές χώρες στην Ουκρανία «θα κλιμακώσει τη σύγκρουση ανεξέλεγκτα», τόνισε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, την ώρα που η συζήτηση για μαζική ανάπτυξη δυτικών χερσαίων δυνάμεων θερμαίνεται, όπως σχολιάζουν οι Financial Times.

Ads

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος επιδιώκει συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι «αν η Ευρώπη σοβαρολογεί για την παροχή αποτελεσματικού αποτρεπτικού μηχανισμού, θα χρειαστούν 200.000 στρατιώτες».

Όπως τονίζεται, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για την ιδέα, που πρωτοεμφανίστηκε πριν από ένα χρόνο από τον Γάλλο Εμανουέλ Μακρόν.

Εκείνη την εποχή, αποκλείστηκε ως ανέφικτη και πολύ επικίνδυνη. Αλλά έκτοτε, ο στρατός της Ουκρανίας αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ έχει μειωθεί. Ο Τραμπ, επιδιώκοντας να απεμπλακεί από τα ευρωπαϊκά ζητήματα ασφάλειας, τόνισε ότι επιθυμεί μια κατάπαυση του πυρός «το συντομότερο δυνατό».

Ads

Tο Κίεβο άφησε να εννοηθεί ότι είναι έτοιμο για συμφωνία, εφόσον οι σύμμαχοί του παρέχουν ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας.

Συμμαχία με τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία έχει ήδη συσταθεί ενώ υπέρ δηλώνουν και τα κράτη της Βαλτικής. Συνομιλίες είναι σε εξέλιξη σε συνάρτηση με τις «εγγυήσεις ασφαλείας» που ζητά ο Ουκρανός πρόεδρος δηλώνοντας ανοικτός σε προσπάθεια εκεχειρίας την οποία ο Τραμπ δείχνει να ζητά από τη Μόσχα.

Όπως επισήμανε από την πλευρά του Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Κίεβο: «Δεν πρόκειται μόνο για την κυριαρχία της Ουκρανίας. Εάν η Ρωσία πετύχει με την επιθετικότητά της, θα επηρεαστούμε όλοι για πολύ καιρό».

Ο απώτερος σκοπός της αποστολής αυτής είναι να επιδείξει την ευρωπαϊκή δέσμευση για υποστήριξη της Ουκρανίας, ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας και αποτροπή πιθανής ρωσικής επιθετικότητας, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στη Μόσχα για τη σοβαρότητα των προθέσεων της Δύσης, σημειώνουν οι Financial Times.

Η ίδια η ιδέα βασίζεται στην ύπαρξη μιας αξιοπρεπούς ειρηνευτικής διευθέτησης με τη Ρωσία που επιτρέπει στην Ουκρανία να διατηρήσει την κυριαρχία της, να ελέγχει το έδαφός της, να διατηρήσει τον στρατό της και να παραμείνει μια δημοκρατία με την οποία η Δύση είναι πρόθυμη να συνεργαστεί.

Η Ρωσία μπορεί να μην συμφωνήσει ποτέ σε όλα αυτά. Η Μόσχα μπορεί επίσης να παραβιάσει οποιαδήποτε συμφωνία υπογράψει, όπως έκανε όταν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022, κατά παράβαση των συμφωνιών του Μινσκ που υπέγραψε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και το 2015.

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι λένε συχνά ότι ο απώτερος στόχος τους είναι να οικοδομήσουν μια «ισχυρότερη Ουκρανία», η οποία, σύμφωνα με έναν δυτικό αξιωματούχο, θα είναι «σε θέση να συνεχίσει να προκαλεί βαρύ κόστος στη Ρωσία, να σταματήσει την πρόοδο των ρωσικών στρατευμάτων και (…) να δύναται να διατηρήσει κάτι τέτοιο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο από άποψης υλικού, ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών».


Κρεμλίνο: Έτοιμοι για διάλογο με τον Τραμπ

Το Κρεμλίνο ανέφερε ότι δεν βλέπει τίποτα νέο στις τελευταίες δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για τη σύγκρουση στην Ουκρανία, προσθέτοντας ότι η Μόσχα είναι έτοιμη για διάλογο «αμοιβαίου σεβασμού» με την Ουάσιγκτον.

«Δεν βλέπουμε ιδιαίτερα νέα στοιχεία», είπε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ όταν ρωτήθηκε για την απειλή του Τραμπ για νέες κυρώσεις εάν η Ρωσία δεν σταματήσει την σχεδόν τριετή επίθεσή της. Η Μόσχα είναι «έτοιμη για διάλογο με αμοιβαίο σεβασμό», πρόσθεσε.

Η ρωσική οικονομία είναι σταθερή και διατηρεί σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρά ορισμένους προβληματικούς παράγοντες, σχολίασε ο Ντμίτρι Πεσκόφ.

Ρωσία: «Οι στόχοι του πολέμου έχουν επιτευχθεί»

Πέρυσι, η Ρωσία κατέγραψε τα πιο σημαντικά εδαφικά κέρδη της από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και τώρα ελέγχει σχεδόν το ένα πέμπτο της Ουκρανίας.

Ο Πούτιν πιστεύει πως οι πιο κρίσιμοι στόχοι του πολέμου έχουν ήδη επιτευχθεί, περιλαμβανομένου του ελέγχου εδάφους που συνδέει την ηπειρωτική Ρωσία με την Κριμαία, και της αποδυνάμωσης του ουκρανικού στρατού, δήλωσε μία από τις πηγές που είναι εξοικειωμένη με τον τρόπο σκέψης του Κρεμλίνου.

Ο Ρώσος πρόεδρος παραδέχεται επίσης την πίεση που ασκεί ο πόλεμος στην οικονομία, δήλωσε η πηγή, που κάνει λόγο για «πραγματικά μεγάλα προβλήματα» όπως η επίδραση των υψηλών επιτοκίων στις μη στρατιωτικές εταιρίες και τη βιομηχανία. Η Ρωσία αύξησε τις αμυντικές δαπάνες στο μετασοβιετικό υψηλό του 6,3% του ΑΕΠ φέτος, που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του προϋπολογισμού. Οι δαπάνες είναι πληθωριστικές. Μαζί με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε περίοδο πολέμου, έχουν οδηγήσει σε αύξηση των μισθών.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει επιδιώξει υψηλότερα φορολογικά έσοδα προκειμένου να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η δυσφορία του Πούτιν

Η δυσφορία του Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν εμφανής σε μια συνάντηση στο Κρεμλίνο με επικεφαλής επιχειρήσεων το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου, όπου επέπληξε ανώτατους οικονομικούς αξιωματούχους, σύμφωνα με δύο από τις πηγές, που έχουν γνώση των συζητήσεων για την οικονομία στο Κρεμλίνο και στην κυβέρνηση.

Μία από τις πηγές είπε πως ο Πούτιν ήταν εμφανώς δυσαρεστημένος αφού άκουσε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται λόγω του πιστωτικού κόστους.

Το Κρεμλίνο έδωσε στη δημοσιότητα τα εισαγωγικά σχόλια του Πούτιν όπου επαινεί τις επιχειρήσεις αλλά δεν κατονόμασε κανέναν από τους συμμετέχοντες εκ μέρους των εταιριών στην κυρίως κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση.

Το Reuters, επικαλούμενο πηγή, επιβεβαίωσε πως η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Ελβίρα Ναμπιουλίνα δεν ήταν παρούσα.

Η Ναμπιουλίνα αντιμετωπίζει πιέσεις να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια από δύο από τους πιο ισχυρούς τραπεζίτες της Ρωσίας — τον πρώην προϊστάμενό της, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Sberbank Τζέρμαν Γκρεφ και τον διευθύνοντα σύμβουλο της VTB Αντρέι Κοστίν — που φοβούνται πως η Ρωσία βαίνει προς στασιμοπληθωρισμό, δήλωσε μία πηγή με γνώση των συζητήσεων για την οικονομία.

Η Ναμπιουλίνα, ο Γκρεφ και ο Κοστίν δεν απάντησαν αμέσως σε αιτήματα για σχόλια.