Παρακολουθώντας την τελετή ορκωμοσίας του νέου Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ διερωτάται κανείς γιατί άραγε, ανάμεσα σε τόσους δισεκατομμυριούχους, νεοφιλελεύθερους και ακροδεξιούς πολιτικούς, απουσίαζε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ads

Ακούγοντας αναλυτικά το κυβερνητικό πρόγραμμα Τραμπ, όμως, αρχίζουν να γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι. 

Οι δυο τους, αν και ηγέτες διαφορετικής κλίμακας κρατών και συνεπώς και εκφραστές διαφορετικής κλίμακας συμφερόντων, έχουν μεταξύ τους πολλές ομοιότητες, έχουν όμως και πολλές και σημαντικές διαφορές.

Πρώτη και βασική τους ομοιότητα είναι ότι και οι δυο είναι οπαδοί και εκφραστές μιας αυταρχικής και συγχρόνως βαθιά ξενοφοβικής πολιτικής, που στηρίζεται σε ένα εξ αρχής εχθρικό δόγμα απέναντι σε όσους δεν τους μοιάζουν. 

Ads

Είναι εχθρικοί, δηλαδή, εξ ορισμού απέναντι σε όσους είτε διαφωνούν πολιτικά με τις ιδέες τους, είτε και σε όσους δεν έχουν μαζί τους κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι προσφυγικές ροές οφείλονται κατά βάση στους πολέμους, αλλά και στις ανισότητες που προκαλούν στον τρίτο κόσμο τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα που στηρίζουν και στηρίζονται στις δικές τους νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού, σε μια κορυφαία έκφραση υποκρισίας, κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον των συνεπειών που προκαλεί στον τρίτο κόσμο η εφαρμογή της δικής τους πολιτικής.

Το τείχος του Μητσοτάκη στον Έβρο, αλλά και οι εγκληματικές επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο, για τις οποίες η χώρα μας έχει καταδικαστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν διαφέρουν πολύ από τον πόλεμο που κήρυξε ο Τραμπ εναντίον της μετανάστευσης στα νότια σύνορα της χώρας, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ.

Σε κάθε, μάλιστα, περίπτωση, βασικός μοχλός της πολιτικής και των δυο είναι η επίδειξη δύναμης και η αξιοποίηση στο έπακρο της αστυνομίας, ως μέσου πειθάρχησης.

Δεύτερη βασική ομοιότητα μεταξύ Τραμπ και Μητσοτάκη είναι ασφαλώς ότι η πολιτική τους αφενός απευθύνεται και αφετέρου στηρίζεται σε μια ολιγαρχία του πλούτου.

Οι τόσοι πολλοί δισεκατομμυριούχοι στην κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ αφενός και η πρωτοφανής εύνοια που δείχνει η ελληνική κυβέρνηση σε συγκεκριμένα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα αφετέρου, συνιστούν κοινά χαρακτηριστικά μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υπάρχει για να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους

Πρόκειται για μια πολιτική αμοιβαία επωφελή τόσο για τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όσο και για τους ολιγάρχες. Καθώς ο έλεγχος μιας σειράς θεσμών, ξεκινώντας από την επικοινωνία και τα ΜΜΕ, διασφαλίζει στις κυβερνήσεις μακροημέρευση στην εξουσία, ενώ στις επιχειρήσεις υπερκέρδη, λόγω των ολιγοπωλιακών πρακτικών που ακολουθούνται.

Δύσκολα βρίσκεται μια πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πίσω από την οποία να μην βρίσκονται οικονομικά συμφέροντα που να ευνοούνται σκανδαλωδώς από αυτήν. Από τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων και κοινών αγαθών, μέχρι την κατάρρευση της δημόσιας υγείας, της παιδείας και των μεταφορών και μέχρι την ολιγοπωλιακή εκμετάλλευση της πράσινης ενέργειας σε βάρος της ανάπτυξης, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος στην ύπαιθρο, όλες οι κυβερνητικές επιλογές στην Ελλάδα ευνοούν μια πρωτοφανή αναδιανομή του πλούτου από τους πολλούς, προς μια μικρή ολιγαρχία που ωφελείται και κερδίζει υπερκέρδη.

Τρίτη σημαντική ομοιότητα στην αυταρχική πολιτική των δυο ηγετών είναι η συγκάλυψη εγκλημάτων και σκανδάλων στα οποία εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα οι ίδιοι και οι δικοί τους.

Όπως ο Τραμπ έδωσε χάρη στους ακροδεξιούς που εισήλθαν βίαια στο Καπιτώλιο, αμφισβητώντας το αποτέλεσμα των εκλογών του 2021 και αθωώνοντας με τον τρόπο αυτόν εμμέσως πλην σαφώς και τον ίδιο του τον εαυτό, ως υποκινητή αυτού του πρωτοφανώς αντιδημοκρατικού και αντισυνταγματικού αδικήματος, έτσι και ο δικός μας Μητσοτάκης συγκάλυψε το έγκλημα των Τεμπών, όπως και τα κορυφαία σκάνδαλα της Novartis και των υποκλοπών.

Εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες και αρχίζουν οι διαφορές.


Η πρώτη μεγάλη διαφορά των δυο ηγετών αναδεικνύεται στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής. 

Την οποία ο Τραμπ δεν αναγνωρίζει και γι΄αυτό και μια από τις πρώτες αποφάσεις που υπέγραψε ήταν η απόσυρση της χώρας του από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Μια πρωτοβουλία που μαρτυρά από μέρους του αμφισβήτηση ακόμη και της επιστήμης, η οποία προβλέπει μεγάλες απειλές και κινδύνους για την ανθρωπότητα από το δόγμα «Drill, Drill, Drill”, που διακήρυξε στην ορκωμοσία του υπέρ της εκτεταμένης επαναφοράς της πρακτικής των αντλήσεων υδρογονανθράκων.

Ο Μητσοτάκης από την άλλη, πιο προσαρμοστικός και πάντα υποστηρικτής της επικοινωνίας, δηλαδή της δημιουργίας εντυπώσεων σε βάρος της πολιτικής, εμφανίζεται παντού σαν «πράσινος» ηγέτης. Για να δικαιολογήσει τον τίτλο του, απολιγνιτοποίησε βίαια την Ελλάδα, απομακρύνοντας το λιγνίτη στον πρώτο, ακόμη, χρόνο της διακυβέρνησής του, χωρίς να τον υποχρεώσει κανείς. Αφού η χώρα, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, είχαν περιθώριο δέκα χρόνων για να επιτύχουν τον στόχο αυτόν.

Όσοι, βέβαια, μπορούν και διαβάζουν και πίσω από την εικόνα, αντιλαμβάνονται ότι η πρωτοβουλία αυτή είχε δυο αρνητικές για τη χώρα και το λαό της συνέπειες. Πρώτα γιατί έφερε σε δεινή θέση την Ελλάδα και τους Έλληνες, αφού απομακρυνθήκαμε σε μια νύχτα από έναν ιδιαίτερα φτηνό και συγχρόνως εγχώριο ενεργειακό πόρο, εκτινάσσοντας το κόστος της ενέργειας στα ύψη, εξ αιτίας της εξάρτησής μας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο. 

Το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, ότι εξακολουθεί να μην είναι πράσινος, αλλά ορυκτός πόρος, έστω και σε καθαρότερη μορφή. 

Εκείνο που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι η αύξηση της τιμής της ενέργειας για τους Έλληνες, ευνόησε σκανδαλωδώς τα διεθνή καρτέλ του φυσικού αερίου, από τα οποία εξαρτηθήκαμε ξαφνικά, χωρίς στην πραγματικότητα ούτε να το έχουμε ανάγκη, ούτε να μας έχει πιέσει κανείς.

Αλλά και στη συνέχεια, ο δικός μας Μητσοτάκης συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στην «πράσινη» μετάβαση με έναν ιδιότυπο, όμως, όσο και εχθρικό προς το περιβάλλον και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη τρόπο. Ιδιωτικοποιώντας τα κοινά αγαθά που υποτίθεται ότι προστατεύει και παραδίδοντας την πράσινη ανάπτυξη σε ένα καρτέλ επιχειρήσεων που την εκμεταλλεύονται αποκλειστικά με σκοπό το κέρδος, ζημιώνει την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και το περιβάλλον στην ελληνική ύπαιθρο. Η οποία ερημοποιείται αναπτυξιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά.

Η μεγάλη διαφορά, δηλαδή, των δυο ηγετών, είναι ότι ο μεν Τραμπ, λειτουργώντας προς όφελος του Αμερικανικού λαού, κατά δήλωσή του, επιστρέφει στον άνθρακα, ζημιώνοντας τον πλανήτη.

Ενώ ο δικός μας Μητσοτάκης, στο όνομα δήθεν του πλανήτη, ζημιώνει και τη χώρα του και το λαό της, αλλά τελικά και τον πλανήτη. Αφού η «πράσινη» μετάβαση που ισχυρίζεται ότι υλοποιεί είναι ένας ιδιότυπος πράσινος καπιταλισμός που ζημιώνει το περιβάλλον και απομακρύνει από τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.

Αλλά και στο  πεδίο της Οικονομίας και της καταπολέμησης της ακρίβειας υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των δυο. Ο μεν Τραμπ, για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια και να ενισχύσει την αμερικανική οικονομία, δηλώνει ότι θα αυξήσει τους δασμούς των ξένων προϊόντων. Μια πολιτική του Τραμπ που αν και ακραία δημαγωγική, αφού οι δασμοί δεν επιβαρύνουν τις χώρες εξαγωγής αλλά τους Αμερικανούς εισαγωγείς, συγκινεί παρόλα αυτά τον αμερικανικό λαό, καθώς δείχνει να τον σκέφτεται.

Σε αντίθεση με τον δικό μας Μητσοτάκη, ο οποίος δεν έλαβε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ενώ θα μπορούσε να επιβάλει πλαφόν στα κέρδη των εταιρειών, όπως έκαναν οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του. Αντίθετα, λειτουργώντας επικοινωνιακά, έστελνε επιστολές στην ΕΕ διαμαρτυρόμενος για την ακρίβεια που η δική του πολιτική προκαλούσε στην Ελλάδα.

Η τελευταία, αλλά όχι ύστατη διαφορά των δυο ηγετών, αναφέρεται ασφαλώς στην εντελώς διαφορετική αντίληψη των δυο για τη διεθνή πολιτική κατάσταση.

Ο μεν Μητσοτάκης παραμένει άνευ όρων προσκολλημένος σε ένα δόγμα που θέλει την Ελλάδα δεδομένη σύμμαχο των ΗΠΑ και δεμένη στο άρμα της Αμερικανικής πολιτικής. Ένα δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεν έχει δική της, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, αλλά λειτουργεί σαν το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στον εξ ανατολών κίνδυνο που, σύμφωνα με αυτό το δόγμα, εξακολουθεί να είναι η Ρωσία.

Ενώ ο Τραμπ, από την άλλη, δεν δείχνει να υπολογίζει καθόλου ούτε σε αυτή την διαχρονική αντιπαλότητα με τη Ρωσία, ούτε όμως και στη δεδομένη υποστήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μια αντίληψη που εκδηλώνεται όχι μόνο μέσα από μια βαθιά αδιαφορία του Τραμπ για τον ίδιον τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος δεν προσκλήθηκε καν στην ορκωμοσία, παρά τις γνήσια νεοφιλελεύθερες και αυταρχικές απόψεις του που μοιάζουν με εκείνες του Αμερικανού προέδρου. 

Αλλά και μέσα από μια δεδηλωμένη εύνοια του Αμερικανού προέδρου προς τον Ερντογάν. Τον οποίον θεωρεί οιωνεί φίλο του και στον οποίο φαίνεται να αναγνωρίζει, όπως και στην προηγούμενη θητεία του, το ρόλο του περιφερειακού… χωροφύλακα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.

Έτσι, παρά τις θυσίες Μητσοτάκη στην Αμερικανική πολιτική, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν φαίνεται να αποτελεί μέλος της αυλής του Τραμπ, όπως η Ιταλίδα Μελόνι και οι υπόλοιποι ακροδεξιοί Ευρωπαίοι ηγέτες, των οποίων ο ρόλος θα αναβαθμιστεί τα επόμενα χρόνια.

Αν σε αυτά συμπεριλάβει κανείς και την προσήλωση Τραμπ προς τον αναθεωρητισμό, όπως αυτός εκφράζεται με τις απόψεις του για την Γροιλανδία, το Μεξικό και τον Καναδά, που ευνοεί αναφανδόν τα αναθεωρητικά σχέδια της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, καθόλου χρήσιμη δεν φαίνεται ότι θα μας φανεί η φιλοαμερικανική πολιτική που ακολουθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός.

Τελικά Τραμπ και Μητσοτάκης, αν και οι δυο οπαδοί του αυταρχισμού, της ξενοφοβίας και του νεοφιλελευθερισμού, έχουν σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, που θα φέρουν τον Έλληνα πρωθυπουργό, αν συνεχίσει να εφαρμόζει το δόγμα του δεδομένου φίλου των ΗΠΑ, χωρίς να αναζητά αντίβαρα και συμμαχίες στην Ευρώπη και στην ευρύτερη γειτονιά μας, σε δεινή θέση τα επόμενα χρόνια.

 

Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ

Επικεφαλής Παράταξης «ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»