Η ιστορικός και συγγραφέας Μαρία Σκιαδαρέση, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs, την εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου της μυθιστορήματος: «Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ» το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Ads

«Την τελευταία εικοσαετία ζω κατά κύριο λόγο σε ένα αγρόκτημα στον Ελικώνα και μπορώ να πω ότι γνωρίζω αρκετά πια τη Βοιωτία. Έτσι, παρατηρώ τη ζωή των αγροτών στον κάμπο της Κωπαΐδας αλλά και των κτηνοτρόφων στο βουνό. Αυτά τα ατέλειωτα χτήματα είναι η μεγαλύτερη μονάδα πρωτογενούς παραγωγής της κάτω Ελλάδας μετά τον θεσσαλικό κάμπο. Ευλογία, θα έλεγε κανείς.

Να όμως που, χρόνο με τον χρόνο, όλο και περισσότερα χωράφια μένουν χέρσα, όλο και λιγότεροι ασχολούνται με την μαζική γεωργία κύριο προμηθευτή της ευρείας κατανάλωσης.

Και εδώ υπάρχει μια σύγχυση ως προς την ενασχόληση με την καλλιέργεια της γης. Ακούμε στα ραδιόφωνα, βλέπουμε ντοκιμαντέρ, διαβάζουμε σε περιοδικά, για νέους αγρότες που αφήνουν πίσω τους την πόλη, αναλαμβάνουν μικρά αγροκτήματα σε διάφορα μέρη της χώρας και καταπιάνονται με καλλιεργητικούς πειραματισμούς με σαφώς αξιόλογα αποτελέσματα αλλά με παραγωγή μικρή, λίγο μεγαλύτερη από αυτήν της οικιακής αυτάρκειας.

Ads

Να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν αναφέρομαι σε αυτούς τους νεοαγρότες που το έργο τους είναι θαυμαστό, πλην όμως, όλοι αυτοί μαζί δεν παράγουν παρά ελάχιστες ποσότητες από αυτές που έχει ανάγκη η αγορά. Τα προϊόντα μαζικής παραγωγής θα έβγαιναν δυνητικά, όπως συνέβαινε κάποτε, σε όλα αυτά τα χωράφια που σιγά σιγά εγκαταλείπονται είτε γιατί οι ιδιοκτήτες γερνούν και δε διαθέτουν διάδοχη κατάσταση είτε γιατί οι επίγονοι προτιμούν αντί για στάρι να “φυτέψουν” φωτοβολταϊκά στην καλλιεργήσιμη γη τους.

Προφανώς είναι σίγουρα πιο ξεκούραστο και ίσως πιο κερδοφόρο για να συμβαίνει (για τον γαιοκτήμονα φυσικά, διότι για τη χώρα δεν είμαι σίγουρη).

Να μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις των δυσμενών αποτελεσμάτων της απόλυτα ελεύθερης οικονομίας χωρίς την ευεργετική παρέμβαση του κράτους που συνήθως συγκρατεί τέτοια ολισθήματα. Και αυτό εξηγεί επίσης το γιατί έχουμε φτάσει να εισάγουμε, εκτός από τα μεταποιημένα προϊόντα, και πρωτογενή, όπως λαχανικά και φρούτα αλλά και ζώα για τροφή, αφού αντίστοιχη εγκατάλειψη παρατηρείται και στην κτηνοτροφία.

Αυτό ήταν πρωτίστως το έναυσμα για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα· να υπογραμμίσω το συγκεκριμένο πρόβλημα που βλέπω να διογκώνεται τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με ένα άλλο σημαντικό θέμα της περιοχής, την απασχόληση προσφύγων και μεταναστών στις καλλιέργειες, θέμα που θίγεται κατεξοχήν στο βιβλίο, μιας και η όλη πλοκή έχει να κάνει με τη ζωή των ανθρώπων αυτών και τις σχέσεις τους με τους ντόπιους.

Πάλι κι εδώ την ιδέα μου την έδωσε ένας οικονομικός μετανάστης που γνώρισα στη Βοιωτία. Εμείς στο σπίτι ζυμώνουμε ψωμί και για τις οικιακές ανάγκες μας αγοράζουμε αλεύρι από έναν μύλο της περιοχής. Εκεί γνώρισα πριν από μερικά χρόνια τον Χόντι, όνομα που κρατώ και για τον ήρωα του βιβλίου μου.

Ινδός ο Χόντι, πράγματι από μια πόλη του Ρατζαστάν, ανήκε όντως σε καλή κάστα στην πατρίδα του. Όμως η οικογένειά του είχε ξεπέσει οικονομικά και αναγκάστηκε, γι’ αυτό, αλλά και για άλλους, δικούς του λόγους, να έρθει στην Ελλάδα που πράγματι θαύμαζε και αγαπούσε από παιδί, να δουλέψει και να ζήσει. Σίγουρα δεν ανήκε στην πλειονότητα των μεταναστών που έρχονται και μένουν για λίγο στη χώρα μας, με σκοπό να φύγουν για άλλα μέρη. Ο Χόντι το είχε επιλέξει γι’ αυτό και ήταν ήρεμος και χαλαρός αφού είχε καταφέρει να ζει στη χώρα των ονείρων του.

Ως εδώ, τα περισσότερα ταιριάζουν με όσα αναφέρονται στο βιβλίο. Μετά όμως ξεκινάει η μυθοπλασία και ο Χόντι γίνεται ένας άλλος, αυτός που πλάθω με μαγιά κάποια υλικά της αληθινής ιστορίας.

Ο δικός μου Χόντι, ερχόμενος στην Ελλάδα, γνωρίζει τον μοναδικό άνθρωπο σε ολόκληρο τον νομό της Βοιωτίας, ίσως και όλων των καμπίσιων τόπων, που δεν εκμεταλλεύεται τους εργάτες του αλλά τους σέβεται και τους φροντίζει. Ο γαιοκτήμονας αυτός εκτίμησε ιδιαίτερα τον καλλιεργημένο, έξυπνο και δυναμικό ξένο κι έφτασε να τον βάλει στη θέση του πρωτότοκου γιου του που έχασε πριν από χρόνια σε μια άγρια δολοφονία που δεν έχει ακόμα εξιχνιαστεί.

Ο κτηματίας Πεκμετζής μοιάζει και αυτός, κατά έναν τρόπο, με κάποιον που έτυχε να γνωρίσω παλιότερα, όμως πέρα από το στοιχείο αυτής της ιδιαιτερότητας που κρατώ στο μυθιστόρημα, δεν έχει άλλες ομοιότητες με τον αληθινό. Είναι ένας καθαρά επινοημένος χαρακτήρας, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου.

Εν ολίγοις, τα δύο αυτά πρόσωπα, όπως τα γνώρισα αλλά και τα φαντάστηκα, ήταν η αφορμή για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα.

Ας πούμε τώρα δυο λόγια γι’ αυτή την επινοημένη ιστορία.

Ένας Ινδός μετανάστης έρχεται στην Ελλάδα και πιάνει δουλειά σε έναν γαιοκτήμονα, άλλης νοοτροπίας από τους υπόλοιπους, που αντιμετωπίζει, αυτόν και την αδερφή του, σαν παιδιά του.

Και μόνο αυτή η μοναδική ίσως εξαίρεση στον κανόνα της εκμετάλλευσης των εργατών γης καθιστά και τους τρεις a priori μυθιστορηματικούς ήρωες,

Αυτή λοιπόν η κοπέλα, μετά τον φόνο του αδερφού της, παρακούοντας την απαγόρευση να τον κηδεύσει όπως ορίζουν η θρησκεία, η καταγωγή και η συνείδησή της, προχωρεί στην παράνομη αυτή πράξη. Αυτό είναι και το στοιχείο που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, δεδομένης της ευθείας αναφοράς στην Αντιγόνη που προέβη σε ανάλογη πράξη πριν από αιώνες στα ίδια αυτά χώματα.

Το μυθιστόρημα, ντυμένο με τον μανδύα του αστυνομικού, αφού, καθ’ όλη τη διάρκειά του παρακολουθεί την εξιχνίαση δύο φόνων, ενός παλαιότερου κι ενός που μόλις συνέβη, καταλήγει σε μια εντελώς απροσδόκητη ανατροπή.

Κατά κύριο λόγο φωτίζω τη ζωή που ζουν τα δυο αδέρφια σε σχέση με την οικογένεια που τους φιλοξενεί αλλά και με τους κατοίκους του χωριού, τους έρωτες, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τα μίση που σοβούν κάτω από χαμόγελα και που θα μπορούσαν να φτάσουν έως και τον φόνο, και γενικότερα την καθημερινότητα στο σύμπαν μιας μικρής επαρχιακής ανθρώπινης κυψέλης.

Σημειωτέον δε ότι ο υποψιασμένος αναγνώστης θα διακρίνει στο έργο τη δομή της τραγωδίας, μέσα από την εναλλαγή αφήγησης σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, ενώ προχωρώντας στην ανάγνωση του βιβλίου, θα συναντά διάσπαρτα στην πλοκή ψήγματα από τον κυρίαρχο μύθο της περιοχής, τον Θηβαϊκό Κύκλο, μέρος του οποίου είναι και η Αντιγόνη.

Το τέλος έρχεται μαζί με μια είδους κάθαρση με την αριστοτελική έννοια του όρου.

Αν θέλαμε να κατατάξουμε το μυθιστόρημα αυτό σε κάποιο είδος, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια μικρή και ιδιότυπη οικογενειακή σάγκα της σύγχρονης ελληνικής επαρχίας.-»

«Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ», Μαρία Σκιαδαρέση, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ. 386

Υπόθεση

Μια εξαφάνιση, ένας φόνος, ένα απρόοπτο τέλος.

Στη Βοιωτία, σήμερα. Γη που αχνίζει από το κάρπισμα, την κούραση και τον ιδρώτα, αλλά και γη όπου φυτρώνει το ζιζάνιο του εύκολου κέρδους και της εγκατάλειψης.

Ένας Ινδός εργάτης, που βρήκε κατανόηση και αγάπη από τον άνθρωπο που του έδωσε δουλειά.

Ένας αστυνομικός που ψάχνει στ’ αλήθεια να βρει απαντήσεις, όμως οι περιστάσεις τον εμποδίζουν.

Ένας απαγορευμένος έρωτας που φυτεύει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Και μια νέα γυναίκα που υψώνει ανάστημα και θέλει να αποχαιρετήσει τον αδερφό της με τον τρόπο που πιστεύει πως του αρμόζει, όπως ακριβώς πριν από αιώνες, στα ίδια χώματα, η

Αντιγόνη αποχαιρέτησε τον δικό της αδερφό, αψηφώντας τους κινδύνους.

Εγκλήματα και τιμωρίες, υποταγμένα όλα στη θεά Ανάγκη, μάνα της Ειμαρμένης.