Με αφορμή κάποια οικογενειακά χειρόγραφα που του παραδίδει η μητέρα του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές, αρχίζει να σκάβει μια οικογενειακή ιστορία που φτάνει εφτά γενιές πίσω. Εκεί, λίγο πριν το 1821, πλέχτηκε το ειδύλλιο δυο αλλοθρήσκων: της Ελένης, κόρης του άρχοντα του χωριού́ Κυρ-Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας. Αφού κλέφτηκαν, η Ελένη υπερασπίστηκε το αίσθημά́ της ενώπιον του Οθωμανού́ δικαστή́, ξεστομίζοντας το αδιανόητο για την εποχή́ «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα». Η δήλωσή της προκάλεσε την αποχώρηση του πατέρα από το αξίωμα του προεστού αλλά́ και τη φοβερή́ κατάρα της μάνας της.

Ads

Ο έρωτας τους και η υπόθεση εμπρησμού ενός πύργου στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων -ως πράξη εκδίκησης ή ως επιβεβαίωση της κατάρας- περνούν από γενιά σε γενιά μέσω αφηγήσεων αλλά και από το δημοτικό τραγούδι της Ελένης που οδηγεί τον σκηνοθέτη στην αναψηλάφηση ενός παρελθόντος, που μοιάζει με παραμύθι. Η υπόθεση «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες» έγινε πρώτα βιβλίο και το 2024 εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη. Μάλιστα τα γεγονότα της ταράτσας του σπιτιού Ινδαρέ, όπου η οικογένεια υπέστη απίστευτη αστυνομική βία, έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας και ο σκηνοθέτης εξηγεί στην παρακάτω συνέντευξη πως επηρέασαν το εγχείρημα.

Η ταινία που έχει ήδη διακριθεί σε φεστιβάλ, είναι κάτι παραπάνω από μια παλιά οικογενειακή ιστορία που πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Είναι ένας φόρος τιμής στη γη του τόπου του, η αίσθηση της οποίας διαπερνά κάθε πλάνο του. Ο θεατής νιώθει την υγρασία της, την οσμή της, την υπόκωφη δύναμη της που μοιάζει, τη μια να συγκρατεί προαιώνια μυστικά και την άλλη να σε καλεί να μεταλάβεις τα μυστήρια της.

Κάτω από την σκέπη της απόκοσμης και συνάμα φιλόξενης φύσης, η κοινότητα που πάλλεται στις δικές της αντιφάσεις, εναρμονίζεται με τους κύκλους της μέσω δικών της τελετουργιών και λατρευτικών εθίμων. Κάποια μέλη της αψηφούν τους παράλογους κανόνες κι η παράδοση έρχεται μετά όχι να τα δικάσει, αλλά να τα δικαιώσει. Ο σκηνοθέτης μπαίνει στα μυστήρια, πατώντας στις μύτες των ποδιών και αφήνει τον αποσυμβολισμό στον θεατή.

Ads

Όσο ιστορικοί, λαογράφοι και κάτοικοι ξεδιπλώνουν το μυστήριο της ιστορίας, ζωντανεύουν νεράιδες, μάγισσες, και ξωτικά, με τη βοήθεια των γραφικών της Κιμώνας Βενιέρη-Βασιλάκη, της χορογράφου Τατιάνας Λοβέρδου και της εικαστικού Λύδιας Βενιέρη και ακολουθούμε τον δημιουργό σε μια διπλή διαδρομή: η μία αφορά την ανακάλυψη ή την αναζήτηση μιας συλλογικής ταυτότητας μέσα από όλες τις αντιφάσεις του πολιτισμικού πλέγματος, η άλλη είναι καθαρά προσωπική και θέτει υπαρξιακά ερωτήματα στον καθένα σχετικά με την αναμέτρηση με τον χορό των αντιφάσεων και των ερωτημάτων εντός μας.

Τι είναι αυτό που αξίζει να φωτίσουμε στην προσωπική μας διαδρομή, πόσο μπορούμε να το αγκαλιάσουμε, με ποιον τρόπο στοιχιζόμαστε πίσω από τους προγόνους μας, ποιες προκαταλήψεις αλλά και καταγραφές αποτελούν τα δεσμά μας και κατά που πέφτει τελικά η πραγματική έξοδος προς την ελευθερία μας; Ο σκηνοθέτης δεν μας αφήνει στον κατακερματισμό των ερωτημάτων, αλλά κάτω από το ζεστό πάπλωμα της σύνθεσης και της παρηγορίας της λαϊκής μούσας.

Ο Δημήτρης Ινδαρές μιλάει στο tvxs με αφορμή την Αθηναϊκή πρεμιέρα της ταινίας στις 27 Ιανουαρίου στην Ταινιοθήκη.

«Η ιστορία της Ελένης και του Λιμάζαγα υπήρχε σε κάποιες αφηγήσεις της μάνας μου, αν και η ίδια ήταν απ’ τη Σμύρνη» λέει ο Δ. Ινδαρές. «Ίσως η ιστορία αυτή ανακαλούσε κάπως την καταγωγή της σαν ένα είδος χαμένου παραδείσου. Ενός παραδείσου που περιλάμβανε και την ειρηνική συνύπαρξη με τους Τούρκους, σαν εμπειρία βιωμένη από τους δικούς της, ματαιωμένη από την παράνοια του πολέμου και της καταστροφής. Ο πατέρας μου, που με τη δική του κληρονομιά συνδεόταν η Ελένη, δεν τον θυμάμαι ν’ αναφέρει οτιδήποτε. Από την άλλη, αυτός ήταν που είχε φυλαγμένα τα χαρτιά. Πάντως εγώ ομολογώ πως δεν είχα δώσει ποτέ σημασία».

Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: πως και πότε ανακάλυψες τα έγγραφα που σε οδήγησαν να φτάσεις εφτά γενιές πίσω, για να ξεκινήσεις την αφήγηση της ιστορίας της Ελένης, αρχικά στο βιβλίο;

Το 2008, σ’ ένα ξεκαθάρισμα απ’ αυτά που ευθύνονται για την καταστροφή ή την διάσωση των οικογενειακών μας θησαυρών, η μάνα μου βρήκε ευκαιρία να ξεφορτωθεί τα χαρτιά, δίνοντάς τα σε μένα. Ένα «φορτίο» του παρελθόντος που λίγο-πολύ όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του και ο καθένας διαχειρίζεται κάθε φορά ανάλογα με τη στιγμή αλλά και το βάρος που πέφτει στο κεφάλι του. Το πρώτο χαρτί που άνοιξα ήταν αντίγραφο ενός είδους εκκλησιαστικού αφορισμού, σε βάρος κάποιων που έκαψαν τον πύργο του προπάππου μου στο Λειβάρτζι. Κι από εκεί, μέσα από μια σειρά επόμενων εγγράφων, η περιέργεια συναντήθηκε με τη βαθιά ανάγκη να καταλάβω το τί μπορεί να προκάλεσε αυτό το κακό, κινούμενος προς κάθε δυνατή κατεύθυνση στον χώρο και τον χρόνο.

Πόσο δύσκολη ήταν η έρευνα και πόσο σε απασχόλησε χρονικά;

Μπήκα στην έρευνα αμύητος ερασιτέχνης. Οδηγός ήταν η εμπειρία μου από τη μυθοπλασία, να συναντήσω κάπως τα πρόσωπα. Για να συμβεί αυτό έπρεπε να δοκιμάσω να κατανοήσω, όσο αυτό είναι δυνατόν με τα παραμορφωτικά γυαλιά του σήμερα, τις περασμένες εποχές. Τις περασμένες αντιλήψεις. Από απομνημονεύματα, μαρτυρίες ξένων περιηγητών, παλιά χειρόγραφα του Αρχείου Αγωνιστών της ΕΒΕ, των ΓΑΚ (Γενικών Αρχείων του Κράτους), του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας και κάποιες πολύτιμες συμβουλές από ερευνητές που ανταποκρίθηκαν πολύ γενναιόδωρα.

Κάποια στιγμή, ανάμεσα από τα βιβλία και τα χαρτιά λες και άρχισε να ακούγεται μια βουή που με καλούσε να επιστρέψω στον τόπο. Η επίσκεψη στο χωριό και στα μέρη που έλαβαν χώρα τα γεγονότα, ξύπνησε μια αίσθηση επιστροφής σε κάτι γνώριμο, που αποκαλυπτόταν κομμάτι-κομμάτι τις διαφορετικές ώρες της μέρας, από εποχή σε εποχή.

Η παράδοση άρχισε να ξεδιπλώνεται στις αφηγήσεις των παππούδων, που κάποιοι απ’ αυτούς έμοιαζαν λες και περίμεναν κάποιον ουρανοκατέβατο για να καταθέσουν λεπτομέρειες, που ίσως τα παιδιά τους, όπως όλα τα παιδιά, δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά. Το παράλληλο μέσα-έξω στα βιβλία των λαογράφων και των ντόπιων λόγιων έμοιαζε μεταβάλλει τις σελίδες τους σε αισθητοποιημένη εμπειρία.

Το ταξίδι αυτό υπαγόρευε διαδρομές, που περιελάμβαναν κάθε τόσο κι από μια έκπληξη, ένα δώρο. Μόνο που εγώ δεν έπρεπε να χαθώ και, σαν τον Κοντορεβιθούλη, να βάζω κάπως τα σημάδια μου. Αυτά τα σημάδια έγιναν κεφάλαια του βιβλίου.

Μιλώντας σχολαστικά, η πιο συστηματική φάση της έρευνας διήρκεσε από το 2017 ως το 2021, που βγήκε το βιβλίο, και το φθινόπωρο του 2023, που έγινε το τελευταίο γύρισμα της ταινίας.

Γιατί αποφάσισες να κάνεις την ιστορία και ντοκιμαντέρ;

Μα αυτό ήταν ο βασικός στόχος. Το βιβλίο όμως με απελευθέρωσε από την, ας την πούμε, σχολαστική διάσταση της έρευνας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για τη συνάντηση με τη συγκίνηση της προφορικότητας, της μνήμης αλλά και την μοναδική εμπειρία του ίδιου του τραγουδιού της Ελένης και των παραλλαγών του. Και όλα αυτά μαζί με τον απόηχο ή καλύτερα τις συνηχήσεις της ιστορίας στη μαγική φύση και το περιβάλλον του Ερυμάνθου.


Έχουμε το ειδύλλιο των δύο αλλόθρησκων, την κατάρα της μάνας, τον εμπρησμό του πύργου από τον ξάδερφο της αρχοντοπούλας Ελένης και δεκάδες τραγούδια αφιερωμένα σε μια ιστορία που απέκτησε διαστάσεις μύθου. Τι από όλα ήταν το πιο συγκλονιστικό για εσένα προσωπικά στην καταγραφή αυτή;

Η ανοιχτή αντίληψη της δημοτικής ποίησης, όπως αποτυπώνεται στη βασική παραλλαγή του συγκεκριμένου τραγουδιού. Οι στίχοι δεν κρίνουν τη συνάντηση των δυο αλλοθρήσκων. Ένα ειδύλλιο τόσο κοντά στην επανάσταση, με γνωστή την καταστροφή του κάστρου του Λιμάζη από τον οπλαρχηγό ξάδελφο της Ελένης Δημητράκη, και από τις πρώτες καταγραφές των δημοτικών τραγουδιών μετά τον Αγώνα, οι στίχοι εξακολουθούν να υμνούν τον έρωτα των δυο ξένων, με όλους τους συμβολισμούς της φυσικής αναγέννησης.

Καθαγιάζουν τη συνάντηση αυτή, καθιερώνοντας το συγκεκριμένο τραγούδι ως ένα κλασσικό τραγούδι γάμου, το οποίο, μάλιστα διαδόθηκε σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος. Πολλές δεκαετίες μετά, κυρίως με τη διάδοση των οργανωμένων ηχογραφήσεων, άρχισε ο εξωραϊσμός, με την εξαφάνιση του ονόματος και της ταυτότητας του Λιμάζαγα, που από Λιμάζης έγινε σκέτο «γαμπρός».

Είναι επώδυνο, λυτρωτικό ή απλά ενδιαφέρον να σκάβει κανείς τόσο βαθιά το παρελθόν του και τι άλλαξε στη ζωή σου μετά από αυτή τη διαδρομή;

Νομίζω πως όλοι μας είμαστε ευάλωτοι στα τραύματα του παρελθόντος, είτε κοιτάμε εμμονικά μόνο μπροστά, είτε παραμένουμε προσκολλημένοι στα πίσω. Κι εδώ η ισορροπία είναι αυτή που μας λυτρώνει. Αν βρει κανείς νόημα στο να συνομιλήσει κάποια στιγμή σοβαρά με το παρελθόν, μπορεί ίσως να συνδεθεί πιο ουσιαστικά με την ιστορία της κοινότητας. Ν’ αποδεχθεί τις αντιφάσεις της και να λειτουργήσει με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, προς κάθε κατεύθυνση. Και προς το καλό και προς το κακό…

Αυτό που λέμε περιέργεια συνδέεται συνήθως με κάτι βαθύτερο. Κάποιο έλλειμα ή κάποιο υπαρξιακό αίτημα, είναι αυτό που μας κάνει να χώνουμε τη μύτη μας. Έχει ίσως ενδιαφέρον ότι από κάποιο σημείο και μετά η έρευνα συνέπεσε με την οικογενειακή μας αναμέτρηση με το παράλογο. Έτσι, η αρχική επιθυμία για κάποιου τύπου θεραπεία ενός παλιού κακού, που δίχασε την κοινότητα και απόκοψε τους προγόνους μου από την κοινότητα, εμψύχωσε επιπλέον το εγχείρημα.

Η ταινία διαπραγματεύεται και άλλα πράγματα. Η ιστορία αυτή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τις ρίζες, η κυριαρχία της φύσης, του τόπου είναι έντονη αλλά και η έννοια της παράδοσης δεσπόζει. Ποια είναι η θέση της σήμερα στη ζωή μας; Μιλώ για τις δυτικές κοινωνίες, που παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση από τα τελετουργικά που έχουν σχέση με τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την καθημερινότητα. Πως θεραπεύουμε τα κενά των οποίων την ίαση είχαν αναλάβει οι πανάρχαιοι αυτοί τρόποι;

Αυτή είναι και η δική μου απορία, μετά την επαφή μου με τους ανθρώπους, που συναντήσαμε στην ταινία, και είναι από τους λίγους πια που φέρουν κάπως αυτούσια τη μνήμη της παράδοσης. Η αποκοπή μας από την εμπειρία της φύσης και των κύκλων της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης, η επιθυμία του ανθρώπου να χειραφετηθεί και να κυριαρχήσει, ν’ αυτονομηθεί όσο γίνεται πιο πολύ από την ίδια του τη φύση, γεννά μια άγρια ερημιά και σοβαρά ζητήματα ταυτότητας.

Ο σπόρος της ενσυναίσθησης, που τόσο πολύ συζητάμε, βλασταίνει στην εμπειρία της κοινότητας. Η κοινότητα όμως θέλει τόπο ν’ αναπτυχθεί. Μύηση και τελετουργίες σωματικές, για να επιβεβαιώνει τη συνοχή της. Βλέπουμε συχνά πώς η παράδοση, μεσ’ απ’ τη μουσική, το χορό και το τραγούδι ή ακόμη και η αυθεντική θρησκευτική εμπειρία (της αγάπης, όχι των θρησκόληπτων ζηλωτών) γεννάει ζωτικούς τριγμούς, ακόμη και άτσαλους, όπως αντιληφθήκαμε ότι συνέβη στα πανηγύρια του καλοκαιριού -όχι ασφαλώς για πρώτη φορά.

Από την άλλη, η παράδοση κενή από εμπειρία ζωής, μπορεί να γίνει όχημα ακραίας και μισαλλόδοξης ιδεοληψίας. Πάντως κάποια μυθολογικά – υπαρξιακά μοτίβα υπάρχουν ίσως κάπου εντός μας περιμένοντας την ώρα και τη στιγμή να ξανασυναντηθούμε μαζί τους, πάντα στο πλαίσιο της σχέσης μας με τους άλλους. Κάποιοι θα καούμε στη φωτιά τους. Κάποιοι ίσως βρουμε τον τρόπο να χορέψουν αρμονικά τα βήματά τους. Να βρούμε πληρότητα και γαλήνη στη μαγεία τους.

Η περιπέτεια σου ως θύμα αστυνομικής βίας («οικογενειακή μας αναμέτρηση με το παράλογο» το ονόμασες νωρίτερα) δημιούργησε ένα προηγούμενο. Κάνουν χρήση του όρου «υπόθεση Ινδαρέ» πολιτικοί, δημοσιογράφοι και ερευνητές της συστημικής φύσης της αστυνομικής βίας. Ποιο είναι το απόσταγμα αυτής της εμπειρίας με την απόσταση του χρόνου σε εσένα και την οικογένεια σου;

Θύμα…Πολύ «άτιμη» λέξη. Η ομηρία της θυματοποίησης είναι μεγάλη τυραννία. Κάθε άνθρωπος που βιώνει την παράνοια του παραλόγου, αυτήν αγωνίζεται ν’ αποτινάξει. Η θεσμική δικαιοσύνη, η συγγνώμη και, ακόμη πιο γενναία, η συγχώρεση, είναι τα κλειδιά της απελευθέρωσης. Και ασφαλώς όχι η λήθη.

Σε αυτή τη διάσταση επιμένω. Γιατί αυτή η διάσταση μας συνδέει τελικά με την κοινότητα, στο πλαίσιο μάλιστα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και σ’ αυτή τη διάσταση παίζουν τα ρέστα τους, από την αντίθετη πλευρά, όσοι σπαταλούν το πολύτιμο κεφάλαιο της συνοχής και της κοινωνικής ειρήνης. Έχει μιλήσει γι’ αυτά εξαιρετικά διεισδυτικά ο Μωυσής Ελισάφ. Μεγάλη απώλεια… Αυτή τη διάσταση θα έχουμε τη χαρά να συζητήσουμε με τον κ. Σταύρο Ζουμπουλάκη, σε μια από τις προβολές του ντοκιμαντέρ στην ταινιοθήκη. Το θέμα της συμφιλίωσης και της συγχώρεσης είναι από τα κομβικά της ταινίας. Και είναι νομίζω από τους πιο κατάλληλους, να μας μιλήσει σχετικά.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

– Δευτέρα 27/1, 20.00

Πρεμιέρα, παρουσία σκηνοθέτη και συντελεστών (με προσκλήσεις).

– Σάββατο 1/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη

(Φιλόλογος, δοκιμιογράφος, Πρόεδρος Εφορευτικού Συμβουλίου Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος).

– Κυριακή 2/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον Μάνο Αχαλινωτόπουλο

(Μουσικός, Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας)

– Σάββατο 8/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με την Αγνή Στρουμπούλη

(Αφηγήτρια παραμυθιών)

– Κυριακή 9/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον Παντελή Μπουκάλα

(Ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος)

– Σάββατο 15/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον Λάμπρο Μπαλτσιώτη

(Επίκ. Καθηγητής Ιστορίας Μειονοτήτων στα Βαλκάνια, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)

– Κυριακή 16/2, 17.00

Θα ακολουθήσει συζήτηση με την Μαρία Κολιονίκα

(Κοινωνική Λειτουργός-Θεραπεύτρια, Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών

Κρατουμένων Ελεώνα Θηβών)

Στην ταινία συμμετέχουν: Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, Στέλιος Μουζάκης, ερευνητής πολιτισμών, Πέτρος Πιζάνιας, ιστορικός, ομ. καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ηλίας Τουτούνης, συγγραφέας-ερευνητής, Παναγιώτης Φράγκος, συγγραφέας, πρόεδρος Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας και Ελένη Ψυχογιού, λαογράφος, ερευνήτρια του ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών.

Συμμετέχουν επίσης κάτοικοι των κοινοτήτων Λειβαρτζίου (Αχαΐας), Μοστενίτσας (Ορεινής Ηλείας) και Τριποτάμων (Αχαΐας).

Εμφανίζονται οι μουσικοί: Γιάννης Παναγιωτόπουλος, Γωγώ Χρυσανθοπούλου, Πολύβιος Γκολφίνος με τη ζυγιά του, Γιώργος και Σταυρούλα Δαλιάνη με το συγκρότημά τους, Αννέτα Γεωργουλοπούλου, Βασίλης Ραβαζούλας, Νίκος Σοφός και Ζωγράφος Μπεθάνης.