Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Είδα την ταινία Υπάρχω εδώ και μέρες, πριν αρρωστήσω κι εγώ ανάμεσα σε άλλα – δεν το λες κι απ’ τα καλύτερα Χριστούγεννα που πέρασα – και μου κόλλησε στο μυαλό πόσο συντριπτικές είναι οι λειτουργικές του συλλογικού φαντασιακού, πόσο επηρεάζουν την πρόσληψη, το φαντασιακό, την κοινωνική συνείδηση, την ίδια την κοινωνικοπολιτική μα και τις εντελώς ιδιωτικές συναισθηματικές μας ζωές.
Καλό και στρωτό σενάριο, συναισθηματική προσέγγιση μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που προκαλεί συναισθήματα σε όλες κι όλους μας, εγώ τουλάχιστον συγκινήθηκα, αλλά πολύ μακριά, με τη συνήθη επίκληση της μυθοπλασίας την ίδια ώρα που εμπορεύονται το αληθινό όνομα, από μια βιογραφία που θα είναι ικανή, έστω και με διακριτικές ατάκες να δείξει λίγο βαθύτερα την παλέτα φως και σκοταδιού που είμαστε όλοι κι όλες, που ήταν και ο Καζαντζίδης.
Συνήθως οι ιδιαίτεροι άνθρωποι που μισό λόγω ιστορικού πλαισίου, μισό λόγω των προσόντων τους, εκφράζουν την συλλογική ψυχή πέρα από την δική μας αρέσκεια ή απαρέσκεια, δεν μπορούν να κριθούν εύκολα δίχως να προκαλέσουν επιθέσεις. Δεν ανήκουν πια στους ίδιους, έχουν από-ατομικοποιηθεί σε βαθμό που δεν υπάρχουν αποστάσεις «ασφαλείας» από μας τους τρίτους.
Το είδαμε και στον θάνατο του Ντελόν, ενός τόσο διαφορετικού; ανθρώπου που όμως επειδή ως φιγούρα ήταν η ομορφιά των νιάτων μιας ολόκληρης γενιάς κάθε ρήγμα στην πίσω πλευρά του (και δεν μιλώ για κείμενα ισοπεδωτικά, κι άρα μονόπλευρα) αντιμετωπίστηκε ως περίπου ιεροσυλία, ως ανάρμοστη γνώμη των ‘τίποτε’ μπρος στον μυθικό σταρ. Κι αυτό ενώ η γνώμη των τίποτε είναι ό,τι τους έχει αφήσει στην παλάμη μια ματωμένη ιστορία διεκδικήσεων αιιώνων και πρέπει να την κρατούν σφιχτά καθώς υπό την βία της μιντιακής χειραγώγησης και της κοινωνικής επιβολής των κοινωνικών δικτύων, την χάνουν.
Οι πεποιθήσεις που διαμορφώνουν την ψυχολογία της αγέλης είναι βέβαια -και- απότοκο της έλλειψης πολιτιστικού κεφαλαίου που το ιεραρχικό σύστημα προσφερει αφειδώλευτα στους από κάτω, αφήνοντας τους να δρουν με φαντασιακές κυρίως επενδύσεις, που δεν επηρεάζουν την πραγματική υλική δομή. Δομή όχι μοναδική βέβαια, αλλά πολύ επιδραστική κυρίως άρρητα μα αυτό είναι ένα άλλο- μεγάλο- θέμα. Και η πρώτη αιτία επίθεσης στον αποσυνάγωγο όταν υπάρξει αυτό που οι κοινωνικοί ψυχολόγοι αποκαλούν γνωστική ασυμφωνία είναι πως τα τοτέμ αποτελούν βασική παράμετρο για τη διαμόρφωση των προσδοκιών μας και των ιδεατών μας εαυτών.
Έπαιξε πολύ με αυτό ο παλιός ‘καλός’ ελληνικός κινηματογράφος, με το λαϊκό παιδί, αρσενικό, φιλότιμο, καταφερτζή που πάντα νικάει τον αστό φλούφλη κερδίζοντας τον θαυμασμό της αστής κοπέλας, άλλο υποσυνείδητο σύμβολο κι αυτό, και γίνεται χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Ενας βολικός μύθος αυτοδικαίωσης και αυτοπραγμάτωσης εκ του ασφαλούς στον χώρο του φαντασιακού με πρόστυχο τυράκι ότι ήταν μια αυτοπραγμάτωση εξατομικευμένη, την ίδια ώρα που δημιουργούσε πρόσκαιρες συλλογικότητες, πρόσκαιρες κοινωνικές συσσωματώσεις στις σκοτεινές αίθουσες.
Ο Καζαντζίδης υπήρξε ταυτόχρονα, για μένα, το τίποτα μπροστά του, αυτός που το έσπασε αυτό κι έπειτα αυτός που το ξαναέστησε. Ένας τραγικός με την αρχαία έννοια από ποικίλες απόψεις. Παιδί με βιώματα που δεν ξέχασε και δημιούργησαν μέσα του πολιτικοκοινωνική συνείδηση μεγαλύτερη από την προσδοκία της επιτυχίας, κάτι που τον τιμάει βαθιά, πήρε την Ελλάδα από το χέρι από τα 20 ως τα 35 του, και έδωσε φωνή στους απόκληρους με βάση αυτήν την σημειολογία. Επί χρόνια οι μετανάστες μιας άλλης εποχής έπαιρναν μαζί τους, ρούχα, εικονίσματα κι ένα δικό του 45αρι. Κι αυτό λέει πολλά για την κοινωνικοπολιτιστική δυναμική του. και ποτέ, δεν το επανέλαβε κανένας.
Και ήταν αυτός που επέβαλε όρους υπερ όχι μόνο των καλλιτεχνών,(ο Στέλιος καθάρισε για όλους μας, είπε ο Ζαμπέτας γι’ ανθρώπους που ακόμη κι εν μέσω της πρωτοκαθεδρίας του πολιτικού τραγουδιού δεν τολμούσαν να συνδικαλιστούν) αλλά και υπερ των υπόλοιπων εργαζόμενων, κι έπειτα υπερ των καταναλωτών (πλαφόν στις τιμές, έλεγχος στα ωράρια των αόρατων εργαζόμενων ώστε να δουλεύουν ανθρώπινες ώρες, έλεγχος στο μενού ώστε οι άνθρωποι να μην υπερτιμολογούνται, σεβασμός στις κοπέλες του νυχτοκάματου κλπ) διπλή και τριπλή τιμή, σε μια νύχτα που γινόταν όλο και πιο άγρια κι έπρεπε να περάσει κι από πάνω του οδηγώντας τον, για αρκετά χρόνια, στην σιωπή.
Την ίδια ώρα, είχε μια παθολογικά ναρκισσιστική προσωπικότητα που αλληλοτροφοδοτούνταν με ένα βαθύ σύνδρομο καταδίωξης. Μα δεν έχει η κοινωνική ψυχολογία, και πάλι, αναδείξει τη σύνδεση αντιλήψεων κι αποφάσεων με προσωπικά τραύματα; Κι όμως όταν είναι και τα ιδιοσυγκρασιακά μας χαρακτηριστικά ευεπίφορα σε κάτι τέτοιο;
Η δήλωση του «είμαι ο δικαιότερος άνθρωπος του κόσμου» ή «Μόνο εγώ μετά τον Αραφάτ τα έβαλα παγκόσμια με τους Εβραίους» όχι μόνο δείχνει έναν βαθύ αντισημιτισμό και την συνήθη συνωμοσιολογική φυλετική θεωρία που μια χαρά δρα κι εντός στρωμάτων της αριστεράς (την ίδια ώρα που, για να μην τα κάνουμε όλα ίσωμα, η αριστερά τουλάχιστον στη νουνεχή της θεωρία προσπαθεί και προσδοκά για μια αποδόμηση της εξουσίας κι όχι μιας φυλής) αλλά αν την είχε κάνει άλλος καλλιτέχνης, καθισμένος σε ταβέρνα, θα θεωρούνταν ύβρις απέναντι στους χιλιάδες ανώνυμους νεκρούς της ινφάντα εκείνης της εποχής.
Όπως και είχε στοιχεία σεξισμού, δικαιολογημένα σε μεγάλο βαθμό από το πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής του που όμως δεν τον εμπόδισαν τελικά να παραδέχεται σε στιγμές νηφαλιότητας πράγματα, τιμή και πάλι, δυσανάλογης επιθετικότητας κλπ. Ιδίως ο Καζαντζίδης των τελευταίων ετών, Δυστυχώς, έπαιξε πολύ με την ιδιωτική τηλεόραση και τους Ευαγγελάτους εκείνης της εποχής, αρέσει δεν αρέσει αυτή η αλήθεια, ξαναστήνοντας ότι ο νεότερος είχε προσπαθήσει να αποδομήσει στη νύχτα. Κι εδώ υπάρχει πολύ υλικό, πολλά βίντεο, να δει κανείς.
Όπως και να έχει η ταινία με έκανε να ξανασκεφτώ αυτές τις λειτουργίες και το κείμενο αυτές, κι όχι την ίδια, αφορά. Με έκανε να θυμηθώ γιατί είναι δύσκολο να ρίξεις το βάθρο με όλα τα θετικά και όλα τα ανησυχητικά πολιτιστικής αντίστασης με την πιο προοδευτική και την πιο συντηρητική έννοια που αυτό μπορεί να συμπεριλάβει. Χαρακτηριστικό της πολιτιστικής συντήρησης στο όνομα ενός αριστερού ναρκισσισμού είναι πως γράφτηκε ότι η Μαρινέλλα (την οποία υπόψην δεν άκουγα ιδιαίτερα, αλλά αλίμονο αν το προσωπικό γούστο καλύπτει την αλήθεια και την κρίση κατά είδος μουσικής) δεν τραγούδησε μεγάλα τραγούδια (αλίμονο!
Αν ήξεραν όμως την αληθινή της οικογενειακή ιστορία, κι αν όντως νοιάζονταν για το γυναίκειο ζήτημα και μετρούσαν τι έκανε η ‘παντελονού’ αλλάζοντας για πάντα κι αυτή από την πλευρά της το πάλκο των γυναικών -ένα αληθινά εμβληματικό ζευγάρι οι δυο τους- θα πίστευαν το αντίθετο, και πάλι από αφετηρία που δεν θα αφορούσε τα ίδια τα τραγούδια.
Όταν η 2η φωνή του Στέλιου, το καθισμένο του σεκόντο, σηκώθηκε όρθια και μόνη, μια εξίσου εμβληματική φωνή ξεπήδησε και το ταλέντο ανήκει πάντα -και- στην κοινότητα. Ο παλιός φίλος και μουσικός του Στέλιου Καζαντζίδη Δημήτρης Τζάρας είχε πει σχετικά:
«Η Μαρινέλλα -η Κίτσα, όπως τη φωνάζαμε τότε- ήταν και είναι πολύ άξια. Γι’ αυτό και ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο και θεωρείται σήμερα κορυφαία. Δουλέψαμε πολύ μαζί με τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη. Βοηθούσε όλους όσους ήταν τριγύρω της. Δεν θα ξεχάσω στα πρώτα της βήματα, όταν ο Στέλιος είχε ήδη γίνει φίρμα, η Μαρινέλλα ήταν πολύ φτωχή κοπέλα. Ο Στέλιος δεν της είχε πάρει ούτε ένα παλτό. Και όταν ήταν να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες για να στείλουμε σε καρτ ποστάλ, με το παλτό της γυναίκας μου έβγαζε φωτογραφίες, γιατί δεν της έπαιρνε τίποτα ο Στέλιος.» «Έφυγα από τον Καζαντζίδη μ ένα κατοστάρικο στην τσέπη. Δεν είχα πού να πάω, και πάλι δεν είχα άγχος. Λέω: ο Θεός είναι μεγάλος, ξέρει και τα δίνει κατά την καρδιά του ανθρώπου.» έχει πει η Μαρινέλλα για τον χωρισμό της.
Γιατί τότε, όπως και για τους αληθινούς συνθέτες ή στιχουργούς των τραγουδιών, όπως και για τους τραγουδιστές τους ίδιους, ούτε οι γυναίκες-σύζυγοι κέρδιζαν οικονομική ανεξαρτησία. Παρόλα αυτά ο Καζαντζίδης είχε μια τρομερή αύρα ως αρσενικό και η Μαρινέλλα καταπληκτική προσωπικότητα, και όπως η υπέροχη Βάσω Καζαντζίδη (απροπό, δεν κατάλαβα γιατί άλλαξαν τον τόπο καταγωγής της και γνωριμίας τους στην ταινία) δήλωσε, ήταν δίπλα του σε όλη την διάρκεια της ασθένειας του, στο σπίτι του και στη Γερμανία «Όταν νοσηλευόταν στο Όφενμπαχ της Γερμανίας είχα πάει να τον δω. Έμεινα 15 μέρες, του μιλούσα, του τραγουδούσα, τον τάιζα. Έχω πάντα στην κρεβατοκάμαρα μου μία φωτογραφία από τότε που ήμασταν πολύ νέοι και πολύ ερωτευμένοι. Την κοιτάω και του μιλάω. “Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα χριστιανέ μου; Γιατί δεν πρόσεξες τον εαυτό σου; Είναι καλύτερα εκεί που είσαι τώρα;” του λέω και καμιά φορά θυμώνω».
Τιμή και σ’ αυτήν λοιπόν (κρίμα που δεν θα δει την ταινία, και τραγική ειρωνεία που αυτός που παίζει τον Καζαντζίδη, ο Χ. Μάστορας, υπήρξε το τέλος του καλλιτεχνικού -και ίσως βιολογικού- της κύκλου, όπως και τραγική ειρωνεία που ένας Μάτσας ανήκει στο τημ δημιουργών της ταινίας που κρατά τον μύθο σου ζωντανό στους νέους Στέλιο μου)
Αλλά ο μύθος θα μείνει, γιατί αλλιώς η απώλεια σημαίνει συμβολική, σημειολογική, σφαγή: Θυμάμαι πόσο ήθελα να γράψω κάποτε ένα θεατρικό στο οποίο πχ επιστρέφει η Μονροέ γερασμένη ή ο Ιησούς για να καταγγείλει, όπως το έκανε και στα Ευαγγέλια, την οικογενειοκεντρική αντίληψη, κι οι πρώτοι που τους τρων είναι οι οπαδοί τους. Εκκινώντας από άλλο σκεπτικό, αλλά αναφερόμενος στο ίδιο φαινόμενο, ο Τ. Ουίλιαμς το βάζει σε κείνη την σκηνή που η αγέλη των νεαρών παιδιών τρώει τον πανέμορφο νέο, θεία και διαβολική κοινωνία διαμοίρασης του σώματος και του αίματος που τους ενώνει στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι.
Το έχει κάνει κι η ιστορία, ουκ ολίγες φορές. Δεν ήταν στην πρώιμη επανάσταση της Νάπολης στα 1600τοσο που ο Μασιανέλο, ο όμορφος νέος επαναστάτης, θανατώθηκε από το ίδιο πλήθος που καθοδήγησε να καταλάβει την πόλη εναντίον των αβάσταχτων φόρων, όταν παρουσίασε σημάδια τρέλας που έψεγαν το συλλογικό τους φαντασιακό; Άρα μόνο αν τα αποκλείσεις, αν αντιμετωπίσεις την γνωστική ασυμφωνία, μπορείς να έχεις μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας του τοτέμ ικανοποιώντας τις ατομικές επιθυμίες σου, που σε ‘συνδέουν’ με τους άλλους.
Το αίσθημα αυτής της απώλειας δεν είναι ψυχολογικά αποδεκτό από την ψυχολογία των ανθρώπων και αυτό το περίπλοκο, διαφωτιστικό και ισχυρό φαινόμενο που αποκαλείται Status Quo Bias (το στατους κβο της προκατάληψης) συνδέεται με την αποστροφή της απώλειας, αναπαράγοντάς και το ευρύτερο στατους κβο.
Τέλος πάντων, ο Καζαντζίδης στα νιάτα του υπήρξε ένας άνθρωπος που τα έβαλε με την ποικιλώνυμη μαφία με προσωπικό κόστος. Ακόμη κι ο γάμος του γι’ αυτό διαλύθηκε και δεν είναι τιμητικό να μην τον χειροκροτάμε (όρθιοι και όρθιες). Ο Καζαντζίδης των ύστερων χρόνων, προσπαθώντας ίσως να διαχειριστεί την σιωπή, ήταν ένας άνθρωπος που ξαστόχησε σε κάποια σημαντικά πράγματα. (Συμβαίνει σε όλες κι όλους μας, ηρεμήστε). Και σε αυτό και πάλι πρέπει να σηκωθείς όρθιος ή όρθια και να το θέσεις. Αλλιώς δεν κατάλαβες τίποτα. Ούτε από όσα προσπάθησε να πει και να κάνει ο Καζαντζίδης των νιάτων του. Κι αυτό, μην ξεγελιέσαι, δεν αφορά τον Καζαντζίδη, αφορά εσένα.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >