«Διαρκής παρουσία, αμφισβήτηση του εαυτού, άρνηση του μύθου» αυτές είναι οι τρεις παραδοχές που βλέπει πίσω από το συγγραφικό έργο του Περικλή Κοροβέση ο εκδότης και φίλος του Νίκος Παπαχριστόπουλος που μιλάει στο tvxs με αφορμή τα «Άπαντα πεζά και θεατρικά έργα» του Περικλή Κοροβέση από τις Εκδόσεις Opportuna. Το βιβλίο που παρουσιάζουν στην ΕΣΗΕΑ στις 13 Δεκεμβρίου ο ίδιος, ο Σάββας Μάτσας, ο Παντελής Μπουκάλας και ο Δημήτρης Ψαρράς οι οποίοι υπογράφουν και τα επίμετρα στην έκδοση.
Τέσσερα χρόνια μετά την έφοδο στους ουρανούς, κυκλοφορεί, σε έναν τόμο που ξεπερνά τις χίλιες σελίδες ολόκληρο το λογοτεχνικό σώμα του Περικλή Κοροβέση. Βιβλία που στην πλειοψηφία τους είναι εξαντλημένα από τις εκδόσεις τους εδώ και πολλά χρόνια, μέσα από τις ιστορίες των οποίων συναντάμε ξανά την ίδια την ουσία του στην τέχνη και τη ζωή: Μια άνευ ορίων τρυφερότητα και μια διαρκή αναζήτηση της γυμνής αλήθειας των πραγμάτων και του ανθρώπινου και κοινωνικού πυρήνα.
Ήταν μια ιδέα του Περικλή και του εκδότη και φίλου του την οποία ο Περικλής δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη, Η έκδοση αυτή είναι το πρώτο μέρος μιας σειράς άλλων τόμων που θα ακολουθήσουν με την αρθρογραφία του Κοροβέση, που συγκεντρώνεται συνολικά.
«Τα Άπαντα τα εκδώσαμε γιατί χρειαζόταν να εκδοθούν. Ύψιστο χρέος προς αυτή την σπουδαία προσωπικότητα, στην οποία η ιστορική μνήμη μονάχα της οφείλει, και μάλιστα πολλά. Το μέγεθος του βιβλίου δεν το καθορίσαμε εμείς, το υπαγόρευσε το ίδιο το σώμα των κειμένων του συγγραφέα, με βάση το είδος της γραφής. Περίπου στις 1000 σελίδες “στριμώχνεται” το σύνολο της δημοσιευμένης λογοτεχνικής του παραγωγής, σε τόσες περίπου και τα κείμενά του στην Εποχή, σε άλλες τόσες στην Εφημερίδα των Συντακτών, σε άλλες τόσες και στην Ελευθεροτυπία. Και έπεται συνέχεια» λέει στο tvxs ο εκδότης ψυχολόγος-ψυχαναλυτής, επιστημονικός υπεύθυνος των εκδόσεων Opportuna Ν. Παπαχριστόπουλος ο οποίος σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Μαζί του σήμερα αναψηλαφούμε τη λογοτεχνία του Κοροβέση, ψάχνουμε τις ιερές εμμονές του στη γραφή, τον αγώνα, τον έρωτα το τραύμα το πάθος του για ζωή: «Ο Κοροβέσης γράφει, γράφει για τα παθήματά του και συνάμα, μέσα από την γραφή των παθημάτων του, ανασυστήνει το ίδιο του το πάθος για ζωή» όπως θα πει πολύ εύστοχα στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ο Παντελής Μπουκάλας γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου: «Ο Περικλής δεν χρειάστηκε να αναστηθεί. Κατοικεί ζωηρότατος στο μυαλό μου, ανταμωμένος με όλους τους αγαπημένους φυγάδες. Γελαστός, ετοιμόλογος, σαρκαστής, δοτικός, κριτικότατος, αμφισβητίας του εαυτού του, σχεδόν αρνητής του. Αρνητής οπωσδήποτε του μύθου δια του βίου και δια του ίδιου του βίου του». Τι έχετε να προσθέσετε στα παραπάνω;
Τρεις παραδοχές οι οποίες αποδίδουν στο έπακρο την ενδοκόσμια τοποθέτηση του Περικλή Κοροβέση αλλά και την θέση του, ως λογοτεχνικού αλλά και δρώντος υποκειμένου, στην μεταθανάτια πραγματικότητα η οποία τον περιβάλλει: διαρκής παρουσία, αμφισβήτηση του εαυτού, άρνηση του μύθου.
Διαρκής παρουσία, η οποία δεν χρειάζεται καμία πράξη ανάστασης προκειμένου ο ίδιος να διατηρηθεί στην μνήμη, όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους, αξιολογότατους εκλιπόντες δημιουργούς, οι οποίοι, προκειμένου να καθιερωθούν, κάπου στο μέλλον, στη συνείδηση των ανθρώπων, χρειάζεται πρωτίστως, στο παρόν, να απωθηθούν από το συλλογικό ασυνείδητο. Η σπουδαιότητα του έργου του Κοροβέση αλλά και η αιχμηρότητα του βίου του καθιστούν ανέφικτη μια τέτοια, είτε επιδιωκόμενη είτε όχι, πράξη απώθησης.
Η αμφισβήτηση δε του εαυτού και η άρνηση του μύθου δύο αλληλένδετες πρακτικές, εξ ίσου συνυφασμένες με την ζωή και το έργο του Κοροβέση. Αφενός μεν διεργασία διαρκούς υπονόμευσης της «ακεραιότητας» του ψυχισμού και του κομφορμισμού τον οποίο συνεπάγεται μια «πλήρης» εξισορρόπηση, η αναζήτηση, από την πλευρά του, του ορίου προς υπέρβαση προκειμένου να αναδειχθεί το απρόβλεπτο, το απρόσμενο, το εκτός ασφαλείας της προδεδικασμένης κοινωνικής επαφής, με όρους ωστόσο ανάδειξης της αξιοπρέπειας του Άλλου: ενός Άλλου επιβεβλημένου στο πλάι του ως διαρκούς παρουσίας, ως παρτεναίρ-συμπτώματος της ίδιας της ύπαρξης, ενός Άλλου ως φορέα κοινωνικών νοημάτων πέρα από την προδεδικασμένη τους φόρμα.
Αφ᾽ ετέρου δε άρνηση του μύθου, του μύθου τόσο του ιδίου του εαυτού ως ειδώλου, του «ειδώλου Κοροβέση», αλλά πρωτίστως του δομικώς αδιάσπαστου της κοινωνικής πραγματικότητας η οποία των περιβάλλει εν είδει μυθολογίας. Ο Κοροβέσης αρνείται τον κατασκευασμένο μύθο της κοινωνίας στην οποία ζει, όχι όμως υπό μιας πράξης αρνητισμού: τουναντίον, επινοώντας, μέσω του βίου και του έργου του μια νέα μυθολογία, μια μυθολογία της μυθολογίας, επιδιώκει να ανασυστήσει την απολεσθείσα προ-μυθολογική κατάσταση του κοινωνικού υποκειμένου το οποίο, για να ζήσει εν κοινωνία, το ανάγκασαν να ζει με τους μύθους της.
Κατά πόσο μπήκε όλο αυτό το πολύπλευρο δυναμικό στη λογοτεχνία του; Υπήρξε κάποια πλευρά που την έκρυψε από τον λογοτεχνικό εαυτό του;
Ο Κοροβέσης, όπως και κάθε δημιουργός, ζει μέσα από τα δημιουργήματά του, η λογοτεχνία του δεν είναι ένα απλό συμπλήρωμα της ατομικής του δράσης, είναι η ίδια του η δράση, ενσωματωμένη στην καθημερινότητά του. Η σχέση του με το δημιούργημά του αμφίδρομη: προς αυτό και μέσω αυτού.
Δοθείσης της φροϋδικής θεώρησης περί μετουσίωσης ως μεταφοράς μιας μη συνειδητής ενορμητικής σύγκρουσης στην πραγματικότητα μέσω του έργου τέχνης, κατά τρόπο κοινωνικώς επεξεργασμένο, προκειμένου ο ίδιος ο δημιουργός να εξοικειωθεί με την λανθάνουσα διάσταση του ενορμητικού του αιτήματος ως κοινωνικής πλέον επιταγής, ο συγγραφέας δεν μπορεί να ελέγχει πλήρως την μεταβιβασμένη στο έργο του δημιουργική πρόθεση. Δεν χρειάζεται ωστόσο να αναζητήσουμε καμία μορφή κεκαλυμμένης παθολογίας στο έργο του Κοροβέση, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο δημιουργό, καθώς, όπως λέει και ο Λακάν, το έργο τέχνης είναι δημιουργία «εκ του μηδενός», μια αυτόνομη συν τοις άλλοις πρακτική, η οποία υπερβαίνει κάθε συνειδητή ή ασυνείδητη ερμηνευτική νομοτέλεια. Ο Κοροβέσης γράφει, γράφει για τα παθήματά του και συνάμα, μέσα από την γραφή των παθημάτων του, ανασυστήνει το ίδιο του το πάθος για ζωή.
Υπάρχει ένας κοινός και πολύ στέρεος παρονομαστής στα έργα του. Ένα έντονο άρωμα βιώματος ,που κάνει τον αναγνώστη να δυσκολεύεται να πιστέψει πως οτιδήποτε από αυτά θα μπορούσε να είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πόσο ξέφυγε από το βίωμα ο λογοτέχνης Κοροβέσης, που μιλά συνήθως στο πρώτο πρόσωπο;
Αυτή είναι και η μαεστρία της τέχνης του Κοροβέση, η ρεαλιστικότητα του βιώματος. Είτε πρόκειται για προσωπική μαρτυρία, όπως οι «Ανθρωποφύλακες», είτε για κατακερματισμένο κείμενο με αποσπασματικό λόγο, όπως ο «Κοινός τόπος», είτε για αλληγορικό θεατρικό λόγο, όπως η «Επιχείρησις Ιουδίθ», είτε για την ελεγεία της μελαγχολίας και της απώλειας, όπως τα διηγήματα «Γυναίκες ευσεβείς του πάθους», εκείνο το οποίο προάγεται ως αναγκαιότητα της γραφής είναι το ένα και το αυτό: η δημιουργία προτύπου για ταύτιση, με όρους απολύτου αλλά και ρομαντικού συνάμα ρεαλισμού. Η γραφή του Κοροβέση είναι η γραφή της απλότητας, ενός βαθέως το οποίο ταυτίζεται μονάχα με την επιφανειακή διάσταση της παρουσίας του, εν ολίγοις μια γραφή εντός της οποίας ο αναγνώστης, πέρα από οποιαδήποτε περαιτέρω ερμηνευτική απόπειρα με όρους συνειδητού ή ασυνειδήτου, αναγνωρίζει την συλλογική αξία ενός πρωταρχικού βιώματος.
Με ποιους τρόπους μπαίνει το τραύμα στο έργο του; Ανοίγει την πληγή σε κοινή θέα; Το διαχειρίζεται; Και πόσο άσχετο είναι αυτό με την έντονη παρουσία του σώματος στο έργο του;
Στο ντοκιμαντέρ της Ανιές Βαρντάς, ο ίδιος ο Κοροβέσης πέφτει φαινομενικά σε μια αντίφαση: «έγινα συγγραφέας για πολιτικούς λόγους» ισχυρίζεται στην αρχή, «είμαι ένας συγγραφέας ο οποίος βασανίστηκε» αναφέρει στην συνέχεια. Ήταν ή έγινε συγγραφέας εξ αιτίας του τραύματος; Το τραύμα, όπως περιγράφεται αρχικά στους «Ανθρωποφτλακες», σε πλήρη ταύτιση με τον εγκλεισμό και τα βασανιστήρια, συνιστά το τελετουργικό μετάβασης για τον ίδιο στον χώρο της λογοτεχνίας. Μέσα από την περιγραφή του, και μάλιστα με έναν τρόπο λογοτεχνικά αριστοτεχνικό, δεν συνετέλεσε απλώς στην ανατροπή ενός καθεστώτος αλλά καταξιώθηκε συνάμα, έγινε γνωστός παγκοσμίως, ταυτίστηκε λογοτεχνικά με την ίδια του την υπό εξιστόρηση εμπειρία.
Ωστόσο, ο λογοτέχνης Κοροβέσης δεν περιχαρακώθηκε στην γραφή του τραύματος των βασανιστηρίων, η γραφή του μοιάζει να απελευθερώνεται στην συνέχεια από το τραύμα των «Ανθρωποφυλάκων» και να γαντζώνεται στο τραύμα της συμπόρευσης με τον Άλλο της κοινωνικής συνύπαρξης: γίνεται πλέον η γραφή όχι της ενόρμησης επιθετικότητας, του ενστίκτου του θανάτου, αλλά η γραφή της ενόρμησης του έρωτα, του ενστίκτου της ζωής, υπό όλες του τις εκφάνσεις. Η γραφή του υπαγορευόμενη έκτοτε από μια υποκειμενική και μόνο επιταγή, υπό την μορφή κατίσχυσης μιας υποκειμενικής αφήγησης υπό συνθήκες κοινωνικής εκφοράς, καθίσταται ένα τραύμα της αφήγησης και όχι μια αφήγηση του τραύματος: αφήγηση της απώλειας, του ατομικού δράματος, της εγκατάλειψης, της ματαίωσης, της αδέκαστης συλλογικής μνήμης, του αδυσώπητου ατομικού αγώνα, της μη εκπεφρασμένης σε τελική ανάλυση κοινωνικής επανάστασης, σε κάθε περίπτωση μια γραφή η οποία μετατρέπει το τραύμα από εστία καθήλωσης σε πυροκροτητή εξέλιξης.
Συχνά μοιάζει να αυτοαναλύεται καθώς αφήνει την πένα του να γλιστράει σε ελεύθερους συνειρμούς. Όπως στον «Κοινό Τόπο» φιλάει την αγαπημένη του και πηγαίνει αστραπιαία στο φιλί που είχε δώσει μικρός στην εξαδέλφη. Έβαζε ο ίδιος τον εαυτό του «στο ντιβάνι» μέσα από τη γραφή του;
Τον Περικλή τον γοήτευε η ψυχανάλυση, όπως τον γοήτευε και η αποδόμηση. Θήτευσε πλάι στον Μπαρτ και την Κρίστεβα, έζησε εκ του σύνεγγυς όλη την αμφισβήτηση της γαλλικής διανόησης του τέλους της δεκαετίας του ᾽60 και των αρχών της δεκαετίας του ᾽70. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ο «Κοινός τόπος» και το «Πίσω από το νησί η θάλασσα». Συρραφή αποσπασμάτων και απαύγασμα συμβολιστικής γραφής το πρώτο, γραμμένο αμέσως μετά τους «Ανθρωποφύλακες», μυθιστορηματική γραφή με πρωτόλεια συνειρμική αυτοτέλεια το δεύτερο.
Ωστόσο, ο συγγραφέας Κοροβέσης δεν αυτοαναλύεται μέσω της γραφής του, η γραφή του δεν έχει για τον ίδιο θεραπευτικό χαρακτήρα, ο ανωτέρω δοθείς φροϋδικός ορισμός περί μετουσίωσης δεν θα μπορούσε να αναζητηθεί στο κείμενό του. Η συνειρμική ανάπλαση τω εικόνων στο κείμενό του, κατά το πρότυπο ανακίνησης του ψυχαναλυτικού συνειρμού, μοιάζει πρωτίστως ως αντανάκλαση της γοητείας του ιδίου από την ψυχαναλυτική θεωρία και ως εκ τούτου ως απόπειρα μεταφοράς της στο κείμενό του, παρά ως δυνατότητα μετάβασης στο ασυνείδητο -πράγμα εξ άλλου παντελώς ανέφικτο για κάθε δημιουργό.
Ο Περικλής στη ζωή του «πυροβολούσε» τα ταμπού. Το ίδιο και στα κείμενά του. Είναι μια από τις λογοτεχνικές του εμμονές και γιατί το έκανε;
Ο Περικλής είχε εμμονές, αλλά καλές εμμονές, ψυχαναγκαστικής διευθέτησης σε ατομικό επίπεδο, κατευθυνόμενες προς μια επιδίωξη ουσιαστικής ανατροπής σε κοινωνικό επίπεδο. Εν είδει νευρωτικής περιχαράκωσης επεδίδετο σε ένα ατελεύτητο παιγνίδι κατάλυσης των ορίων τα οποία γεννά ο Άλλος της κοινωνικής συνύπαρξης, και μέσα από το παιγνίδι αυτό προκαλούσε τον Άλλο να συνειδητοποιήσει τα όρια της δικής του ανυπαρξίας ως κοινωνικώς δρώντος υποκειμένου. Το ίδιο και στα κείμενά του, μοιάζει σαν να επιζητά μονίμως την συγκατάθεση του Άλλου της γραφής προκειμένου να του αφυπνίσει την απωθημένη διάσταση της ύπαρξής του, και μέσω ενός συσχετισμού αμιγώς διαλεκτικού να τον καταστήσει πλέον ενεργό υποκείμενο της ίδιας του της δράσης.
Πώς διαβάζει ένας ψυχαναλυτής τις τόσες αναφορές στη σεξουαλική ζωή στο έργο ενός συγγραφέα; Ο Κοροβέσης ως αφηγητής επιστρέφει στα γυναικεία και ανδρικά γεννητικά όργανα είτε για να υμνήσει τη σεξουαλική πράξη, είναι για να αποδομήσει κοινωνικά στερεότυπα όπως το νεογέννητο με τα 5 κιλά αρχίδια που θα γινόταν σίγουρα κυβερνήτης, ή τις γυναίκες που κάνουν σημαία την κλειτορίδα κλπ.
Οι παραδοχές αυτές δεν είναι ψυχαναλυτικής φύσεως, δεν εμπεριέχουν καμία αναφορά στο ασυνείδητο αλλά, τουναντίον, είναι άκρως συνειδητές. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχαναλυτής για να διαβάσει ευδιάκριτες κοινωνικές παραδοχές στο έργο ενός συγγραφέα, παραδοχές διερχόμενες και από την σεξουαλικότητα, πρακτική η οποία συνιστά τον χώρο της κατ᾽ εξοχήν κοινωνικής νοηματοδότησης της σχέσης του υποκειμένου με τον Άλλο.
Η ερμηνεία της σεξουαλικότητας δεν είναι ενορμητικής φύσεως, είναι κοινωνικής. Ο χώρος της λογοτεχνίας επιτρέπει την εξοικείωση με το ανοίκειο της κοινωνικής αυτής φοβίας αναφορικά με την σεξουαλικότητα. Και το λογοτεχνικό κείμενο του Κοροβέση υμνεί την σεξουαλικότητά σε όλες τις εκφάνσεις, πρωτίστως ωστόσο την στηλιτεύει ως κοινωνικώς επιβαρυμένη πρακτική, αποζητώντας συνεπώς την πρωτόλεια εκδοχή της, πριν από την εγγραφή στην κοινωνικώς επενδεδυμένη της φόρμα εν είδει καταναγκασμού και καταπίεσης του ενστίκτου.
Αγώνας και επανάσταση. Πως βλέπει τον εαυτό του; Έχει επίγνωση του αποτυπώματος που έχει αφήσει;
Ναι, έχει. Όπως κάθε λογοτέχνης, γνώριζε απόλυτα το μέγεθος του δημιουργήματός του. Και ήταν αρκετά μεγαλομανής ώστε να μην έχει επίγνωση του τι ακριβώς κληροδοτούσε στην ανθρωπότητα, και μέσω του βίου του αλλά κυρίως μέσω του έργου του. Γνώριζε πως ήταν το υποκείμενο της απόλυτης επαναστατικής πράξης, παρ᾽ όλο που δεν έμοιαζε να καλλιεργεί συνειδητά μια τέτοια πρακτική. Όπως συμβαίνει με κάθε γνήσιο επαναστάτη, ο επαναστατικός του προορισμός ήταν ενσωματωμένος στην ίδια του την δράση, δεν χρειαζόταν να τον επικαλεσθεί ως ιδέα προκειμένου να κατοχυρώσει για τον ίδιο του τον εαυτό την ιδέα του επαναστατικού υποκειμένου.
Γυναίκες. Είναι παντού. Είτε ως παρουσίες, είτε ως καταλύτες, είτε ως πηγή οδύνης, είτε ως νοσταλγική ανάμνηση ως ευκαιρία για εκ νέου νοηματοδότηση της ύπαρξής του. Πως διαβάζετε αυτή τη σχέση στο έργο του;
Τόσο η έννοια της σεξουαλικότητας όσο και η έννοια της επαναστατικής πράξης στην ζωή και το έργο του Κοροβέση διέρχονται από την καταλυτική παρουσία της γυναίκας. Γυναίκα υπό την διττή της εκδοχή: ως πηγή ευχαρίστησης αλλά και ως πηγή πόνου. Ας πάρουμε το αριστουργηματικό του έργο «Γυναίκες ευσεβείς του πάθους», μια σπονδυλωτή ιστορία ανδρών οι οποίοι συνθλίβονται υπό το κράτος μιας άστοχης κίνησης σε σχέση με την γυναικεία υπόσταση: άνδρες οι οποίοι ουσιαστικά αδυνατούν να χειρισθούν μια κοινωνικώς νοηματοδοτημένη υπεροχή σε σχέση με το γυναικείο φύλο και οδηγούνται από μόνοι τους, με τρόπο ασυνείδητο, στην καταστροφή. Η γυναίκα η οποία δίδει ύπαρξη αλλά και συνάμα αφαιρεί, τουλάχιστον σε επίπεδο συγκρότησης του ψυχισμού, είναι ένα μόνιμο μοντέλο της αφήγησης του Κοροβέση, ωσάν σύμπασα η γραφή του να αποτελεί μια απόπειρα εξοικείωσης με το ανέφικτο της γυναικείας επιθυμίας στα μάτια του ανδρός.
Πόσο διαφέρει ο Κοροβέσης των θεατρικών κειμένων από εκείνον της υπόλοιπης πεζογραφίας του;
Είναι ο ίδιος Κοροβέσης, ο Κοροβέσης της λογοτεχνικής γραφής και ο Κοροβέσης της επιφυλλίδας. Τα θεατρικά του κείμενα απλώς στήνουν, υπό ένα αμιγώς θεατρικό σκηνικό, την παραστατικότητα του λόγου του η οποία διέπει το σύνολο της δημιουργίας του, στην οποία κυριαρχεί η αμεσότητα και η απεικονιστική λογική. Και στον χώρο της θεατρικής του γραφής εντοπίζεται η σχέση του με το βίωμα, όπως εξ άλλου και στα υπόλοιπα κείμενά του: στο «Τάνγκο μπαρ» με το αλκοόλ και το αδιέξοδο της θεατρικής υπαρξιακής αναζήτησης, στο «Επιχείρησις Ιουδίθ» με την υπόθεση «Ιδού ο δολοφόνος», στο «Κούκλα από πορσελάνη» με το αμφιλεγόμενο της θεατρικής ταυτότητας και των παθών της. Υπάρχει βέβαια και το ανέκδοτο θεατρικό του έργο «Πρόβα θεραπείας ζεύγους»…