Η Μαρίνα Σάττι αποκάλυψε πως το μνήμα του πατέρα της βρίσκεται στην Κομοτηνή, καθώς δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα, ενώ ανέφερε πως δίπλα του υπάρχουν ανώνυμοι τάφοι που πάνω τους έχουν μόνο ημερομηνία, καθώς εκεί έχουν ταφεί πρόσφυγες που πνίγηκαν.

Ads

Η τραγουδίστρια σε συνέντευξη της στην LIFO, ανέφερε πως ο πατέρας της είναι θαμμένος στην Κομοτηνή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον επισκέπτεται όσο συχνά θα ήθελε, καθώς δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα.

Επίσης, όπως ισχυρίζεται η τραγουδίστρια, υπάρχουν τάφοι με την ίδια ημερομηνία θανάτου και χωρίς να αναφέρεται κάποιο όνομα. Πρόκειται για τάφους ανθρώπων που πνίγηκαν σε ναυάγια και οι αρχές τους μετέφεραν όλους εκεί. Υπάρχουν επιγραφές όπως «26/5, Συρία» και «9/1 Αφγανιστάν».

Συγκεκριμένα είπε:

«Πέθανε ο μπαμπάς μου και πήγαμε στην Κομοτηνή γιατί δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα – τότε που με κυνηγούσαν οι δημοσιογράφοι και έλεγαν ότι δεν τους μίλησα πήγαινα στην κηδεία, σε ένα νεκροταφείο που είναι μακριά.

Ads

Ο μπαμπάς μου είναι θαμμένος εκεί, δεν είναι στην Αθήνα και δεν μπορώ να τον επισκεφτώ αύριο, αν θέλω. Κι ενώ σκέφτομαι ότι είναι εκεί, μακριά, μόνος του –με έχει στοιχειώσει αυτή η σκέψη και αυτή η εικόνα–, ξαφνικά κοιτάζω δίπλα του και βλέπω πάρα πολλούς τάφους με την ίδια ημερομηνία θανάτου: “26/5, Συρία”.

Ήταν άνθρωποι που πνίγηκαν σε ναυάγιο και τους μετέφεραν όλους εκεί, σε κάτι τάφους μισό μέτρο. Κοιτάζω απ’ την άλλη, “9/1 Αφγανιστάν”, άνθρωποι που πνίγηκαν σε άλλο ναυάγιο. Δεν ξέρω αν με έχει στοιχειώσει πιο πολύ η εικόνα του μπαμπά μου, που εμφανίζεται κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, ή αυτό που συνέβαινε δίπλα του».

Στην συνέχεια της συνέντευξής της η Μαρίνα Σάττι αναφέρθηκε στην οικογένειά της και στη φρίκη του πολέμου που ήρθαν αντιμέτωποι όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί στο Σουδάν.

«O μπαμπάς μου και η γυναίκα του και η αδελφή μου φύγανε πριν από έναν χρόνο και κάτι μήνες από το Σουδάν γιατί ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, μια μέρα άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Μιλούσαμε στο WhatsΑpp, για μια βδομάδα ήταν κλειδωμένοι στο σπίτι τους και ξαφνικά, μια Παρασκευή, φύγανε νύχτα. Πήγανε στο Πορτ Σουδάν γιατί βγαίνανε στις γειτονιές με τα τανκς, γυρνούσε η κάννη 360ο και πυροβολούσε αβέρτα, όποιον πάρει ο Χάρος» ανέφερε.

Επιπλέον, αποκάλυψε ότι όταν ήρθε η οικογένειά της στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να σηκώσουν χρήματα από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ούτε να αναγνωριστεί η εργασία και η προϋπηρεσία τους ως γιατροί.

«Είχαν δική τους κλινική στο Σουδάν, η αδελφή μου πήγαινε στο International School, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από την τράπεζα. Κι επειδή η πόλη έγινε πόλη φαντασμάτων, μπήκαν και τους έκλεψαν το σπίτι. Πήγα μια μέρα στο σπίτι της γυναίκας του μπαμπά μου τον Σεπτέμβριο. Έκλαιγε, τη ρώτησα “τι έγινε;” και μου απάντησε “μπήκαν μέσα στο σπίτι και μας τα πήραν όλα, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα χαρτιά”» τόνισε.

Τέλος, σημείωσε πως «προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε με τον αδελφό μου λίγο με κάποια πράγματα, με ένσημα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολλά χρόνια γιατρός στην Ελλάδα, στο Ιπποκράτειο, και δεν μπορούσαμε γιατί τα πτυχία τους είχαν χαθεί και δεν μπορούσαμε να τα βρούμε στο Σουδάν. Από τη μια μέρα στην άλλη, άνθρωποι που είχαν μια καλή ζωή έφτασαν να μην έχουν τίποτα, άνθρωποι που βοηθούσαν φτωχούς με καρκίνο, τους χειρουργούσαν δωρεάν, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ενοίκιο. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου.»