Ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος ιδιωτικός κλάδος της μικροπίστωσης της Ινδίας αντιμετωπίζει επικείμενη κατάρρευση, καθώς σχεδόν όλοι οι δανειολήπτες σε μία από τις μεγαλύτερες πολιτείες της Ινδίας σταμάτησαν την αποπληρωμή των χρεών τους, ύστερα από κατηγορίες των πολιτικών της χώρας, οι οποίοι καταγγέλλουν την εταιρεία ότι κερδίζει υπέρογκα ποσά στις πλάτες των φτωχών.

Ads

Η κατάσταση έχει φτάσει τώρα σ’ ένα κρίσιμο σημείο, καθώς οι ινδικές τράπεζες, οι οποίες διέθεταν το 80% των χρημάτων των καταθέσεων των εταιρειών στους φτωχούς καταναλωτές, τώρα εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχες μπροστά στο φόβο επερχόμενων σοβαρών απωλειών. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα των τραπεζικών υπαλλήλων, ότι οι ινδικές τράπεζες έχουν εναποθέσει γύρω στα 4 δισεκατομμύρια δολάρια στη βιομηχανία.

Η κρίση εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα ινδικά σύνορα και θα εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σημειώνει δημοσίευμα των New York Times. Πρώτα το έργο των μη κερδοσκοπικών ομάδων, ύστερα τα μικροδάνεια στους φτωχούς, κάποτε έμοιαζαν ως ένα σημάδι ανακούφισης από τη φτώχεια για εκατομμύρια κόσμου. Τα διάφορα ιδρύματα, οι κεφαλαιούχοι, καθώς και η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποίησαν την Ινδία ως βιτρίνα για παρόμοιες «κοινωνικές επιχειρήσεις».

Κάποιες μικρές εταιρείες πίστωσης επιμήκυναν τα δάνεια στα φτωχά χωριά με υπερβολικό επιτόκιο και χωρίς να μεριμνήσουν επαρκώς για την ικανότητα των κατοίκων να αποπληρώσουν τα δάνεια αυτά. Απ’ την άλλη, κάποιες εταιρείες έχουν υπερδιπλασιάσει τα έσοδα τους ετησίως. Ως αποτέλεσμα της υπάρχουσας κατάστασης, τώρα ορισμένοι Ινδοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι η μικροπίστωση μπορεί να καταστεί η ινδική έκδοση του αντίστοιχου φιάσκο με τις υποθήκες των δανείων υψηλού κινδύνου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ads

Η επιχείρηση μικροπίστωσης ήταν ένα είδος κινήματος, το οποίο άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πριν από περίπου 5 χρόνια. Αφορά τη δυνατότητα κάποιων ιδιωτικών εταιρειών πίστωσης να παρέχουν μικρά δάνεια σε κοινότητες χαμηλών εισοδημάτων, στις οποίες οι κάτοικοι αδυνατούν πολλές φορές να ξεπληρώσουν αργότερα. Επειδή οι κοινότητες είναι μικρές και τα μέλη τους στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, πολλές φορές την αποπληρωμή του χρέους την αναλαμβάνει η ίδια η κοινότητα. Ο εφευρέτης του συστήματος αυτού και ιδρυτής της Grameen Bank, ενός θεσμού που παραχωρούσε μικροπιστώσεις στο Μπαγκλαντές, ο Muhammad Yunus κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για την εφεύρεσή του. Παρόλα αυτά, αποδεικνύεται ότι, ενώ το σχέδιό του ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, τελικά δεν είναι και τόσο πρακτικό.

Ανάμεσα στους πρωτοπόρους στην ίδρυση συνεργατικών πιστωτικών εταιρειών (ή συνεταιριστικών ενώσεων) συγκαταλέγονται και τοπικές ηγετικές μορφές, όπως ο Friedrich Raiffeisen και ο Hermann Schulze-Delitzsch κατά το 19ο αιώνα. Σκοπός τους ήταν η άμβλυνση της φτώχειας και των χρεών μεταξύ των μικρό-αγροτών και τεχνιτών σε αστικές και αγροτικές περιοχές. Οι συνεργατικές μικροπιστωτικές εταιρείες δίνουν την ευκαιρία στους φτωχούς να συγκεντρώνουν τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία για να μπορούν να τα χρησιμοποιούν για παραγωγικές επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στα πλαίσια ενός αειφόρου μέλλοντος.

Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί από τους παραλήπτες των δανείων δεν ήξεραν τίποτα σχετικά με το χρηματοοικονομικό σύστημα. Έτσι δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν το μελλοντικό τους εισόδημα σε συνδυασμό με τα καθημερινά τους έξοδα, ώστε να είναι ικανοί αργότερα να αποπληρώσουν το ποσό των δανείων που έχουν αποκτήσει. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, δεν είναι τόσο εύκολο, ακόμη και για τη μεσαία τάξη, να δανειστεί, καθώς οι τράπεζες φοβούνται περισσότερο την περίπτωση αδυναμίας πληρωμής.

«Είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι σχετικά με την έκθεσή μας στον τομέα της μικροπίστωσης», δήλωσε ο Sunand Κ.Mitra, ανώτερο στέλεχος της Axis Bank, μιλώντας σε πάνελ οικονομικής διάσκεψης κορυφής στην Ινδία.

Χαρακτηριστική, μάλιστα, είναι η περίπτωση μίας χήρας εργάτριας, η οποία ζώντας σε ένα φτωχό χωριό, πήρε δάνειο από μία ιδιωτική εταιρεία μικροπίστωσης με σκοπό να χτίσει ένα σπίτι. Η γυναίκα αυτή δεν είχε ανοίξει ποτέ τραπεζικό λογαριασμό, ούτε κέρδιζε ένα κανονικό μισθό. Παρόλα αυτά, της δόθηκε ένα δάνειο ύψους 200 δολαρίων, το οποίο για να το αποπληρώσει αναγκάστηκε να ξαναδανειστεί από διαφορετική εταιρεία, στη συνέχεια πήρε και άλλο δάνειο, έως ότου το χρέος της ανέβηκε στο ποσό των 2.000 δολαρίων. Τον Σεπτέμβριο του 2010 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της, μη αφήνοντας άλλη επιλογή στην οικογένειά της και αναγκασμένη να χάσει όχι μόνο το μικρό κομμάτι γης που της ανήκε, αλλά και τα όνειρά της.

«Τα ιδρύματα αυτά χρησιμοποιούν μεθόδους εξαναγκασμού με σκοπό να συλλέξουν», δηλώνει ο V. Vasant Kumar, ο Ινδός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και συνεχίζει: «Δεν υπολογίζουν τη βιωσιμότητα, ούτε εξασφαλίζουν αν τα χρήματα προορίζονται σε προσοδοφόρες δραστηριότητες. Απλά βγάλουν χρήματα».

Ο Reddy Subrahmanyam, τέλος, ανώτερος δημόσιος λειτουργός, ο οποίος μάλιστα συνέβαλλε στην συγγραφή της νομοθεσίας Andhra Pradesh, κατηγορώντας ανοιχτά τις εταιρείες μικροπίστωσης ότι βγάζουν υπερκέρδη εις βάρος των φτωχών πολιτών, δηλώνει ότι «Ο δανειστής μένει μέσα στην κοινότητα. Τουλάχιστον μπορούν να κάψουν το σπίτι του. Μ’ αυτές τις εταιρείες, όμως, πρόκειται μόνο για απόκτηση λαφύρων». Θεωρεί, ακόμη, ότι αυτό το σύστημα χρηματοδότησης δεν είναι διόλου καλύτερο από τους τοκογλύφους του χωριού, τους οποίους αρχικά είχε έρθει να αντικαταστήσει.