Την σχέση των δημοσκοπήσεων και των μέσων ενημέρωσης αναλύει ο πολιτικός αναλυτής και επιστημονικός διευθυντής της Vprc, Χριστόφορος Βερναρδάκης. Όπως επισημαίνει, η άνθηση των δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα σημειώθηκε κυρίως μετά το 1996 και η δημόσια παρουσία τους ταυτίζεται με την «ανακάλυψή» τους από τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά Μέσα.

Ads

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κείμενο του κ. Βερναρδάκη «Κοινή Γνώμη, Δημοσκοπήσεις και Κοινωνική έρευνα: επιστημολογικές αντιθέσεις και ‘πολιτικά παιχνίδια’», το οποίο δημοσιεύθηκε το 2006 και περιέχεται στον συλλογικό τόμο «Πολιτική Κοινωνιολογία: Έξι κείμενα αφιερωμένα στην Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη».

Οι δημοσκοπήσεις (polls / sondages), αλλά και ευρύτερα οι έρευνες κοινής γνώμης (public opinion / opinion publique), αποτελούν ένα φαινόμενο της σύγχρονης δημοκρατίας. Έχουν αναχθεί σε οργανικό, πλέον, τμήμα του πολιτικού ανταγωνισμού και των επικοινωνιακών του λειτουργιών. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, παρατηρήθηκε μια τεράστια άνθηση του φαινομένου, γεγονός που συμβάδισε με τη σταδιακή αναβάθμιση του πολιτικού και οικονομικού ρόλου των Μέσων Ενημέρωσης. Το τελικό αποτέλεσμα της άνθησης αυτής είναι, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Loic Blondiaux (1998), είναι η κοινή γνώμη να ισοδυναμεί με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.

Στην Ελλάδα ειδικότερα η άνθηση των (πολιτικών κατά βάση) δημοσκοπήσεων είναι φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας (Βερναρδάκης Χρ., 2005). Αρχίζει να κάνει σχετικά έντονη την παρουσία του περίπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, γνωρίζει όμως μεγάλη άνθηση κυρίως μετά το 1996. Ουσιαστικά η δημόσια παρουσία τους ταυτίζεται με την «ανακάλυψή» τους από τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά Μέσα και οφείλεται στη διείσδυση και ανάπτυξη των ιδιωτικών γραφείων ερευνών. Οι δημοσκοπήσεις, αλλά και ευρύτερα οι έρευνες κοινής γνώμης, καθιερώνονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δημόσιας ζωής, γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερου σχολιασμού στα ΜΜΕ και πολλές φορές υποκαθιστούν την πολιτική αντιπαράθεση και επιχειρηματολογία.

Ads

Αν και το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο, μεταξύ της ευρωπαϊκής και της ελληνικής εμπειρίας υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαφορά. Στη μεν πρώτη, η ανάδυση του φαινομένου συντελέστηκε στο έδαφος μιας ισχυρής και γόνιμης ακαδημαϊκής και πανεπιστημιακής παράδοσης στην κοινωνική και πολιτική έρευνα. Το επιστημονικό περιβάλλον λειτουργούσε μέσα σε ένα πλαίσιο προηγούμενης ερευνητικής δεοντολογίας, γεγονός που ουσιαστικά επηρέασε πολλές φορές την ποιότητα των ερευνών, αλλά και την κουλτούρα των ερευνητών που αισθάνονταν το βάρος ενός αυστηρού πλαισίου.

Στην ελληνική περίπτωση αντίθετα, η απουσία μακράς επιστημονικής ερευνητικής παράδοσης, σοβαρών υποδομών και δημόσιων (πανεπιστημιακών και ερευνητικών) θεσμών, γιγάντωσε τον ιδιωτικό τομέα των πολιτικών δημοσκοπήσεων με τρόπο απότομο και, κυρίως, θεσμικά ανεξέλεγκτο. Οι δημοσκοπήσεις, οι έρευνες γνώμης, αλλά και ευρύτερα η κοινωνική και πολιτική έρευνα, ακόμα και με την «ακαδημαϊκή» της προσέγγιση, εξελίχτηκε στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό, αφενός μεν με χρονική υστέρηση αφετέρου δε (κυρίως) στο πλαίσιο ενός ιδιωτικού τομέα χωρίς προϊστορία. Η διαδικασία αυτή συντελέστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την αναβάθμιση του πολιτικού και ιδεολογικού ρόλου των ΜΜΕ, καθώς και της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στα χέρια των ιδιοκτητών τους. Η παράλληλη αυτή ανάπτυξη βρίσκεται στη ρίζα του ευρύτερου φαινομένου της συγχώνευσης ΜΜΕ και (πολιτικών) δημοσκοπήσεων (Champagne P., 1990, 2004), το οποίο ακριβώς επειδή συντελείται στην Ελλάδα εν απουσία δομημένου επιστημονικού και δεοντολογικού περιβάλλοντος έχει ως συνέπεια να πολλαπλασιάζονται τα επιστημονικώς και πολιτικώς «παράδοξα» (κατάχρηση δημοσκοπήσεων και ερευνών γνώμης, πολιτικές αντιπαραθέσεις επί τη βάσει των ερμηνειών δημοσκοπήσεων — δηλαδή ευθεία και άμεση πολιτικοποίησή τους, διαχωρισμός των δημοσκοπήσεων σε «πολιτικώς ορθές» και «μη-ορθές», κλπ.).

Η ανάπτυξη (άνθηση) των δημοσκοπήσεων και των ερευνών κοινής γνώμης είναι στις σύγχρονες δημοκρατίες, σε γενικές γραμμές, αποτέλεσμα τριών (αλληλοεξαρτώμενων) κοινωνικο-πολιτικών και θεσμικών εξελίξεων:

α) του σταδιακού μετασχηματισμού των πολιτικών κομμάτων από φορείς κοινωνικής αντιπροσώπευσης σε φορείς νομιμοποίησης-διαμεσολάβησης κρατικών πολιτικών. Ειδικότερα για τα σύγχρονα κόμματα διακυβέρνησης, η κυριαρχία της «νομιμοποιητικής» πλευράς πάνω στην «αντιπροσωπευτική» είναι σχεδόν απόλυτη, με άμεσα αποτελέσματα την εξάρτησή τους από το κράτος, τη γραφειοκρατικοποίησή τους και την (επακόλουθη) υποβάθμιση του ρόλου και της λειτουργίας της μαζικής οργάνωσης/συμμετοχής. Εντέλει, τη διαμόρφωση ενός συστήματος «επαγγελματικής πολιτικής» που στηρίζεται άμεσα σ’ αυτό το νέο πολιτικό-κρατικό μόρφωμα του «cartel party» (Katz R. και Mair P., 1995, Mair P., 1995, Σπουρδαλάκης Μ., 2003). Στην Ελλάδα, η διαδικασία αυτή εξελίσσεται με αυξανόμενους ρυθμούς κατά τη δεκαετία του ’90 και βρίσκεται ουσιαστικά στη ρίζα του φαινομένου της σύγκλισης των βασικών πολιτικών και οργανωτικών χαρακτηριστικών των κομμάτων διακυβέρνησης.

β) του διευρυμένου ρόλου των ΜΜΕ ως μηχανισμών άρθρωσης, υποστήριξης και διαμεσολάβησης πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Στη χώρα μας ιδιαίτερα, οι απαρχές του φαινομένου ανάγονται στο 1989 και στην καθιέρωση της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία έχει το χαρακτηριστικό να βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκλισης συμφερόντων πολλών και διαφορετικών επιχειρηματικών χώρων.

γ) της διευρυνόμενης κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και των μηχανισμών εξάρτησης της τελευταίας από τις οικονομικές δυνάμεις. Το φαινόμενο αυτό που ο Ν. Πουλαντζάς έχει αποκαλέσει «αυταρχικό κρατισμό» και ο Λ. Φεραγιόλι «συγκαταθετική δημοκρατία», έχει συντελέσει στο να αποκοπεί ένας διαρκώς διευρυνόμενος χώρος λήψης πολιτικών αποφάσεων από κάθε διαδικασία πολιτικού, κοινοβουλευτικού και κοινωνικού ελέγχου. Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει υλικά χαρακτηριστικά, αλλά και υλικά αποτελέσματα. Έχει οδηγήσει σε κρίση νομιμοποίησης τα κόμματα, τα συνδικάτα και εν γένει τις κοινωνικές – αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, έχει αναβαθμίσει την πολιτική επιρροή των «ομάδων πίεσης», έχει αναγάγει το lobbying σε βασική λειτουργική διαδικασία στο εσωτερικό της δομής της εξουσίας. Η σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για την πολιτική καθώς και της (ευρύτερης) πολιτικής συμμετοχής, είναι εκφράσεις αυτής ακριβώς της διαδικασίας. Οι εξελίξεις αυτές έχουν σαφώς επιδράσει στη λειτουργία των κομμάτων, η οποία έχει διαμορφωθεί πλέον στη βάση των όρων και των διαδικασιών της «επαγγελματικής πολιτικής».

Όσο περισσότερο οι παραπάνω διεργασίες εδραιώνονται στο κοινωνικό σώμα και στο πολιτικό σύστημα τόσο περισσότερο προβάλλει ως ανάγκη για τους «επαγγελματίες της πολιτικής» η ανακάλυψη και χρήση χρήσιμων «εργαλείων», τόσο για την προσέγγιση (εκτίμηση) των κοινωνικών-πολιτικών τάσεων όσο και για την επικοινωνιακή χρήση των πρωτογενών κοινωνικών βουλήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν, πέραν των πολιτικών και κοινωνικών δημοσκοπήσεων, η πολιτική επικοινωνία και διαφήμιση, αλλά και τα ποικιλώνυμα «γραφεία συμβούλων» στα οποία επί της ουσίας έχει ανατεθεί ένα μεγάλο κομμάτι του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της παρακολούθησης των κρατικών πολιτικών. Σε τελική ανάλυση, η διαδικασία της μετάθεσης πολιτικών καθηκόντων στους «ειδικούς» έχει συντελέσει στην εμβάθυνση του φαινομένου της «ιδιωτικοποίησης της δημοκρατίας».

Σ’ αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, οι δημοσκοπήσεις αλλά και ευρύτερα οι έρευνες «κοινής γνώμης», άρχισαν να αποκόπτονται σταδιακά από την πραγματική επιστημονική τους μήτρα που είναι η κοινωνική (κοινωνιολογική) και πολιτική έρευνα στη βάση, ταυτόχρονα, της θεωρητικής συγκρότησης υποδειγμάτων και της συλλογής-ανάλυσης (και) στατιστικών δεδομένων, και να ανάγονται σε «τεχνικές κοινωνικού σχολιασμού» και δυνάμει μηχανισμό πολιτικής χειραγώγησης. Η πρακτική αυτή γέννησε και ένα νέο τύπο «επαγγελματία», τον «πολιτολόγο», διαμεσολαβητή επί της ουσίας της «νέας επιστήμης» στην κοινωνία μέσω των media (1).

Στην Ελλάδα, όπως προείπαμε, το φαινόμενο αυτό, που στην ευρωπαϊκή και αμερικανική δημόσια ζωή εμφανίστηκε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μορφοποιήθηκε μετά το 1996. Η χρονική περίοδος δεν είναι βεβαίως τυχαία. Σχετίζεται με δύο αυτόνομες στην εξέλιξή τους διαδικασίες, που καταλήγουν όμως σ’ ένα κοινό αποτέλεσμα, την ανάδειξη και κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα στο χώρο της «κοινωνικής-πολιτικής έρευνας».

Η πρώτη διαδικασία σχετίζεται με την ολοένα και αυξανόμενη παρεμβατική πολιτική τάση των ΜΜΕ. Η τάση αυτή τροφοδότησε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ερευνών, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να προσθέσει ότι σε ένα σημαντικό βαθμό διαμόρφωσε αυτήν την αγορά. Ο ιδιωτικός τομέας των ερευνών και η συνακόλουθη συγκρότηση του επαγγέλματος του «πολιτολόγου», δυνάμωσε, ίσως όχι τόσο οικονομικά όσο από άποψη ευρύτερης επιρροής και αναγνώρισης, όταν βρήκε στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ έναν πρόθυμο και ευάλωτο στη γοητεία των δημοσκοπήσεων πελάτη.

Η δεύτερη διαδικασία έχει σχέση με το είδος της διακυβέρνησης της χώρας, κυρίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η διακυβέρνηση, ως στρατηγική διαχείρισης πολιτικών, αρχίζει να μεταθέτει ολοένα και περισσότερο το βάρος της από την «παραδοσιακή» πολιτική των μεγάλων κεντρικών στόχων των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων («Ένταξη στην ΕΟΚ 1974-1980», «Αλλαγή 1981-1989») στην εκπόνηση και παρακολούθηση συγκεκριμένων ανά τομέα διακυβέρνησης και υπουργείο «πολιτικών» (policies). Η διαδικασία αυτή όμως παράγει την ανάγκη ύπαρξης και ενσωμάτωσης, εκτός των άλλων, και ισχυρών ερευνητικών δεδομένων και εργαλείων. Ως εκ τούτου ανοίγεται ένα νέο όσο και αχανές ερευνητικό πεδίο, που ελλείψει ισχυρής δημόσιας επιστημονικής παράδοσης και ερευνητικών θεσμών, καλύπτεται από τον ιδιωτικό τομέα: έρευνες δημογραφικών στατιστικών, έρευνες για την εγκληματικότητα, για την αγορά εργασίας και τις ανάγκες της, για τη διείσδυση των νέων τεχνολογιών, για τις πολιτιστικές πρακτικές, για τις πολιτικές και τους θεσμούς υγείας, για την τοπική αυτοδιοίκηση, είναι μερικά μόνον από τα πεδία στα οποία ο δημόσιος τομέας άρχιζε να εμφανίζει ισχυρά γνωστικά ελλείμματα και στην ουσία να τα «παραχωρεί» στον ιδιωτικό τομέα (2). Με την εξέλιξη αυτή, οι ιδιωτικές εταιρείες και οι «πολιτολόγοι» αρχίζουν, ξεκινώντας από την πρακτική των ερευνών γνώμης και των δημοσκοπήσεων, να υποκαθιστούν όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα, αλλά και τη δημόσια διοίκηση. Ο ιδιωτικός τομέας, ανεπαρκώς καταρτισμένος λόγω απουσίας ισχυρής εκπαιδευτικής παράδοσης και υποδομών, αδύναμος οικονομικά για τη χρηματοδότηση ερευνών μεγάλης έκτασης, αλλά περιβεβλημένος με το κύρος μιας «νέας δημόσιας αυθεντίας», αναλαμβάνει να συγκροτήσει και να διαχειριστεί «εθνικές στατιστικές» και, συνακόλουθα, «εθνικές πολιτικές».

Αν η συγκρότηση λοιπόν ενός νέου ιδιωτικού τομέα βρέθηκε στο επίκεντρο της ανάπτυξης των δημοσκοπήσεων, η σχέση των τελευταίων με τα ΜΜΕ ήταν αυτή που διαμόρφωσε και σταθεροποίησε τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, οι ιδιωτικές εταιρείες ερευνών βρήκαν στα ΜΜΕ ένα καλό πελάτη, που τους εξασφάλιζε, τουλάχιστον, δημόσια προβολή και ισχυρής έντασης διαφήμιση. Τα Μέσα από την πλευρά τους βρήκαν στις δημοσκοπήσεις έναν απρόσμενο σύμμαχο στη νέα οικονομικο-πολιτική λειτουργία τους: κατάφερναν να έχουν από τις δημοσκοπήσεις την απαραίτητη γι’ αυτά «εσωτερική ενημέρωση» ως προς τις πολιτικές, και όχι μόνον, τάσεις, ταυτόχρονα δε μπορούσαν να διαχειριστούν αυτήν την «εσωτερική πληροφόρηση» ως μέσον πολιτικής πίεσης. Τέλος, η εμφάνιση δημοσκοπήσεων και ερευνών πήρε κατακλυσμιαία μορφή, επεκτάθηκε δε σε όλα τα ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Η συγχώνευση αυτή ΜΜΕ και πολιτικών –κυρίως- δημοσκοπήσεων, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου, έτσι και στην Ελλάδα δημιούργησε στην ουσία μια καινούργια «πολιτική επιστήμη», το αντικείμενο της οποίας θα μπορούσε να προσδιοριστεί στην «επικοινωνιακή χρήση κοινωνικών δεδομένων». Η «επιστήμη» αυτή χρησιμοποιεί ως νομιμοποιητική βάση την εξέλιξη των τεχνικών συλλογής και ανάλυσης δεδομένων (δειγματοληπτικό πλαίσιο, συγκρότηση ερωτηματολογίου, μέθοδοι στατιστικής ανάλυσης) και πάνω σ’ αυτόν προσδιορίζει ένα «νέο επιστημονικό αντικείμενο»: τη δημοσιογραφική πρωτογενή προσέγγιση της κοινωνίας και την «κατανόησή» της με όρους καταγραφικής-επιφανειακής ανάλυσης. Με άλλα λόγια, το παραγόμενο προϊόν των διαφόρων δημοσκοπήσεων και ερευνών κοινής γνώμης που εμφανίζονται τις περισσότερες φορές στα ΜΜΕ δεν είναι «ουδέτερο», αλλά φορέας μιας συγκεκριμένης «επιστημονικής» πρακτικής και κοινωνικής αντίληψης. Αν αποδομήσει κανείς τα χαρακτηριστικά της θα επισημάνει τα εξής:

α) οι έρευνες αυτές υπακούουν κυρίως στις ιδιαίτερες επιταγές της δημοσιογραφίας ή της πολιτικής και όχι απαραίτητα στις επιταγές για γνώση ενός αντικειμένου. Διεξάγονται σε εξαιρετικά περιορισμένα χρονικά όρια στοχεύοντας στην άμεση επικαιρότητα και στην αποτύπωση της συγκυρίας. Στόχος είναι η καταγραφή της «κοινής γνώμης» και όχι η ερμηνεία της γνώμης.

β) τα πολιτικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά δεδομένα της κοινωνίας δεν αντιμετωπίζονται ως εκφράσεις κοινωνικών σχέσεων, αλλά ως «ειδησεογραφικά στοιχεία». Έτσι, π.χ., ο Τύπος ή η Τηλεόραση «ανακαλύπτουν» ότι στην κοινωνία υπάρχει «ρατσισμός», «εθνικισμός», «κρίση της πολιτικής», «ανασφάλεια», «εγκληματικότητα», «άγχος για την ανεργία», «χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών», κλπ.

Η δημοσκόπηση ή η έρευνα κοινής γνώμης το επιβεβαιώνει «επιστημονικά». Με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτεται από τα Μέσα μια εύκολη και νομιμοποιημένη, καθότι ουδέτερη και αδιαμφισβήτητη, ειδησεογραφική «πηγή».

γ) Η «επιστημονική» νομιμοποίηση παρέχει την ευχέρεια στο Μέσον να επιβάλλει ουσιαστικά τη δική του «ατζέντα» στη δημόσια ζωή, να «νομιμοποιήσει» τις δικές του πολιτικές κατευθύνσεις ή να «απονομιμοποιήσει» άλλες, να υποβοηθήσει κάποια πολιτικά πρόσωπα ή να ακυρώσει κάποια άλλα. Μέσω των δημοσκοπήσεων οι πολιτικές παρεμβάσεις των Μέσων έγιναν τα τελευταία χρόνια άμεσες και έφτασαν στο σημείο να υποκαταστήσουν τα θεσμικά και συντεταγμένα όργανα της πολιτείας.

Έχουν τη δυνατότητα να «πυροδοτήσουν» οποιαδήποτε παρέμβαση στην πολιτική ζωή, «επιβάλλοντας» ένα πλαίσιο πολιτικών κινήσεων, πάντοτε με την «έγκριση της κοινωνίας». Απέναντι στη νομιμοποίηση των πολιτικών δυνάμεων μέσω των εκλογών οργανώνεται (αντιπαραβάλλεται) η νομιμοποίηση της πολιτικής κατεύθυνσης των ΜΜΕ μέσω της («άμεσης») δημοκρατίας των δημοσκοπήσεων. Ενίοτε οι δύο νομιμοποιήσεις λειτουργούν και συμπληρωματικά η μία της άλλης.

δ) Τέλος, η δυνατότητα αυτή ασκείται και με αντίστροφο τρόπο: αποκρύπτοντας ενίοτε από την κοινωνία απόψεις και τάσεις που δεν συμφέρουν την κεντρική πολιτική κατεύθυνση του Μέσου. Με άλλα λόγια, η «κοινή γνώμη» είναι αξιοποιήσιμη είδηση τότε και μόνον όταν είναι σε παράλληλη πορεία με την πολιτική κατεύθυνση του Μέσου. Η εμπειρία του «μοντάζ» αποδεικνύεται πολλαπλώς
χρήσιμη: από μία έρευνα κοινής γνώμης επιλέγεται και παρουσιάζεται εκείνο το τμήμα ή τα τμήματα που «πρέπει» να δημοσιοποιηθούν και μάλιστα με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Όμως το πρόβλημα των ερευνών κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων δεν εξαντλείται στη σχέση τους με τα ΜΜΕ. Δεν μπορεί προφανώς να αγνοηθεί –κάθε άλλο μάλιστα– ο παράγων της πολιτικής εξουσίας (κόμματα, δημόσια διοίκηση, υπουργεία, οργανισμοί, τοπική αυτοδιοίκηση), ο οποίος, άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, έχει συντελέσει στην ανάπτυξη των ιδιωτικών γραφείων ερευνών και δημοσκοπήσεων. Η πρόσληψη των δημοσκοπήσεων από τον πολιτικό παράγοντα έχει αρκετές αναλογίες με αυτήν των ΜΜΕ. Οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται ή εκλαμβάνονται ως «πηγή αντικειμενικής ενημέρωσης» για τις τάσεις και τις διαθέσεις της κοινωνίας, χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό στοιχείο της κοινωνικής αποδοχής της ασκούμενης πολιτικής ή της αποδοχής του προσώπου που την ασκεί, αποτελούν «οδηγό πολιτικών ενεργειών» και, τεμαχίζονται κατά τμήματα ανάλογα με το πολιτικό συμφέρον του κόμματος ή του προσώπου που τις έχει διενεργήσει (3).

Η πρακτική αυτή γενικεύθηκε όταν στις πολιτικές δημοσκοπήσεις άρχισαν να διερευνούνται και ιδιαίτερα ζητήματα, όπως οι δημοτικότητες πολιτικών και κομματικών στελεχών, οι αξιολογήσεις υπουργών, οι αποδοχές πολιτικών που σχετίζονταν με πρόσωπα, οι επιλογές προσώπων για δημόσια αιρετά αξιώματα, όπως η δημαρχία ή η νομαρχία. Η διερεύνηση παρόμοιων ζητημάτων έχει διευρύνει τα τελευταία χρόνια τον κύκλο των λεγόμενων «ιδιωτικών δημοσκοπήσεων», δημοσκοπήσεων δηλαδή που διενεργούνται για ατομικό λογαριασμό πολιτικών προσώπων, και οι οποίες, όταν και αν κριθεί απαραίτητο διαρρέονται επιλεκτικά στον Τύπο. Ο τελευταίος στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται κοινή συναινέσει ως «όχημα» για την επικοινωνιακή προβολή των αποτελεσμάτων της έρευνας, δηλαδή την επικοινωνιακή προώθηση και προβολή των άμεσα ενδιαφερομένων.

Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνει την τριγωνική σχέση που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ ΜΜΕ-Πολιτικής Εξουσίας (κομμάτων, κράτους και πολιτικών στελεχών) και ιδιωτικών εταιρειών δημοσκοπήσεων και η οποία βασίζεται στη συντήρηση χειραγωγικών μηχανισμών επηρεασμού της πολιτικής διαδικασίας και της κοινωνίας.

• Οι ιδιωτικές εταιρείες ερευνών είναι πριν απ’ όλα καπιταλιστικοί θεσμοί, που (φυσιολογικά ως τέτοιοι) αποσκοπούν στη διεύρυνση της θέσης τους στην αγορά και στην αύξηση των κερδών τους. Δεν πρόκειται για επιστημονικούς μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που θα ιεραρχούσαν απαραιτήτως τη δεοντολογία και την ανθρωπιστική αξία της προώθηεπιστημονικής έρευνας στις προτεραιότητές τους.

• Τα ΜΜΕ με τη σειρά τους αντιλαμβάνονται την πολιτική ή κοινωνική δημοσκόπηση και τα επιμέρους στοιχεία της ως «δέσμη ειδήσεων», την οποία και προσαρμόζουν στην πολιτική τους γραμμή, είτε προβάλλοντας είτε αποκρύπτοντας δεδομένα αναλόγως των στόχων τους.

• Η πολιτική εξουσία, τέλος, (κόμματα, πολιτικοί, κλπ.) την αντιλαμβάνεται ως υποκείμενο που «σκέφτεται», «ιεραρχεί», «επιλέγει», «αποφασίζει», της προσδίδει δηλαδή μεταφυσικές ιδιότητες και τη «δαιμονοποιεί». Αν η (πολιτική-κοινωνική) δημοσκόπηση «συμφέρει» δημοσιοποιείται, προβάλλεται, αναπαράγεται, διαρρέεται, αν όχι κατηγορείται και συκοφαντείται (4).

Υποσημειώσεις

(1) «Η λέξη ‘πολιτολόγος’ ουσιαστικά δημιουργήθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60, για να δηλώσει τους νέους αυτούς ειδήμονες της πολιτικής επιστήμης, που έρχονταν να σχολιάσουν στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, τις δημοσκοπήσεις που είχαν διενεργήσει με αφορμή τις εκλογές […] Η ονομασία είναι κάτι που επιβλήθηκε έξωθεν, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» (Grunberg, G., ‘Mémoire d’estimateur’, Politix, 5: 49, περιέχεται στο Champagne P., 2004: 101-102).

(2) Είναι χαρακτηριστική ακόμα και η υστέρηση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) στην επεξεργασία της Απογραφής του 1991, η οποία παρέμεινε ανολοκλήρωτη έως τις αρχές της επόμενης
δεκαετίας. Για το λόγο αυτό, η εισαγωγή σε Η/Υ των δεδομένων της Απογραφής του 2001 (data entry), διενεργηθείσα ούτως ή άλλως με τεράστια προβλήματα και ελλείψεις, ανατέθηκε με δημόσιο διαγωνισμό σε ιδιωτικές εταιρείες.

(3) Όπως εύστοχα έχει σημειώσει ο P. Bourdieu, κατά το γνωστό ρητό της Εκκλησίας «Ο Θεός είναι μαζί μας», οι πολιτικοί και τα κόμματα έχουν εισάγει το «Η κοινή γνώμη είναι μαζί μας», ώστε να πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους (Bourdieu P., 1990).

(4) Η αιτία της πρακτικής αυτής εκ μέρους πολλών πολιτικών και κομμάτων βρίσκεται στη λανθασμένη επιστημονικώς αντίληψη ότι οι πολιτικές δημοσκοπήσεις «επηρεάζουν» ή «καθορίζουν» τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Εξ ου και η απόλυτη υποταγή τους στα ΜΜΕ, τα οποία στην ουσία εκλιπαρούν είτε να δημοσιοποιήσουν είτε να αποσιωπήσουν μια πολιτική δημοσκόπηση. Η ιστορία της εκλογικής κοινωνιολογίας ωστόσο, από τον Lazarsfeld και τους ερευνητές του Μίσιγκαν έως τον Michelat έχει αποδείξει ότι η εκλογική συμπεριφορά διαμορφώνεται σε βάθος χρόνου και συγκροτείται μέσα σε κοινωνικά περιβάλλοντα που δεν αλλάζουν εύκολα και άμεσα (Mayer Ν. κ.ά., 2005). Επιπλέον, όπως έχουν δείξει οι νεότερες έρευνες της πολιτικής συμπεριφοράς, οι όποιες επιδράσεις των δημοσκοπήσεων δεν είναι προς μία κατεύθυνση, αλλά προς περισσότερες. Έτσι, π.χ., η δημοσιοποίηση ότι το Α κόμμα προηγείται στην πρόθεση ψήφου ενδέχεται να δημιουργήσει τάση μεγαλύτερης υποστήριξης σε αυτό (bandwagon effect), ενδέχεται ωστόσο και να δημιουργήσει, αντίστροφα, ρεύμα αντι-συσπείρωσης στο κόμμα που ακολουθεί (underdog effect).