Οι παγκόσμιοι ηγέτες συναντιούνται στο Ντουμπάι (30 Νοεμβρίου – 12 Δεκεμβρίου) για τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ, γνωστή και ως COP28, προκειμένου να συζητήσουν για άλλη μια φορά για το μετριασμό της κλιματικής κρίσης και βρίσκονται μπροστά σε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα.
Έχει να κάνει με το κατά πόσο οι κυβερνήσεις έχουν πετύχει τον στόχο για τον μετριασμό της υπερθέρμανσης του Πλανήτη στους 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, δηλαδή την περίοδο πριν ο άνθρωπος αρχίσει να χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα. Αυτή θα είναι η πρώτη επίσημη αποτίμηση της προόδου που έχει γίνει στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικοί ηγέτες θα εξετάζουν τα πραγματικά δεδομένα κάθε πέντε χρόνια, ώστε να ενισχύουν τις προσπάθειές τους για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβούν σε νέες δεσμεύσεις για το κλίμα το 2025.
Πολλές κυβερνήσεις λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την κλιματική αλλαγή και αυτό είναι θετικό. Οι επενδύσεις για το κλίμα αυξάνονται τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εκτοπίζουν τα ορυκτά καύσιμα με πρωτοφανείς ρυθμούς σε πολλές χώρες. Ωστόσο, η πρόοδος συνεχίζει να είναι πολύ αργή και με βάση τα στοιχεία, ο κόσμος απέχει πολύ από τον στόχο του 1,5 °C. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, τα τροπικά δάση υλοτομούνται με ρυθμούς ρεκόρ, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων αυξάνονται, ενώ συνεχίζεται η κατασκευή σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα.
«Ενόψει του παγκόσμιου απολογισμού, οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι ξεκάθαρες σχετικά με αυτή την ισχνή πρόοδο, ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν μια επειγόντως αναγκαία διόρθωση πορείας», λέει η Sophie Boehm, η οποία παρακολουθεί τις κλιματικές τάσεις για το World Resources Institute, μια περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης στην Ουάσιγκτον.
Το επιστημονικό περιοδικό Nature εξετάζει την πρόοδο που έχει γίνει μέχρι τώρα και συζητά πιθανούς τρόπους για να κρατηθεί ζωντανό το όνειρο του Παρισιού.
Ρεκόρ ζέστης
Με πρώτη ματιά, φαίνεται ότι ο στόχος των 1,5 °C δεν έχει καμία πιθανότητα να επιτευχθεί. Την τελευταία δεκαετία ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας έχει αυξηθεί και η μέση παγκόσμια θερμοκρασία για το 2023 είναι πιθανό να φτάσει στον 1,4 °C πάνω από τη μέση θερμοκρασία της περιόδου 1850-1900.
Το 2022 η μέση θερμοκρασία του πλανήτη «χτύπησε» σχεδόν 1,3 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Με τα σημερινά δεδομένα, θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε το όριο των 1,5 °C μέσα σε μια δεκαετία, αν όχι νωρίτερα επισημαίνει το Nature. Με μέτριες εκπομπές , τα κλιματικά μοντέλα που αξιολογήθηκαν από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος προβλέπουν αύξηση της θερμοκρασίας της Γης πάνω από τους 2 °C μέχρι το 2100.
Οι φυσικές διακυμάνσεις, όπως η τρέχουσα αύξηση της θερμοκρασίας του Ελ Νίνιο στον τροπικό Ειρηνικό, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις θερμοκρασίες βραχυπρόθεσμα. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) χρησιμοποιεί κυλιόμενους μέσους όρους 10 και 20 ετών όταν υπολογίζει τη θερμοκρασία της επιφάνειας της Γης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει μεγάλη χρονική υστέρηση μεταξύ της επίσημης εκτίμησης της IPCC για την υπερθέρμανση και των πραγματικών μέσων θερμοκρασιών κάθε έτους.
Όπως λέει στο Nature o Zeke Hausfather, ειδικός επιστήμονας για το κλίμα από το Berkeley Earth, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση στην Καλιφόρνια που παρακολουθεί τις παγκόσμιες θερμοκρασίες, «στην ουσία είναι πολύ πιθανό να φτάνουμε στο όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου κάθε χρόνο για μια ολόκληρη δεκαετία, πριν δούμε τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο να ξεπερνά το όριο αυτό».
Το κόστος της καθυστέρησης
Ένα πράγμα είναι σαφές, λένε οι επιστήμονες: όσο καθυστερούμε, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να επιτύχουμε τους στόχους του Παρισιού, και έχουμε καθυστερήσει πολύ. Οι ηγέτες δεσμεύτηκαν να αποτρέψουν την «επικίνδυνη ανθρωπογενή παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα» όταν υπέγραψαν τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή το 1992. Αν είχαν τηρήσει αυτή τη δέσμευση και είχαν προχωρήσει τότε στη μείωση των εκπομπών, θα είχαν στη διάθεσή τους έναν αιώνα για να σταματήσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5 °C.
Σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα, η εικόνα είναι διαφορετική. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Climate Change Tracker, μια επιστημονική συνεργασία που παρακολουθεί τις τάσεις της κλιματικής αλλαγής, η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κατά 1,5 °C θα έρθει σε κάτι παραπάνω από πέντε χρόνια. Για να έχουμε πιθανότητες 50% να παραμείνουμε στο όριο του τον 1,5 °C θα πρέπει να μειώνουμε τις εκπομπές άνθρακα κατά 8% κάθε χρόνο από τώρα έως το 2034.
«Σύντομα θα έρθει και ο πολιτικός απολογισμος» , λέει στο Nature ο Detlef van Vuuren από τον Ολλανδικό Οργανισμό Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης (PBL) στη Χάγη, ο οποίος χρησιμοποιεί μοντέλα για να εκτιμήσει τις μελλοντικές κλιματικές, ενεργειακές και οικονομικές τάσεις. Με την πανδημία μειώθηκαν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 7% το 2020. «Μπήκαμε σε αυτό το χάος επειδή δεν δράσαμε νωρίτερα», επισημαίνει στο Nature ο van Vuuren.
Αφαίρεση του άνθρακα
Χωρίς πραγματικές ελπίδες για παύση των εκπομπών, οι ερευνητές συμφωνούν ότι μόνο ένας βιώσιμος τρόπος υπάρχει για να βγούμε από αυτό το χάος επισημαίνει το Nature. Αυτός είναι η υπέρβαση του ορίου του 1,5 °C για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια η επαναφορά της θερμοκρασίας προς τα κάτω στο δεύτερο μισό του αιώνα με την αφαίρεση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Αυτό το υπερβατικό σενάριο είναι μια από τις κορυφαίες επιλογές των υπολογιστικών μοντέλων που αναζητούν τον καλύτερο και οικονομικά πιο βιώσιμο τρόπο. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί επιστήμονες εξακολουθούν να θεωρούν ότι ο στόχος είναι ακόμη, τεχνικά, εφικτός.
Επιστήμονες και επιχειρήσεις ακολουθούν μια σειρά από αμφισβητούμενες μεθόδους για την απομάκρυνση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, γνωστές και ως αρνητικές εκπομπές. Κάποιες από αυτές επικεντρώνονται σε δραστηριότητες που βασίζονται στη φύση, όπως η φύτευση δασών και η ανεπαίσθητη αλλαγή της χημείας των ωκεανών, για την προώθηση της απορρόφησης άνθρακα. Άλλοι χρησιμοποιούν βιομηχανικές λύσεις, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης και αποθήκευσης των εκπομπών από σταθμούς παραγωγής ενέργειας και χαλυβουργεία ή της αφαίρεσης του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Το πρόβλημα με τις μεθόδους αφαίρεσης του άνθρακα από την ατμόσφαιρα είναι ότι δεν έχουν δοκιμαστεί αρκετά και οι πιθανές επιπτώσεις δεν είναι τόσο γνωστές. Ακόμη και η φύτευση δασών, για παράδειγμα, μπορεί να βλάψει τη βιοποικιλότητα ή να αυξήσει τις τιμές των τροφίμων μέσω της απώλειας γεωργικών εκτάσεων. Όμως, με τις ανάλογες επενδύσεις και έρευνα, πολλοί επιστήμονες αναμένουν ότι οι μέθοδοι των αρνητικών εκπομπών θα παίξουν τελικά κάποιο ρόλο.
«Είναι σημαντικό να αναπτύξουμε εφεδρικές τεχνολογίες για την αφαίρεση του διοξειδίου του άνθρακα, και είμαι σχεδόν βέβαιη ότι θα μπορέσουμε να το κάνουμε», λέει η Sally Benson, μηχανικός ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Stanford της Καλιφόρνια. Το θέμα είναι, προσθέτει, «αν θα θελήσουμε να χρηματοδοτήσουμε κάτι τέτοιο».
Οι παρεμβάσεις αυτές είναι πολύ ακριβές επισημαίνει ο Hausfather στο Nature. Με 100 δολάρια ΗΠΑ ανά τόνο, θα κόστιζε περίπου 22 τρισεκατομμύρια δολάρια για να δεσμευτεί η απαραίτητη ποσότητα άνθρακα για τη μείωση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά μόλις 0,1 °C. Αυτό είναι περίπου 16 φορές περισσότερο από τις ετήσιες δαπάνες για το κλίμα που πραγματοποίησαν οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πέρυσι σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι επιστήμονες τονίζουν πάντοτε την ανάγκη να μειωθούν πρώτα οι εκπομπές το συντομότερο δυνατό
Μετριασμός των εκπομπών
Μετά από την υποχώρηση λόγω της πανδημίας οι εκπομπές CO2 από ορυκτά καύσιμα χτύπησαν πέρυσι νέο ρεκόρ 37,2 δισεκατομμυρίων τόνων. Ωστόσο, ένα από τα ελάχιστα θετικά ενόψει της συνόδου COP28 είναι ότι οι ρυθμοί παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξάνονται, επίση,ς ραγδαία. Πολλοί ειδικοί σε θέματα ενέργειας θεωρούν πλέον τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σχεδόν σίγουρη.
Ακόμη και εν μέσω πληθωρισμού, πολέμου και της συνακόλουθης ενεργειακής κρίσης, οι επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ. Οι καθαρές τεχνολογίες προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος των νέων ενεργειακών επενδυτικών σχεδίων σε όλο τον κόσμο και φαίνεται ότι τα ορυκτά καύσιμα βρίσκονται κοντά σε πτώση, αν και αργή ομολογουμένως.
Με αυτά τα δεδομένα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι οι ετήσιες εκπομπές από τα ορυκτά καύσιμα – οι οποίες ευθύνονται για περισσότερο από το 90% του συνόλου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα – θα κορυφωθούν τα επόμενα χρόνια και θα μειωθούν στα 35 δισεκατομμύρια τόνους έως το 2030. Σε σύγκριση με μια αρχική πρόβλεψη του 2015, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού, αυτό θα αντιστοιχούσε σε μείωση 7,5 δισεκατομμυρίων τόνων ετησίως, η οποία ισοδυναμεί με την εξάλειψη των ενεργειακών εκπομπών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί.
«Η ουσία είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η ανάπτυξη των τεχνολογιών καθαρής ενέργειας είναι πραγματικά δύσκολο να σταματήσει», δήλωσε στο Nature ο Pol Lezcano, ενεργειακός αναλυτής στη συμβουλευτική εταιρεία BloombergNEF (BNEF) στη Νέα Υόρκη.
Καθαρότερη ηλεκτρική ενέργεια
Για να πάμε μπροστά, το πρώτο βήμα είναι να επιταχύνουμε και να «καθαρίσουμε» το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον Lezcano, αυτό σημαίνει την αναβάθμιση και την επέκταση των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε συντονισμό με νέα έργα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το όφελος από τέτοιου είδους έργα θα μπορούσε να είναι τεράστιο. Ένα νέο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας που θα τροφοδοτείται από άφθονη καθαρή ενέργεια θα μπορούσε επίσης να θερμαίνει κτίρια και να τροφοδοτεί ηλεκτρικά οχήματα. «Πράγματα που σε συνδυασμό θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μείωση των εκπομπών κατά 50%», επισημαίνει ο Benson.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και άλλες πηγές χαμηλών εκπομπών θα πρέπει να αυξηθεί σχεδόν κατά επτά φορές, σε σχεδόν 77 τρισεκατομμύρια τεραβατώρες ετησίως έως το 2050. Η παραγωγή από άνθρακα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο πρέπει να μηδενιστεί σχεδόν μέχρι το 2040, εκτός αν συνοδεύεται από τεχνολογίες που δεσμεύουν και αφαιρούν με κάποιο τρόπο τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Αλλά αυτό είναι το πιο εύκολο μέρος. Το δύσκολο είναι να «καθαρίσουν» τομείς όπως η βαριά βιομηχανία, η αεροπορία και οι μεταφορές, η γεωργία και τα συστήματα τροφίμων. Επίσης, τα κράτη πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές και άλλων αερίων του θερμοκηπίου, όπως για παράδειγμα το μεθάνιο, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 16% των συνολικών εκπομπών. Η μείωση των εκπομπών αυτού του αερίου του θερμοκηπίου αποτελεί ένας από τους ελάχιστους τρόπους που τα κράτη μπορούν να επιβραδύνουν το ρυθμό της αύξησης της θερμοκρασίας τις επόμενες δεκαετίες. Επιπλέον οι θερμοκρασίες θα μπορούσαν να αυξηθούν ακόμη ταχύτερα από ό,τι προβλέπεται κατά τις επόμενες δεκαετίες, εάν δεν υπάρξει δράση για το μεθάνιο.
Μετατόπιση ευθυνών
Οι βιομηχανικές χώρες του βορρά είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των αερίων του θερμοκηπίου που έχουν συσσωρευτεί στην ατμόσφαιρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, για παράδειγμα, έχουν εκπέμψει το 37% του συνολικού όγκου των εκπομπών. Ωστόσο, οι εκπομπές από τις πλουσιότερες δυτικές χώρες μειώνονται εδώ και δεκαετίες, ενώ το μερίδιο των άλλων χωρών έχει εκτοξευθεί. Η Κίνα είναι σήμερα ο εκπέμπει τις μεγαλύτερες ποσότητες CO2 στον κόσμο, ενώ φέτος οι εκπομπές της Ινδίας ξεπέρασαν εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προσδοκία, όταν υπογράφηκε η σύμβαση του ΟΗΕ για το κλίμα, ήταν ότι οι πλούσιες χώρες θα πρωτοστατούσαν στη μείωση των εκπομπών και στην ανάπτυξη τεχνολογιών καθαρής ενέργειας. Σε κάποιο βαθμό, αυτό συμβαίνει τώρα: μεγάλο μέρος της ανάπτυξης καθαρής ενέργειας πραγματοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, λέει στο Nature ο Lezcano. Ωστόσο, σήμερα ο κινητήριος μοχλός της ενεργειακής επανάστασης είναι η Κίνα.
Το BNEF εκτιμά ότι η Κίνα θα προσθέσει περισσότερα από 200 γιγαβάτ (GW) ηλιακής ισχύος μόνο φέτος, σε σύγκριση με 34 GW στις Ηνωμένες Πολιτείες και 48 GW στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα εργοστάσια της Κίνας έχουν επίσης συμβάλει στη μείωση της τιμής των ηλιακών συλλεκτών, επιτρέποντας στη βιομηχανία να επεκταθεί πολύ πέρα από τα σύνορά της.
Όλα αυτά είναι καλά νέα, αλλά η βιομηχανία της πράσινης ενέργειας θα πρέπει να εξαπλωθεί και στον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός από την Κίνα και μερικές άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, τονίζει ο Lezcano, η πράσινη ενέργεια έχει αργήσει να διεισδύσει σε φτωχότερες οικονομικά χώρες όπου οι εκπομπές από τα ορυκτά καύσιμα αυξάνονται ραγδαία.
Αύξηση των επενδύσεων
Άλλη μια καλή είδηση για την COP28: οι επενδύσεις για το κλίμα – συμπεριλαμβανομένων τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων δαπανών – εκτοξεύτηκαν σε 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2021 και 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2022. Αυτό σημαίνει ότι διπλασιάστηκαν σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη.
Ωστόσο, είναι μόνο η αρχή. H Πρωτοβουλία Πολιτικής για το Κλίμα (CPI), εκτιμά ότι σε παγκόσμιο επίπεδο θα χρειαστεί να αυξηθούν οι δαπάνες για το κλίμα σε περίπου 9 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2030, και σε 11 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2035 ώστε να καταφέρουμε να αναπτύξουμε καθαρές πηγές ενέργειας και να προετοιμαστούμε για τις αναπόφευκτες επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας τις επόμενες δεκαετίες. Περισσότερα χρήματα θα πρέπει, επίσης να εισρεύσουν στις χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Η αναλύτρια Baysa Naran είναι αισιόδοξη. Όπως λέει ότι υπάρχουν αρκετά χρήματα. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνήσεις επένδυσαν σχεδόν 12 τρισεκατομμύρια δολάρια για την οικονομική ανακούφιση. Σήμερα δαπανούν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε άμεσες επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων (ή 7 τρισεκατομμύρια δολάρια αν συμπεριληφθούν έμμεσα κίνητρα). Η ανακοπή αυτών των επιδοτήσεων δεν είναι απλή υπόθεση λόγω των πιθανών επιπτώσεων στους φτωχότερους πολίτες του κόσμου, αλλά είναι μια ακόμη πηγή χρημάτων για την πορεία προς το μέλλον.
Όπως συμβαίνει με τόσα πολλά πράγματα είναι θέμα επιλογών καταλήγει η Naran. «Αν καταβάλεις προσπάθεια, τα πράγματα μπορούν να συμβούν. Είναι απλώς θέμα επείγοντος και πολιτικής βούλησης».
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >