Η «απλή και καθαρή αλήθεια» είναι σπάνια καθαρή και ποτέ απλή. (Όσκαρ Ουάιλντ).

Ads

Αίφνης η επικοινωνία έγινε πάλι το αγαπημένο παιδί των ΜΜΕ και των Σόσιαλ Μίντια. Σε ένα πάγιο μοτίβο του ότι η πολιτική δεν μετράει και είναι μάλλον ξεπερασμένη, ότι η πολιτική χωρίς επικοινωνία δεν έχει νόημα, ότι τέλος πάντων το αδιάφορο κοινό θέλει μία επικοινωνιακή αιχμή για να συγκινηθεί, ή στη χειρότερη εκδοχή ότι το ευρύτερο κοινό έχει χάσει κάθε ελπίδα για τη δυνατότητα της πολιτικής να αλλάξει τη ζωή του. Οπότε όλα αυτά παραπέμπουν στο ότι δεν μένει τίποτα άλλο παρά η επικοινωνία.

Οι θεωρίες αυτές είναι μάλλον υπερβολικές. Η επικοινωνία κάποιο ρόλο έχει. Πάντα είχε. Ήδη από τη δεκαετία του ‘60 το μνημειώδες έργο «Η Κοινωνία του θεάματος» του Guy Debord έθεσε πολύ αναλυτικά πώς το μεγάλο εγχείρημα της εποχής ήταν η μεταμόρφωση της πολιτικής σε όψεις θεάματος.

Από την άλλη πλευρά η πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων εκλογών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ υποδεικνύει το αντίθετο. Η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση έχει οξυνθεί. Οι κοινωνίες και τα εκλογικά σώματα είναι πιο πολωμένα παρά ποτέ και η πόλωση αυτή είναι ιστορικά πρωτόγνωρη. Και παντού τα επίδικα είναι τα ίδια. Μεταναστευτικό, ρατσισμός, εθνικισμός, δικαιώματα γυναικών, αμβλώσεις, πολιτισμικοί πόλεμοι κάθε είδους που φθάνουν μέχρι και τα βιβλία των σχολείων, δημοκρατικοί θεσμοί, εκλογικά δικαιώματα, παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαιοσύνη, εργασία, μισθοί και εργασιακές σχέσεις εν μέσω μεγάλων τεχνολογικών αλλαγών, η φορολογία των πλουσίων και οι φορολογικές και εισοδηματικές ανισότητες, ο συνδικαλισμός των εργαζομένων, ο ρόλος του κράτους στην οικονομία, το κοινωνικό κράτος, ο δημόσιος ή μη χαρακτήρας της εκπαίδευσης και της υγείας, το περιβάλλον, η κλιματική κρίση και η πράσινη μετάβαση.

Ads

Η επικοινωνιακή στρατηγική αποτέλεσε στις περισσότερες χώρες προνόμιο της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς προτάσσοντας ένα «καθαρό» και συχνά διχαστικό λόγο. Είναι ενδεικτικό, ότι ο Τραμπ κυβέρνησε με το twitter και ένα λεξιλόγιο που στις πολιτικές ομιλίες και τα γραφόμενα του δεν ξεπερνάει τις 150 λέξεις. Άλλωστε, το απλοϊκό μήνυμα είναι προνόμιο της ακροδεξιάς στον αντιμεταναστευτικό λόγο (οι μετανάστες είναι εγκληματίες και εισβολείς και να χτίσουμε το τοίχος), στο ρατσιστικό και εθνικιστικό λόγο της «λευκής υπεροχής» και στον αντιδικαιωματικό λόγο κατά των γυναικών, των γκέι κλπ. Ακόμα πιο απλοϊκός, μάλιστα είναι ο Τραμπ, στον αντισυστημικό λόγο που περιλαμβάνει το σύστημα της διαπλοκής εταιρειών, δικαστών, ΜΜΕ, πολιτικών και καθοδηγείται από διεθνή κέντρα συνομωσιολογικού τύπου. Απλό, εύληπτο κατανοητό.

Όμως στις ΗΠΑ εκλογές κέρδισαν οι πιο αντιεπικοινωνιακοί όλων: οι Δημοκρατικοί και ο Μπάιντεν, για να μην αναφερθούμε στον πολύ δημοφιλή ηγέτη της αριστερής πτέρυγας, τον Σάντερς. Κέρδισαν και στις προεδρικές και στις ενδιάμεσες εκλογές. Στηρίχθηκαν πολύ λιγότερο στην επικοινωνιακή πολιτική και περισσότερο στην οξεία και ανοικτή πολιτική αντιπαράθεση σε όλα τα παραπάνω. Κέρδισαν στο πεδίο των ιδεών, κινητοποίησαν τη νεολαία και τις μειονότητες, στηρίχθηκαν από τα μαζικά κινήματα (τύπου Me Too), συγκρούστηκαν ανοικτά με τις μεγάλες εταιρείες και τις high tech για το δικαίωμα στον συνδικαλισμό, ανταπέδωσαν τους πολιτισμικούς πολέμους, έκαναν την πράσινη μετάβαση σημαία και στην οικονομία βρέθηκαν να εφαρμόζουν ετερόδοξες πολιτικές στον αντίποδα των αντιπάλων τους. Από επικοινωνιακές αρετές μάλλον υστερούν. Το μήνυμα τους είναι σύνθετο, είναι αξιακό, είναι περίπλοκο, είναι τεχνοκρατικό, στηρίζεται εν πολλοίς στην επιστήμη και τον ορθό λόγο.

Και η κριτική στους Δημοκρατικούς είναι δικαιολογημένη για υπαναχωρήσεις, συμβιβασμούς ή προβληματικά πεδία της πολιτικής τους. Αλλά στο προκείμενο πάλι οι απαντήσεις είναι η μάχη των ιδεών, οι κοινωνικές αναφορές και συμμαχίες και η πολιτική πρωτοκαθεδρία των συγκρουσιακών ιδεών.

Δηλαδή, μπορεί όλα να ανάγονται σε ένα απλό και εύληπτο σύνθημα, όπως κάνουν σήμερα οι ηθοποιοί του Χόλυγουντ στην αντιπαράθεση τους με τα στούντιο και χθες το κίνημα του Me Too, αλλά η Πολιτική είναι εδώ με Π κεφαλαίο και οποίος νομίζει ότι θα το παρακάμψει με αποδόμηση του ή των προσώπων του πολιτικού αντιπάλου και κοινότυπες γενικότητες και μπουρδολογίες είναι βαθιά νυχτωμένος.

Μα και στη χώρα μας η ιδέα περί επικοινωνιακών αρετών των ηγετών των κομμάτων είναι παραπλανητική. Ο Σημίτης βρήκε το ΠΑΣΟΚ την επαύριο του θανάτου του ιστορικού, χαρισματικού και επικοινωνιακού Αντρέα Παπανδρέου. Με μία λέξη, τον «εκσυγχρονισμό», κατάφερε να αλλάξει τη ροή της παρακμής του Πασοκ, διέλυσε τη ΝΔ και συσπείρωσε ένα κομμάτι της Αριστεράς. Κυβέρνησε 8 χρόνια έχοντας μεταμορφώσει το ίδιο το Πασοκ και αναγκάζοντας τη ΝΔ να αποκτήσει αφήγημα όχι περί φιλελεύθερης αγοράς, αλλά περί «επανίδρυσης του κράτους». Το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού μπορεί να απέτυχε, αλλά η Πολιτική απέδειξε για μία ακόμα φορά τη δύναμη της.

Το ίδιο ισχύει και για τον σημερινό πρωθυπουργό που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει επικοινωνιακές αρετές, παρά την επιμελημένη προσπάθεια επιτελείων και επιτελείων. Το πολιτικό περιεχόμενο παραμένει ημιτελές και ανεπαρκές κατά γενική ομολογία φίλων και εχθρών, οπότε οι πολιτικές της ΝΔ ως κυβέρνησης είναι το ουσιαστικό και όχι οι δήθεν επικοινωνιακές αρετές του κ. Μητσοτάκη.

Αυτό είναι νομίζω το διακύβευμα στην επικείμενη εκλογή του Πρόεδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αντιπολίτευση και κυβέρνησε όταν μέσα στην κρίση, την οικονομική και πολιτική, είχε αρχηγό και στελέχη που ενέπνευσαν τους πολίτες ότι υπάρχει προοπτική μιας καλύτερης διακυβέρνησης. Ηττήθηκε μεν, αλλά με πλήρη σχεδόν θητεία και ένα τρίπτυχο επιτυχιών με την καθαρή έξοδο από το μνημόνιο, η συμφωνία για τη Βόρεια Μακεδονία, και την κοινωνική πολιτική, που επιβεβαιώθηκαν στην κάλπη διατηρώντας ανέπαφες τις δυνάμεις του στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και με μερικές απώλειες στα μεσαία στρώματα.

Αντίθετα κατέρρευσε ως αντιπολίτευση. Ανεξαρτήτως των αιτιών το σίγουρο είναι ένα. Δεν έπεισε ότι έχει εναλλακτική λύση. Αναλώθηκε υπερβολικά στο πόσο κακός είναι ο Μητσοτάκης, -που είναι, λίγο λιγότερο με το πόσο κακή είναι η ΝΔ, -που είναι πολύ επιβλαβής και νεοσυντηρητική, και ναι μεν άσκησε κριτική στα νομοθετήματα και τις πρωτοβουλίες τις ακραίες για το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα των πολλών, αλλά η εναλλακτική παρέμεινε μάλλον παθητική, ασαφής και υποτονική στον πολιτικό μας λόγο. Το κυριότερο δεν φτιάξαμε εμείς την πολιτική ατζέντα.

Η επόμενη μέρα είναι μονόδρομος. Το διακύβευμα είναι η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία την οποία αυτή τη στιγμή διαθέτει η ΝΔ στα θέματα της οικονομίας, της εργασίας, του πολιτιστικού συντηρητισμού και κυρίως της νομιμοποίησης μιας «κανονικότητας» ως παραδοσιακής πρακτικής άσκησης της πολιτικής (πελατειακές σχέσεις, ρουσφέτια, αυθαίρετα, φοροδιαφυγή, διαφθορά, κλπ). Η ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση καλείται να είναι καθολική, αδιαπραγμάτευτη με αιχμές, με συγκρούσεις και κυρίως με καθαρές ιδέες για την εναλλακτική πρόταση που θα επαναφέρει την Πολιτική στο επίκεντρο. Θα εξοβελίσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τον πολιτισμικό νεοσυντηρητισμό και τις πρακτικές της «κανονικότητας».

Εκ των πραγμάτων το διακύβευμα της επόμενης μέρας αφορά υποψήφιους με συγκρότηση πολιτική, ιδεολογική και τεχνοκρατική, δοκιμασμένη και πετυχημένη θητεία στη διακυβέρνηση επί ΣΥΡΙΖΑ, με πολιτική αξιοπιστία στην ευρύτερη κοινωνία, με σεβασμό σε ένα οργανωμένο, ανοικτό και συνεκτικό κόμμα που παράγει πολιτική και έτοιμοι να ηγηθούν μιας συλλογικής προσπάθειας με στόχο την ενότητα στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και τη διαμόρφωση της στρατηγικής που θα επαναφέρει το ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας. Η Πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Και για την Αριστερά ακόμα περισσότερο.