Ο Γιώργος Ζιάβρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Από 4-5 χρονών ασχολείται με τη μουσική και μόλις σπούδασε στην Ελλάδα, αρχιτεκτονική, πήγε στη Γερμανία για να σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας. Εκεί συνδέθηκε με την Κολωνία, γιατί άρχισε να δουλεύει στην περιοχή, όπως εξηγεί, από πολύ νωρίς και, παράλληλα, επειδή πρόκειται για ένα μουσικό κέντρο ανοιχτό στον πειραματισμό, στοιχείο που τον κράτησε εκεί καλλιτεχνικά. «Κάνεις κλασική μουσική, αλλά υπάρχει αρκετός κόσμος και αρκετή διάθεση  να τη δεις με πιο πειραματική, πιο αναθεωρητική, ανανεωτική διάθεση, και είναι αυτό που με ενδιαφέρει να κάνω στη δουλειά μου, στη μουσική», αναφέρει.

Ads

Από τη Δευτέρα (17/7), και μέχρι την Πέμπτη (20/7), στις 21:30, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου στο χώρο «Πειραιώς 260», ο Γιώργος Ζιάβρας συμμετέχει στην performance των bijoux de Kant του Γιάννη Σκουρλέτη, «Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο». Αν και μαέστρος, ο ίδιος παίζει πιάνο, το οποίο είναι και το όργανο με το οποίο εκφράζεται «καλλιτεχνικά», όταν είναι «σαν οργανοπαίκτης στη σκηνή και όχι σαν… δερβέναγας που κουνάει τα χέρια», όπως χαρακτηριστικά λέει.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

 

Στη συνέντευξη του που παραχώρησε στο tvxs, εξηγεί τι πρόκειται να δει το κοινό στην performance των bijoux de Kant, σχολιάζει το «πάντρεμα» παραδοσιακού και σύγχρονου και εστιάζει στη συζήτηση γύρω από την κλασική μουσική, για το αν αυτή μπορεί να μιλήσει για το «σήμερα», ή αν θα καταλήξει «μουσειακό είδος». Μιλάει, επίσης, για την CoGNiMUS, μια ορχήστρα-κολεκτίβα που ίδρυσε ο ίδιος στην Κολωνία.

Ads

 

Ποια είναι η σχέση που έχεις από μικρός με το πιάνο και πώς έγινε το πέρασμα στον ρόλο του μαέστρου;

Το πιάνο ήταν εξαρχής ο χώρος στον οποίο έβγαζα όλη μου τη δημιουργικότητα, την ένταση, τη στεναχώρια, το κάθε τι καινούργιο που μάθαινα. Ήταν ένας πολύ βασικός τρόπος να εκφράζω τον συναισθηματικό μου κόσμο απ’ όταν ήμουν παιδάκι. Και μετά η αλλαγή και το πέρασμα στο… μαεστριλίκι ήταν μια διαδικασία. Δηλαδή, αν και τελείως διαφορετική διαδικασία, πάλι κι εκεί με τα χέρια σου κάνεις κάτι. Άσε που κοιτάς το κοινό σου κατάματα, την ορχήστρα, δηλαδή, που είναι και το πιο σκληρό κοινό. Εκτός των άλλων, η δουλειά του πιανίστα είναι φοβερά μοναχική. Ενώ μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω μουσική και νομίζω ότι όταν στρωθώ μπορώ να παίξω αξιόλογα, το μεγαλύτερο που μου έλειπε είναι η τριβή με τον κόσμο, η καλλιτεχνική διαδικασία στην κοινή δουλειά. Τη λαμβάνεις και με το να παίξεις πιάνο με μία φωνή, τη ζεις με το να παίξεις μουσική δωματίου ή ακόμα και με το να παίξεις πιάνο μέσα στην ορχήστρα, αλλά είναι τελείως διαφορετικό να είσαι μαέστρος. Αυτή η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και οι συνέργειες, η σύνδεση, πνευματική και συναισθηματική με τους άλλους μουσικούς, είναι για μένα κάτι μεγαλύτερο.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

 

Πες μας λίγα λόγια για τα «Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο» στην οποία συμμετέχεις.

Πρόκειται για μια performance, αρχικά, γιατί έχει τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα μέσα. Αυτή είναι και η μαγεία του. Πρόκειται για μια ιδέα του Γιάννη Σκουρλέτη, από τους bijoux de Kant. Είχαν κάνει μια άλλη παραγωγή με τον φίλο μου και χρόνια συνεργάτη μου, Γιώργο Ιατρού, ο οποίος είναι βαρύτονος, και μου είχε πει κάποια στιγμή «έλα να με δεις, θα εμφανίζομαι πια με το alter ego μου, την drag persona Νίνα Νάη, σε μια παράσταση ιδιαίτερη, διαφορετική και την οποία σκηνοθετεί ο Γιάννης Σκουρλέτης». Πηγαίνω τη βλέπω και καθόμαστε μετά και κάνουμε μια συζήτηση. Μου έκανε εντύπωση ο Γιάννης, είναι πολύ ωραίος τύπος. Είναι πολύ ήρεμος, μειλίχιος, έχει ένα δικό του τέμπο. Εγώ είμαι το ακριβώς αντίθετο, είμαι στην τσίτα, αλλά εκείνος έχει ένα φοβερά ευθύβολο βλέμμα και είναι σαν να σε σκανάρει με μάτι του. Δεν πέρασαν μερικοί μήνες και ήρθε ο Γιάννης και μου είπε «θέλω να κάνουμε αυτό, πώς σου φαίνεται να το στήσουμε και να είσαι κι εσύ;». Και δέχτηκα.

Η ιδέα του Γιάννη ήταν με αφετηρία τη μουσική του Γιάννη Κωνσταντινίδη η οποία είναι απίστευτη, είναι ένα περιεκτικό απόσταγμα αυτού του οποίου ονομάζουμε «λόγια ελληνική μουσική», μίας πλευράς της μόνο. Άλλη είναι η ελληνική λόγια μουσική του Κωνσταντινίδη, διαφορετική του Σκαλκώτα, διαφορετική του Ξένου. Αλλά του Κωνσταντινίδη, επειδή είχε πιάσει χαρακτήρα εμμονής η σύνδεση του με τα παραδοσιακά tunes της ελληνικής μουσικής παράδοσης και επειδή είχε και μια καταπληκτική σχέση με το πιάνο σαν όργανο, εμένα πάντα με ιντρίγκαρε. Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης έχει μια ιδιαίτερη ιστορία ως συνθέτης, ήταν ο Γιάννης Κωνσταντινίδης της σοβαρής μουσικής, και ήταν και ο Γιάννης με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης που έγραφε οπερέτα και επιθεωρησιακό τραγούδι. Μεταπολεμικά, τη δεκαετία του 50, έγινε χαμός με αυτά. Και μεσοπολεμικά επίσης. Οπότε αυτή η δισυπόστατη συνθήκη του ως καλλιτέχνης, το δισυπόστατο που έχει το drag, η άλλη ταυτότητα, να είσαι Έλληνας της διασποράς, να επιστρέφεις. Και τελικά τι είναι η Ελλάδα, ακριβώς; Ο Γιάννης το βλέπει σαν λευκό πανί, πάνω στο οποίο εμείς βγάζουμε τα απωθημένα μας ή βλέπουμε τους εαυτούς μας. Δηλαδή, για εμένα η Ελλάδα μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι μπορεί να είναι για σένα. Αλλά και οι δύο έχουμε πολύ ισχυρές απόψεις για το τι είναι ή τι δεν είναι. Και πάνω σε αυτό στήνει μια αφήγηση με σύγχρονα μέσα. Μέσα σε όλα, θα παίξω και θέατρο,αφού θα κάνω και 5 μονολόγους, ενώ εγώ δεν είμαι καν ηθοποιός.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Τι πρόκειται να παρακολουθήσει το κοινό;

Το κοινό θα δει εμένα ντυμένο με μαύρη φουστανέλα, φράκο και τσαρούχια, να μπαίνω μέσα και να υποδύομαι, κατά κάποιο τρόπο, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη, και να διαβάζω μια σειρά από κείμενα, τα οποία ξεκινούν από πραγματολογικά στοιχεία, από την αφήγηση του ποιος ήταν, και να περνάνε σε ποιητικό υπόβαθρο και στην αέναη διαπάλη του με το «θηρίο μέσα του», όπως έχει πει και σε συνεντεύξεις του.

Θα δει τη drag performer, Νίνα Νάη, να φοράει high fashion, να πηγαίνει πάνω κάτω στο χωμάτινο διάδρομο και να τραγουδάει, σαν μία μούσα του Κωνσταντινίδη, όλο του το ρεπερτόριο και το magnum opus.

Θα δει μέσα από οθόνες τη Daglara σε μια σκηνή να υποδύεται το θηρίο, το τέρας, που είναι η Ελλάδα, και να κάνει αυτό το μοναδικής αισθητικής performance και στο τέλος θα δει μια συμφιλίωση αυτών των στοιχείων.

Πρόκειται για ένα πάντρεμα «παραδοσιακού» και «σύγχρονου»;

Το πάντρεμα παραδοσιακού και σύγχρονου το κάνει ούτως ή άλλως η μουσική του Κωνσταντινίδη. Όλη του τη μουσική, η οποία είναι εμφορούμενη από επιρροές από το μοντερνισμό, από τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα της σοβαρής μουσικής. Παρ’ όλα αυτά, όλη του η σοβαρή μουσική, επαναδιαπραγματεύεται και… επανατζαμάρει σαν dj, σχεδόν, την παραδοσιακή μουσική όπως την αντιλαμβανόταν τότε. Γιατί άλλο τι θεωρούμε εμείς παραδοσιακή μουσική, κι άλλο τότε. Το σύγχρονο και το παραδοσιακό μπλέκεται με το show το οποίο στήνεται και την performance πάνω στη σκηνή. Έχει μεταδραματικό γερμανικό θέατρο, έχει drag show, έχει drag performance με edgy χαρακτηριστικά και όλα αυτά μιξάρονται σε αυτό που είναι η Ελλάδα του σήμερα για τον Γιάννη.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Θεωρείς ότι το κοινό στην Ελλάδα, σε σχέση με αυτό της Γερμανίας, «αποδέχεται» αυτό το πάντρεμα του παραδοσιακού με το σύγχρονο;

Σιγά που έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα να διαπραγματευτούμε αυτά τα στοιχεία. Υπάρχουν και 5 κολλημένοι που δεν το κάνουν, αλλά αυτοί ας κάτσουν σπίτι τους, δεν πειράζει. Οι παραστάσεις είναι sold out και γίνεται χαμός. Στη Γερμανία, αν και το έχω ακούσει αρκετά, θεωρούν ότι είναι ο παράδεισος του ανοιχτού μυαλού, αλλά δεν είναι απαραίτητα έτσι. Στη Γερμανία, απλώς, υπάρχει κάτι άλλο. Στην καλλιτεχνική διαδικασία, ακόμα και ο άλλος να σε κράξει, τη γνώμη του λέει. Δεν υπάρχει έντονα το κομμάτι της επιβολής των απόψεων, από καλλιτεχνική άποψη, του όποιου κοινού ή του όποιου κριτικού, κολλημένου, ή του όποιου πολιτικού, πάνω στην όποια καλλιτεχνική ελευθερία του οποιουδήποτε. Δεν σημαίνει ότι αυτό είναι ασύδοτο. Φαντάζομαι υπάρχουν όρια, τα βάζει η κοινωνία. Αν κάτι δεν αρέσει στην κοινωνία, το μαυρίζει, το ξεβράζει. Και τώρα, θα έρθει το κοινό, θα το δει, θα το μαυρίσει αν θέλει, θα το χειροκροτήσει αν θέλει. Εγώ πιστεύω θα τους αρέσει πολύ.

Να το θέσω και διαφορετικά. Ο Κωνσταντινίδης ο ίδιος έδωσε τον τόνο. Πήρε τη μουσική, με αστικό τρόπο, μια περίοδο που τα πράγματα ήταν πιο κολλημένα στην Ελλάδα, από τα μέσα της κοινωνίας που τον χαρακτηρίζει, μιας και ήταν ένας άνθρωπος των «θέσεων», δεν ήταν στην απ’ έξω και παρ’ όλα αυτά, λόγω της πειραματικής του διάθεσης, είπε «εγώ θα πάρω την παραδοσιακή μουσική και θα την πειράξω». Και επειδή έχω συζητήσει με μουσικολόγους και σου λένε «τι το καινούργιο θα φέρει το να πιάνεις την παράδοση και να την πειράζεις;». Όλα φέρουν το καινούργιο, αυτό είναι το καταπληκτικό. Η μουσική, ειδικά και με την τεχνολογία που τα έχεις όλα μέσα, είναι ένα πλυντήριο. Και εδώ ο Γιάννης Σκουρλέτης κάνει αυτό το πλυντήριο, με πολύ επιτυχημένο τρόπο κατά τη γνώμη μου. Και το κάνει πολυμεσικά.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Στο δελτίο τύπου του φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, αναφέρεται πως οι πρωταγωνιστές της performance «μιλούν για το ανοιχτό τραύμα της πατριαρχίας και την παρέκκλιση». Πώς θα αποτυπωθεί αυτό;

Θα φανεί στο κείμενο, σε αυτό που μιλάω εγώ, και θα φανεί και στο τέλος, που βγαίνει το θηρίο από τη σκηνή και κάνει ένα μονόλογο. Ο οποίος μονόλογος μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα.  Αλλά νομίζω αυτό αποτυπώνεται στα λόγια του Κωνσταντινίδη, γιατί σε αυτά αποτυπώνεται ο εγκλωβισμός. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ήταν ή τι δεν ήταν ο Γιάννης Κωνσταντινίδης. Πάντως, σε συμβολικό επίπεδο, εγώ σαν Γιάννης Κωνσταντινίδης μιλάω γι’ αυτό το διχασμό μεταξύ του ελαφρού και του σοβαρού. Το γεγονός ότι του άρεσε να γράφει και οπερέτα, να γράφει και επιθεώρηση, ή να γράφει τραγούδι αστικό που τραγουδιέται στα αστικά κουτούκια, το συνάφι μπορεί να τον έβλεπε με μισό μάτι, μπορεί να ήταν και δαχτυλοδεικτούμενος. Είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες.

Η δική μου θεώρηση είναι ότι περνάει και εγγράφεται και στη ζωή του Κωνσταντινίδη. Αυτό είναι αν θες ένα πρώτο στοιχείο, το άλλο είναι ότι η ίδια η επαναδιαπραγμάτευση, καλλιτεχνική αναδιατύπωση της παραδοσιακής μουσικής θυμίζει ή έχει εκλεκτές συγγένειες με το ότι ένα queer άτομο, επαναδιαπραγματεύεται, επαναδιατυπώνει, σκάβει μέσα του, αναδεικνύει το τραύμα του. Η λέξη πατριαρχία σαν στοιχείο καταπίεσης στο ΔΤ του φεστιβάλ, αυτή η εκλεκτή συγγένεια, το ownership του τραύματος και η αναδιατύπωση του, το πείραγμα του, η υπερβολή πάνω σε αυτό και η προβολή του προς τα έξω, είναι μια καθαρτική εμπειρία.

Αυτή η επαναδιατύπωση του πράγματος, δεν έχει να κάνει καν μόνο με το queer, έχει να κάνει με πάρα πολλά άλλα στοιχεία της σύγχρονης κοινωνίας, Από τη μοναξιά και τη μετανάστευση, μέχρι τη θέση της γυναίκας και την υποκρισίας που αντιμετωπίζεται αυτό το θέμα. Είναι πρακτική ενδυνάμωσης, και αυτή η πρακτική ενδυνάμωσης, εδώ συμβολοποιείται από τη drag performance αυτή κάθε αυτή, που από μόνο του, αν το διαβάσεις πολιτικά, είναι μια πολύ bold κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, από την επιλογή του παιξίματος της «ιερής» μουσικής του Κωνσταντινίδη σε αυτό το context, από το σκάψιμο μέσα στη μουσική του Κωνσταντινίδη, για να δεις ο ίδιος τι αναδιαπραγμάτευση και τι boldness είχε μέσα σε αυτά τα πράγματα, από κάποια πραγματολογικά στοιχεία της ζωής του και της πορείας του, τα οποία αναδεικνύονται από το ποιητικό κείμενο και δίνουν αυτή τη διάσταση. Τη διάσταση της προσωπικής επανάστασης.

Το ωραίο με την παράσταση αυτή είναι ότι, επειδή γίνεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο που έχει και την Ελλάδα μέσα, φεύγει από το προσωπικό. Ενώ νομίζεις ότι κάποιος μιλάει για τον εαυτό του, ακριβώς βάζοντας τη διάσταση περί Ελλάδας και ταυτότητας κλπ, το προσωπικό που είναι πολύ σημαντικό, συλλογικοποιείται. Είναι πολιτική και κοινωνική κίνηση να μιλάς για το βίωμα του καθενός προσωπικά. Εμένα δεν με αγγίζει μόνο σε ένα queer επίπεδο, με αγγίζει και σε ένα επίπεδο ενός ανθρώπου που σηκώθηκε και έφυγε στο εξωτερικό.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Ποια η σχέση σου με τη σύγχρονη μουσική;

Γενικά κάνω πολύ σύγχρονη μουσική και είναι ένα κομμάτι που και στη Γερμανία θέλω να στηρίζω γιατί είμαι της άποψης ότι αν θέλουμε να μην καταστεί η κλασική μουσική, που με πολύ γρήγορους ρυθμούς καθίσταται, μουσειακό είδος, πρέπει να ακολουθήσουν περισσότεροι σε μια τέτοια γραμμή αλλιώς χανόμαστε. Η δε πανδημία το ανέδειξε αυτό. Τα νούμερα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Υπάρχουν εξαιρέσεις που πηγαίνουν καλά, αλλά η συνολική εικόνα αυτού που ονομάζουμε κλασική μουσική στο εμπορικό της κομμάτι, στο τι εισιτήρια κόβει, μετά την πανδημία είναι πολύ κακή. Χάθηκε και η επαφή με ένα κομμάτι του κοινού, αλλά δεν φρόντισε σχεδόν κανένας να το ανανεώνει και να το μεγεθύνει και κυρίως να καθίσταται η κλασική μουσική «relevant», να συνδέεται με το τι συμβαίνει σήμερα. Να έχει σχέση με τη ζωή και την καθημερινότητα του άλλου και είναι σημαντικό να γίνουν προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλιώς θα γίνουμε μουσείο.

Η σύγχρονη μουσική για εμένα, είναι ακόμα πιο δύσκολη, είναι ακόμα πιο μικρό το κοινό, αλλά είναι πιο εύκολο να προσεγγίσεις διαφορετικά κοινά και μεγαλύτερα. Το έδειξε το Subset Festival που είναι κομμάτι του ελληνικού φεστιβάλ, το οποίο προσέγγισε πολύ διαφορετικό κοινό, γιατί έκανε τέτοιο προγραμματισμό που «τσίμπησαν» άνθρωποι που δεν έχουν παραδοσιακή σχέση με τη μουσική. Η σύγχρονη το έχει αυτό. Και εγώ σαν μαέστρος θέλω να την κάνω, γιατί λέω θα κάνω 10 βλακείες, μία από αυτές θα βγει το αριστούργημα του αύριο. Το βλέπω σαν κοινωνικό μου χρέος, ως μαέστρος να ασχολούμαι με αυτή τη μουσική και μπορώ να την κάνω καλά πιστεύω. Γι’ αυτό κάναμε τους ΤΕΤΤΤΙΞ που είναι ένα ελληνικό σύγχρονο ensemble μουσικής που είναι πάρα πολύ αξιόλογο καλλιτεχνικά. Είχα κάνει και μια mixed media παραγωγή στο Φεστιβάλ, στο οποίο διηύθυνα την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του νέου έργου του Μιχάλη Παρασκάκη, ο οποίος είναι καταπληκτικός συνθέτης. Πιο πριν, στην Ελλάδα, πάλι με τον φίλο μου, Γιώργο Ιατρού, κάναμε μια performance στο πλαίσιο του Athens Pride, στην εναλλακτική σκηνή, και πήγε καταπληκτικά.

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Πες μας λίγα λόγια για την CoGNiMUS, την κολεκτίβα της οποίας είσαι ιδρυτής.

Η CoGNiMUS ιδρύθηκε το 2015, μια κολεκτίβα με κέντρο της μια ορχήστρα και η οποία θέλουμε να φαντασιωνόμαστε ότι έχει έναν ανανεωτικό ρόλο στα πράγματα της κλασικής μουσικής, αλλά με κέντρο τη Συμφωνική Ορχήστρα και το ρεπερτόριο που μπορεί να αξιοποιήσει ένας τέτοιος σχηματισμός. Έχουμε ένα καλλιτεχνικό προγραμματισμό για την επόμενη δεκαετία που έχει πολλά, κατά τη γνώμη μας, «επαναστατικά πράγματα» σε καλλιτεχνική σύλληψη. Δουλεύουμε με διαφορετικό τρόπο, έχουμε πολύ πιο αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στον τρόπο με τον οποίο στήνουμε και προσπαθούμε να πατάμε στην καλή παράδοση άλλων σχημάτων, τα οποία δεν έχουν την κρατική βούλα, δεν είναι κρατικά μαγαζιά, όπως οι περισσότερες ορχήστρες στη Γερμανία που είναι περιφερειακά ή δημοτικά μαγαζιά. Βέβαια, είναι ίσως η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που έχει 90-100 ορχήστρες σε αυτό το επίπεδο. Στην Ελλάδα κάνουμε αμάν να έχουμε 3. Αλλά εμείς προσπαθούμε να λειτουργούμε σε ένα άλλο μοντέλο, το οποίο και μας δίνει καλλιτεχνική και οργανωτική ελευθερία, και μας δίνει τη δυνατότητα να σπάμε κάποια θέσφατα της κλασικής μουσικής που εμάς δεν μας αρέσουν τόσο.

Είναι πολύ σπουδαίο στην ορχήστρα σήμερα να μην έχεις συγκεκριμένες θέσεις για τα όργανα. Να κάνεις team building πράγματα, τα οποία έχουν τρομερή ουσία, να στήνεις τον προγραμματισμό με όλους, να δίνεις ευκαιρίες και στο τελευταίο μέλος της ορχήστρας. Παλιά έλεγα ότι είμαστε μια ορχήστρα σολιστών, αλλά μου φαίνεται λίγο ελιτίστικο πια αυτό, με την έννοια ότι «όλοι είναι παιχτούρες». Δεν θέλω να πω αυτό. Είμαστε μια ορχήστρα «of individuals». Στήνουμε έναν μηχανισμό και με έναν τρόπο εργασίας στον οποίο όλοι, ο κάθε ένας ξεχωριστά, είναι μια αυτοτελής προσωπικότητα που θα σεβαστείς και θα ακούσεις και που έχει καίριο λόγο διαμόρφωσης όλου του αποτελέσματος.

Προσπαθούμε με τον τρόπο μας να αφορά όλο και μεγαλύτερα κοινά, να μην αφορά μόνο τα κοινά που γνωρίζει και αγαπάει αυτή τη μουσική, αλλά πιστεύουμε ότι υπάρχει μεγάλο μέρος του κόσμου σήμερα που ακούει αυτή τη μουσική και έχει σιχαθεί τον ελιτισμό, τα πανάκριβα εισιτήρια, τα πρωτόκολλα και το πότε χειροκροτώ, πότε όχι, με την έννοια ότι τα «διαβάζω από λυσάρι» και όχι επειδή η μουσική με βάζει σε μια συνθήκη να μην «πλησιάσω» τα χέρια μου μεταξύ τους. Η μουσική είναι μια ενιαία κατάσταση, όλα τα έργα είναι μια αφήγηση συνεχής, μια συνεχής δραματουργία της μουσικής. Αυτό προσπαθούμε να στήσουμε. Και προσπαθούμε να το στήσουμε με όσο πιο σύγχρονους τρόπους μπορούμε και νομίζουμε ότι το καταφέρνουμε. Αυτό το project προσπαθούμε να φέρουμε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τουρνέ που θα κάνουμε τη σεζόν που έρχεται. Είναι επί της ουσίας το Requiem του Μότσαρτ και πατάμε πάνω στην παράδοση του lamentο, του θρήνου.

 

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

Πώς αντιλαμβάνεστε τον θρήνο, το lamento?

Προσπαθούμε να δούμε με ένα τρόπο την πένθιμη λειτουργεία, το ritual, ώστε να μην είναι για τους νεκρούς, αλλά για τους ζωντανούς. Εμείς θέλουμε να δούμε το lamento σαν μια μορφή γιορτής, ένα «celebration». Celebration δεν σημαίνει ότι λέμε γιορτινά πράγματα, αλλά λέμε ότι είναι μια καθαρτική διαδικασία αποχαιρετισμού για τον ζωντανό. Είτε μιλάμε για τη στιγμή της κηδείας είτε για την επιμνημόσυνη. Και μπλέκουμε δύο στοιχεία που με έχουν στιγματίσει σαν άνθρωπο, γιατί ήταν δική μου σύλληψη, που είναι το Requiem του Mozart, το ιερό δισκοπότηρο της πένθιμης λατρευτικής μουσικής σε όλον τον δυτικό κόσμο, και παραδοσιακά ηπειρώτικα μοιρολόγια, καθώς και με κάποια μπαρόκ tunes. Όλα αυτά γίνονται σε μια ενιαία αφηγηματική συνθήκη που το ένα μπλέκεται με το άλλο, έχει και βυζαντινό ύμνο μέσα, και όλα γίνονται σε μια μορφή τελετουργικού, ritual. Είναι μια κατάσταση που καλούμε τον άλλο να έρθει και να σκεφτεί ότι όλα αυτά γίνονται για να μπορέσει εκείνος να μην εμφορείται στη ζωή του από μια ενόρμηση θανάτου επειδή έχασε έναν αγαπημένο του, αλλά από μια ενόρμηση ζωής.  Είναι μια διαδικασία που λειτουργεί σαν καταλύτης για να τρέξουν τα ζουμιά, για αν ανοίξουν οι αισθήσεις και να ξυπνήσεις με έναν τρόπο. Να πετάξεις από πάνω σου το βάρος και να προχωρήσεις δύο βήματα παρακάτω. Το παρουσιάσαμε αυτό στη Γερμανία του 2021 και η κριτική ήταν πάρα πολύ υψηλού επιπέδου και πήγε πάρα πολύ καλά.

 

Πώς η κλασική μουσική μπορεί να συνδεθεί με το σήμερα;

Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτοί οι κανόνες της κλασικής μουσικής, είτε είναι στο επίπεδο της σκηνής με όρους κυνικούς, όπως η όπερα, είτε στο επίπεδο της συμφωνικής μουσικής, του λίντ, της σύγχρονης, της μουσικής δωματίου, που όλες είναι μια κατηγορία από μόνες τους,  είτε όσο περνάει ο καιρός, δεν αφορούν κανέναν, ή αφορούν ανθρώπους που και οι ίδιοι αν τους πεις ότι γίνεται αλλιώς, θα καταλάβουν ότι δεν τους χρειάζονται αυτούς τους κανόνες. Είναι ένα ελιτίστικο πράγμα που τον μόνο που φτιάχνει είναι τον άνθρωπο που δεν θέλει να έχει σχέση με τον διπλανό του. Άμα κατανοήσουμε, ότι αυτά τα πράγματα είναι για να φεύγουν σιγά σιγά και μπούμε όλοι σε μια διαδικασία στο κομμάτι της κλασικής μουσικής, να τη συνδέουμε με το τι γίνεται σήμερα με μια ευρεία οπτική σε σχέση με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι συνολικά, με ό,τι μας αρέσει, όχι με όρους μόδας και τάσεων, αλλά με όρους του «τι άλλο μου αρέσει και θέλω να βρω συγγένειες μεταξύ αυτών των δύο, των τριών ή των πέντε;».

Που για μένα είναι ήδη ένα πολιτικό βήμα, ένα statement, και θέλει μεγάλη μαεστρία για να μπορείς να το κάνεις καλά. Δεν το ψάχνεις στο θέατρο, δεν το ψάχνεις στις άλλες μουσικές σου αναζητήσεις; Ένα από τα κομμάτια που ψάχνεις είναι να αισθανθείς ότι κάπως σε αφορά αυτό που βλέπεις. Αυτό το πράγμα πρέπει να κάνει η κλασική μουσική. Να δώσει με τον τρόπο που το παρουσιάζει, με την ειλικρίνεια και την αμεσότητα που το εμφανίζει πάνω στη σκηνή, να δώσει την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να καταλάβει, ότι από την κλασική μουσική που έχει γραφτεί, μέχρι ό,τι παράγεται σήμερα, ένα πολύ καλό κομμάτι μπορεί να μιλήσει για τη φάση του οποιουδήποτε, είναι universal στη ρίζα της.

 

Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs

 

Ανέφερες προηγουμένως ότι η κλασική μουσική θα καταλήξει να είναι «μουσειακό είδος». Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;

Δεν έχει να κάνει αυτό με 5 συντηρητικά μυαλά που είναι διευθυντές κάπου και θέλουν να μυρίζουν… ναφθαλίνη. Δεν έχει να κάνει μόνο με μουσικούς σε ορχήστρα που έχουν μάθει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και οτιδήποτε νεοτερίζει λίγο, χωρίς ούτε καν να το σκεφτούν, το απορρίπτουν. Δεν είναι μόνο το τι περιμένει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία με την κλασική μουσική. Είναι και το τι περιμένει η κοινωνία, τι απαιτήσεις έχει το παλιό παραδοσιακό κοινό, που θέλει να τα βλέπει με έναν τρόπο και αν του αλλάξεις το οτιδήποτε γκρινιάζει και φοβάσαι ότι θα το χάσεις και αυτό. Γιατί αν χάσεις κι αυτούς που έχεις, τι θα γίνεις; Είναι και υπαρξιακά τα ζητήματα δηλαδή. Είναι πολυπαραγοντικό. Γι’ αυτό λέω ότι εμείς έχουμε τη δυνατότητα ακόμα, να μπορούμε να τολμάμε λίγο παραπάνω. Έχουμε τη δυνατότητα να σπάμε και δύο ποτήρια. Δεν κρίνω αυτόν που δεν το κάνει, απλώς του χτυπάω ένα καμπανάκι, του λέω «κοίτα το κι αλλιώς». Καταλαβαίνω όταν δεν μπορεί να το κάνει, γιατί είναι χοντρά τα αδιέξοδα, τη στιγμή που οι κρατικές επιχορηγήσεις όλο και μειώνονται, με τη δικαιολογία ότι μπορεί να μην αφορά και πολύ κόσμο.

Η επίθεση είναι δεδομένη και είναι δεδομένη ακόμα και στον πυρήνα, που είναι η Γερμανία, η χώρα που τρέφει αυτό το είδος περισσότερο από κάθε άλλο. Αλλά ακόμα κι εκεί υπάρχουν πισωγυρίσματα. Και έρχεται ο άλλος που πρέπει να σώσει τον εαυτό του, τη θέση του, τη ζωή του, το status του και λειτουργεί φοβικά απέναντι σε αυτό. Οπότε τολμάει ακόμα και λιγότερο. Εγώ λέω αντισταθείτε όσο γίνεται σε αυτήν την επίθεση, βάλτε σε συζήτηση αυτούς τους ανθρώπους και προσπαθήστε να κινητοποιήσετε μεγαλύτερα κοινά, να τολμήσετε, δηλαδή, ώστε να δημιουργήσετε ένα momentum για να αναγκάσετε τον οποιονδήποτε να σκεφτεί και δύο φορές καλύτερα για το αν έχει νόημα ή δεν έχει.

Το θέμα είναι να καταφέρουμε να πείσουμε τον κόσμο ότι αυτή η τέχνη, είναι συστημικά relevant, μιλάει για το πρόβλημα σου, μιλάει για την καλοπέραση που είχες, μιλάει για την καταπληκτική φύση, μιλάει για το βιντεάκι που είδες στο tik tok, μιλάει για το χαμηλό σου ή το μεγάλο σου μισθό. Πολύς κόσμος φοβάται ότι θα φθηνύνει την κλασική μουσική, θα τη λερώσει. Αυτά τα έργα έχουν αντέξει εκατοντάδες χρόνια, έχουν αντέξει πολλά γενικά, έχουν να φοβηθούν από άλλα μπλεξίματα; Αυτή η μουσική είναι διαμάντι, δεν νοθεύεται. Μπορείς να δοκιμάσεις. Αν κάτι δεν σου πετύχει, θα το φάει ο χρόνος και η λήθη. Θα το ξεβράσει το κοινό από μόνo του. Το καλό θα μείνει. Τόλμα λίγο παραπάνω, δεν θα σου βγούνε 5, θα σου βγούνε 2. Θα έχεις κάνει εξαιρετική κατάσταση για την κλασική μουσική στο αύριο.