Δύο μόλις μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, Ευρωπαίοι ηγέτες συνέστησαν μια μυστική ομάδα δράσης, με καθήκον να καταστρώσει μία στρατηγική για την αντιμετώπιση του ενδεχόμενου κρατικής χρεοκοπίας στην ευρωζώνη.

Ads

Όταν ένα χρόνο αργότερα η Ελλάδα συνάντησε προβλήματα, το μυστικό συμβούλιο, που η ύπαρξή του δεν είχε αναφερθεί ποτέ, δεν είχε καταφέρει ακόμη να συμφωνήσει σε μια στρατηγική. Σε μία δημόσια συζήτηση η οποία αργότερα καθυστέρησε την αντίδραση της Ευρώπης στην κρίση χρέους στην ευρωζώνη «μέχρι την ενδεκάτη ώρα», η ομάδα αυτή πάλεψε να ξεπεράσει τις ευρείες διαφωνίες σχετικά με το αν και πώς η ευρωζώνη θα έπρεπε να προχωρήσει στη διάσωση ενός κράτους – μέλους της. Την απάντηση δεν τη βρήκε ποτέ.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Wall Street Journal, που βασίστηκε σε δεκάδες συνεντεύξεις με αξιωματούχους από πολλές χώρες μέλη της ΕΕ, οι διχογνωμίες εντός της ομάδας δράσης έφεραν την ΟΝΕ κυριολεκτικά στο χείλος της κατάρρευσης. Στις αρχές Μαΐου, ελάχιστες ώρες πριν η Γαλλία και η Γερμανία καταφέρουν να υπερβούν το αδιέξοδο και να συμφωνήσουν στην ίδρυση ενός ταμείου ύψους 1 τρισ. δολαρίων για τη διάσωση των κρατών μελών της Ευρωζώνης που θα αντιμετώπιζαν προβλήματα, η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ τόνιζε στη γαλλική αντιπροσωπεία ότι η Ευρωζώνη είναι στο χείλος της διάρρηξης.

Οι επιπτώσεις μίας κατάστασης τόσο επικίνδυνης για την ύπαρξη του ίδιου του ευρώ, δημιουργούσαν ανησυχία για ολόκληρο τον κόσμο. Ένα κύμα κρατικών χρεοκοπιών στην περιφέρεια της ευρωζώνης θα μπορούσε να προκαλέσει μία νέα κρίση στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, με πολύ χειρότερες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία από την κατάρρευση της Lehman. Η επικίνδυνη αυτή αναποφασιστικότητα προκλήθηκε από τις ιδεολογικές διαφορές που εξακολουθούν να παραλύουν την αναζήτηση λύσεων από την πλευρά της νομισματικής ένωσης όσον αφορά τις δομικές της αδυναμίες.

Ads

Οι βαθιές διαφορές όσον αφορά την οικονομική πολιτική ανάμεσα στον αυστηρό δημοσιονομικό βορά και τον πιο χαλαρό νότο, ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και των κεντρικών θεσμών της ΕΕ εμπόδισαν μία έγκαιρη αποτελεσματική αντίδραση στην κρίση. Μόνον όταν πλέον βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κατάρρευση της ευρωζώνης έβαλαν κατά μέρος τις διαφορές και κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό.

Η κατάσταση έγινε περισσότερη περίπλοκη εξαιτίας των αντικρουόμενων ατζέντων των 2 σημαντικότερων πολιτικών της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά, ήταν ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, που στη χώρα του συχνά του αποδίδουν τον τίτλο του «υπέρ-πρόεδρου». Βλέποντας τη δημοτικότητά του να μειώνεται σταδιακά και με δεδομένο ότι η εσωτερική οικονομική μεταρρύθμιση που προωθούσε δεν απέδιδε, ο Γάλλος ηγέτης θεωρούσε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας απειλούσε να καταστρέψει την Ευρωζώνη. Το τελευταίο αποτέλε μια ευκαιρεία για τον Σαρκοζί για να αποδείξει τον ηγετικό του δυναμισμό και να ενισχύσει τη δημοτικότητα και την επιρροή του.

Από την άλλη, για τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκέλα Μέρκελ, η κρίση αποτελούσε τη μεγαλύτερη δοκιμασία της καριέρας της. Η κ. Μέρκελ είχε εκπαίδευση φυσικών επιστημών, ήταν γνωστή για το επιφυλακτικό και θεσμικό στυλ διακυβέρνησης της, και φοβόταν τις αντιδράσεις των Γερμανών ψηφοφόρων και βουλευτών, καθώς επίσης και την απόρριψη από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας της, σε περίπτωση που έδινε χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων στην κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση αμαρτάνουσα και ελλειμματική Ελλάδα. Παρά τις πιέσεις του Γάλλου προέδρου, η Αγκέλα Μέρκελ αρνήθηκε με επιμονή την ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος.

Τελικά, τον Μάιο η Ευρώπη προχώρησε στην ίδρυση ενός ταμείου. Αλλά μέχρι τότε το κόστος της αποκατάστασης της ηρεμίας των αγορών είχε εξακοντιστεί στα ύψη, απαιτώντας τη δέσμευση πόρων 750 δις ευρώ. Το γεγονός αυτό εκτόνωσε τον πανικό αλλά δεν απέτρεψε την κρίση: το μη βιώσιμο χρέος θέτει ακόμη τεράστιες προκλήσεις, ιδίως για την Ελλάδα και την Ιρλανδία.

Ήδη από τον Οκτώβριο του 2008, η μυστική επιτροπή συναντιόταν με σκοπό τη χρηματοδοτική στήριξη της Ουγγαρίας, η οποία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι στην Ευρωζώνη, και δεν κατάφερε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τις πανικόβλητες αγορές. Σύντομα κατέστη σαφές ότι η Ευρωζώνη δεν διέθετε εργαλεία για να σώσει κάποιο από τα μέλη της. Με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες, ο μηχανισμός που είχε χρησιμοποιηθεί για τη διάσωση της Ουγγαρίας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ. Για τους περισσότερους Ευρωπαίους αξιωματούχους, εξάλλου, το ΔΝΤ αποτελούσε ταμπού: θεωρούσαν ότι τα δάνειά του ήταν μια χαρά για τις φτωχές πρώην κομουνιστικές χώρες αλλά όχι για τα ανεπτυγμένα κράτη μέλη του ευρώ.

Ενώ ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από την προεδρία της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, το ισχυρό σώμα τεχνοκρατών που διαχειρίζεται την οικονομική πολιτική της ΕΕ, τον Μάρτιο του 2009, ο αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών Χαβιέ Μούσα, εισάγοντας τον διάδοχό του Τόμας Βάιζερ της Αυστρίας στα καθήκοντα του, στο τέλος ενός μεγάλου καταλόγου πρόσθεσε ένα ακόμη: «Παρεπιπτόντως, υπάρχει και μια ομάδα που δεν υπάρχει».

Η μυστική ομάδα δράσης, που το συντονισμό της είχε αναλάβει ο πρόεδρος της Επιτροπής, πραγματοποιούσε κρυφές συναντήσεις από τον Νοέμβριο του 2008 προκειμένου να επεξεργαστεί ένα σχέδιο για την περίπτωση που μια κρίση σαν κι αυτή της Ουγγαρίας έπληττε ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Στην ομάδα μετείχαν μόνο ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι, αμέσως μετά το επίπεδο των υπουργών, από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το γραφείο του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου που ήταν επικεφαλής του συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.

Η ομάδα δράσης έκανε τις συναντήσεις της στο περιθώριο των διαφόρων ευρωπαϊκών συναντήσεων υπουργών και συμβουλίων κορυφής στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πολλές φορές στις 6 η ώρα το πρωί ή και μετά το πέρας των εργασιών σε ώρες νυχτερινές. Οι συμμετέχοντες κρατούσαν στο σκοτάδι τους συναδέλφους των κυβερνήσεων τους, από φόβο για διαρροές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σαρωτική φημολογία και κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Οι πιθανοί υποψήφιοι για μια κρίση ήταν γνωστοί: η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Ισπανία, η ομάδα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που επιβαρύνονταν με υψηλό δημόσιο χρέος και τους είχε αποδοθεί από τις αγορές ομολόγων το υποτιμητικό ψευδώνυμο PIGS.

Μέρος των διαβουλεύσεων αφορούσε το πολύ κεντρικό πρόβλημα για το αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας ένα εγχείρημα διάσωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικούσε κεντρικό ρόλο στην συγκέντρωση κονδυλίων και τη διαχείρηση της χρηματοδότησης και σε αυτό βρήκε συμμάχο τη Γαλλία. Η Γερμανία, αντιθέτως, φοβούμενη την επέκταση των αρμοδιοτήτων των Βρυξελλών, έβλεπε άκρως αρνητικά το ενδεχόμενο της παραχώρησης αρμοδιοτήτων διαχείρησης ρευστότητας στις Βρυξέλλες.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών φοβόταν συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή θα προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει ένα προηγούμενο για τη συγκέντρωση του ευρωπαϊκού δημόσιου δανεισμού, μέσω της έκδοσης ευρωπαϊκών ομολόγων. Αυτό θα σήμαινε πως η Γερμανία, που αποτελεί τον ισχυρότερο πιστωτή της Ευρώπης, θα επιχορηγούσε άλλα κράτη μέλη. Αντιθέτως, η Γερμανία επέμενε ότι κάθε βοήθεια θα έπρεπε να παρασχεθεί υπό τη μορφή παροχής δανείων των επιμέρους κρατών μελών προς τη χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα. Με τον τρόπο αυτό, το Βερολίνο, που ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, θα μπορούσε να διασφαλίσει τον έλεγχο των διαδικασιών και να υποχρεώσει κάθε αλλοπρόσαλλο κράτος παραλήπτη οικονομικής βοήθειας να προχωρήσει σε δραστικές μεταρρυθμίσεις.

Η σε θεωρητικό επίπεδο διχογνωμία
μεταξύ των μελών της ομάδας δράσης διήρκεσε για έναν ολόκληρο χρόνο. Τον περασμένο Οκτώβριο ωστόσο, το πράγμα έχασε τον καθαρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα του.

Τον μήνα εκείνο, η νεοεκλεγείσα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι το δημόσιο έλλειμμα της χώρας είχε φτάσει στο 12.5% του ΑΕΠ, ήταν δηλαδή τρεις φορές παραπάνω από όσο το έφεραν οι αρχικές προβλέψεις της απελθούσας κυβέρνησης. Έκπληκτοι οι επενδυτές αρχίσαν να ξεφορτώνονται ελληνικά ομόλογα. Η Ελλάδα θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει μεγάλες εκδόσεις κρατικών ομολόγων που έληγαν την άνοιξη του 2010 και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα μπορούσε να βρει αυτά τα χρήματα από τις αγορές.

Το Φεβρουάριο είχε γίνει πια προφανές ότι η Ευρωζώνη θα υποχρεώνονταν να αναλάβει δράση για να αντιμετωπίσει την κατάρρευση της αγοράς των ελληνικών ομολόγων. Τότε ήταν που η μυστική ομάδα δράσης της Γαλλίας, της Γερμανίας και των άλλων γραφειοκρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοιξε τις πόρτες της στα υπόλοιπα κράτη μέλη, με την εξαίρεση της Ελλάδας. Το πράγμα άρχιζε να ξεφεύγει από τον έλεγχο.