Σε νέα φάση φαίνεται πως μπαίνει ο παγκόσμιος ενεργειακός πόλεμος, καθώς από σήμερα τίθεται σε ισχύ η απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού αργού πετρελαίου, μέσω των θαλάσσιων οδών.
Ένα βασικό ερώτημα που υπάρχει αφορά τις πραγματικές επιπτώσεις που θα έχει το εν λόγω νέο πακέτο κυρώσεων στη Μόσχα. Σύμφωνα πάντως με όσα επισημαίνει σε εκτενές δημοσίευμά του το Politico, η ΕΕ χτυπά την Ρωσία εκεί που πονά, στην πετρελαϊκή βιομηχανία. Σημειώνει όμως την ίδια στιγμή χρειάζεται για να μην αυτοτραυματιστεί και τελικά υποστεί το πλήγμα η εύθραυστη παγκόσμια οικονομία.
Κι αυτό γιατί -όπως υπογραμμίζει- το ρωσικό πετρέλαιο είναι είναι ιδιαίτερης σημασίας για το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Για να αντιληφθεί κανείς τα πραγματικά μεγέθη, αρκεί να σκεφθεί πως η Μόσχα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου μετά την Σαουδική Αραβία. Επιπλέον, το 2021 η μισή ρωσική παραγωγή εξήχθη στη Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος δεν άλλαξε πολλά σε ότι αφορά τα ρωσικά από τις πωλήσεις πετρελαίου: Μέχρι τώρα οι συνολικές εξαγωγές της Ρωσίας είναι πολύ ψηλά –στα 7,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. Επί της ουσίας βρίσκεται μόλις 400.000 βαρέλια χαμηλότερα από τα προπολεμικά επίπεδα. Παράλληλα, η Μόσχα εξακολουθεί να εισπράττει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τα ορυκτά καύσιμα στη διάρκεια του πολέμου, με Αμερικάνους και Ευρωπαίους να θέλουν να το αλλάξουν αυτό.
Υπενθυμίζεται πως η ΕΕ έλαβε τις αποφάσεις για τις συγκεκριμένες κυρώσεις τον περασμένο Ιούνιο, ενώ τις εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου έχουν απαγορεύσει επίσης οι χώρες της G7 και η Αυστραλία.
Το εν λόγω μέτρο συμπίπτει με την επιβολή πλαφόν στα 60 δολάρια το βαρέλι, για το ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται στον υπόλοιπο κόσμο, κάτι που θεωρητικά επιβλέπουν η ΕΕ και η G7. Επιπλέον, τον ερχόμενο Φεβρουάριο θα τεθεί σε ισχύ και η ευρωπαϊκή απαγόρευση εισαγωγών προϊόντων του ρωσικού πετρελαίου, όπως η βενζίνη, το πετρέλαιο κίνησης και τα καύσιμα αεροσκαφών.
Το σχέδιο των Βρυξελλών
Οι αναλυτές του Politico εκτιμούν πως τα μέτρα αυτά έχουν δυνητικά διαφορετικές συνέπειες για την Ευρώπη, την Ρωσία και τη διεθνή αγορά και η κάθε μία ενέχει κινδύνους για την ήδη εύθραυστη διεθνή οικονομία.
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, η απαγόρευση αφορά στο 90% των εισαγωγών ρωσικού αργού πετρελαίου στην ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, οι ρωσικές εξαγωγές στην ΕΕ είχαν ήδη μειωθεί δραματικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έχοντας πέσει συνολικά στα 3,95 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (τον Οκτώβριο). Πλέον, ο μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πετρελαίου που εισαγόταν στην ΕΕ, ανακατευθύνεται στην Κίνα και την Ινδία.
Με την απαγόρευση όμως που ισχύει από σήμερα αλλάζουν πολλά στη ροή του πετρελαίου στη διεθνή αγορά, όπως σημειώνει στο politico ο Κλαούντιο Γκαλιμπέρτι, αντιπρόεδρος της εταιρίας αναλύσεων ενέργειας Rystad.
«Υπάρχει η δυνατότητα ανακατεύθυνσης σχεδόν όλου του αργού πετρελαίου που πηγαίνει στην Ευρώπη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αν συμβεί αυτό, η επίδραση στις τιμές των καυσίμων αναμένεται να είναι ήπια, κάτι που σημαίνει ότι οι καταναλωτές στην Ευρώπη δεν θα δουν άμεσα μία αύξηση των τιμών. Από την πλευρά τους όμως, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρακολουθούν καθημερινά τις διακυμάνσεις που θα έχουν αυτές.
Την Παρασκευή το πετρέλαιο τύπου Μπρεντ βρισκόταν στα 87 δολάρια το βαρέλι, κάτω από τα 110 δολάρια που ήταν τον Ιούνιο, κάτι που αποδίδεται στις ενδείξεις για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Η ζήτηση στην Κίνα παραμένει σε χαμηλότερα του αναμενομένου επίπεδα και λόγω των συνεπειών της πολιτικής μηδενικής ανοχής στην πανδημία.
Η “ισορροπία” στην αγορά δεν διαταράσσεται
«Η ΕΕ θα εισάγει αργό πετρέλαιο από αλλού», αναφέρει η Σιμόν Ταλιαπιέτρα, αναλύτρια του think tank Bruegel.
Από τη δική της μεριά, η Ρωσία αναμένεται ότι θα αυξήσει τις εξαγωγές αργού πετρελαίου στην Κίνα και την Ινδία, κάτι που θα μειώσει τη ζήτηση πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή, απ΄ όπου θα εισάγει περισσότερο πετρέλαιο η Ευρώπη. Υπό αυτό το πρίσμα,η “ισορροπία” στην αγορά θα παραμείνει περίπου ίδια.
Αξίζει να επισημανθεί πάντως πως το εμπάργκο της ΕΕ δεν αφορά στις εισαγωγές ρωσικού αργού στην Ευρώπη μέσω αγωγών.
Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία θα εξακολουθήσουν να παίρνουν ρωσικό αργό μέσω του αγωγού Druzhba.
Η Γερμανία και η Πολωνία επίσης εξακολουθούν να παίρνουν πετρέλαιο μέσω αγορών, αλλά έχουν δεσμευτεί ότι θα σταματήσουν μέχρι το τέλος του χρόνου. Λόγω της εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο που έχει η Βουλγαρία εξασφάλισε εξαίρεση από την απαγόρευση εισαγωγών μέσω θαλάσσης μέχρι το τέλος του 2024.
Η πραγματική “λειτουργία” του πλαφόν
Την ίδια ώρα, ενδιαφέρον έχουν οι συνέπειες της επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρωσικού αργού πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά, που τίθεται επίσης από σήμερα σε εφαρμογή.
Το εν λόγω μέτρο επιβλέπεται από τα μέλη της G7, μέσω της απαγόρευσης στις εταιρείες ναυτιλιακών μεταφορών και ασφαλιστικών καλύψεων να συναλλάσσονται με ρωσικές επιχειρήσεις που στέλνουν φορτία με τιμή πάνω από το πλαφόν.
Πάντως τα μέλη της ΕΕ συμφώνησαν ότι η τιμή του πλαφόν τελεί υπό αναθεώρηση, με βάση τις μεταβολές στην παγκόσμια αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το Politico, το επίπεδο πλαφόν των 60 δολαρίων δεν επηρεάζει επί της ουσίας τα κέρδη της Μόσχας, αφού το ρωσικό αργό πετρέλαιο την περασμένη εβδομάδα βρισκόταν στο επίπεδο των 52 δολαρίων το βαρέλι.
«Πλαφόν τιμής στα 60 δολάρια το βαρέλι δεν πλήττει την Ρωσία», υπογραμμίζει η Ταλιαπιέτρα, ενω προσθέτει: «αλλά έχει νόημα αν το επιβάλουμε αρχικώς και στη συνέχεια αυξήσουμε την πίεση μειώνοντας το πλαφόν».
Επιπλέον, σημειώνεται πως τα πλοία από χώρες εκτός ΕΕ που παραβιάζουν το πλαφόν θα αντιμετωπίσουν ήπιες κυρώσεις: θα τους απαγορεύεται να ασφαλίζουν, χρηματοδοτούν ή να εξυπηρετούν τη διαδικασία μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου για 90 ημέρες. Οι ποινές για τα πλοία από χώρες της ΕΕ καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία κάθε χώρας-μέλους.
Σύμφωνα με το Poilico, η επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου στην πραγματικότητα έχει ως σκοπό την μείωση των ρωσικών κερδών, χωρίς όμως να προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις στην παγκόσμια αγορά.
Χωρίς το πλαφόν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις θα είχαν πλήξει τη δυνατότητα της Ρωσίας να ανακατευθύνει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές στην Ινδία και την Κίνα που εξαρτώνται από θαλάσσιες μεταφορές πετρελαίου. Μόνο που αυτές τις μεταφορές διαχειρίζονται ευρωπαϊκές και βρετανικές εταιρείες.
Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να οδηγούσε στην εκατομμυρίων βαρελιών ρωσικού αργού πετρελαίου από την παγκόσμια αγορά, με προφανείς επιπτώσεις στην τιμή του “μαύρου χρυσού”.
Στον βαθμό λοιπόν που η τιμή του πετρελαίου και το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού αργού είναι εργαλείο ελέγχου του πληθωρισμού, οι Ευρωπαίοι έχουν την δυνατότητα να αντισταθμίζουν τις συνέπειες των κυρώσεων που έχουν επιβάλει στη Μόσχα.
“Γρίφος” η απάντηση του Πούτιν
Την ίδια ώρα, όπως επισημαίνει το Politico, παρά το γεγονός πως είναι βέβαιο ότι η Ρωσία θα βρει νέους αγοραστές για το πετρέλαιό της, κανένας δεν θα πρέπει να αγνοήσει την πιθανότητα μίας σκληρής απάντησης από την πλευρά του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Τις τελευταίες εβδομάδες η Μόσχα είχε απειλήσει με διακοπή πωλήσεων πετρελαίου σε χώρες που συνεργάζονται με την πολιτική του πλαφόν.
Την ίδια ώρα η Ρωσία είναι γνωστό ότι έχει εξασφαλίσει έναν ικανοποιητικό «σκιώδη στόλο» μεγάλης ηλικίας δεξαμενοπλοίων, με τα οποία θα μπορούσε η ίδια και χωρίς μεσολάβηση ξένων εταιρειών, να ανοίξει δρόμους εξαγωγών του προϊόντος της.
Επ’ αυτού, η Τατιάνα Μίτροβα, αναλύτρια του Κέντρου Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια σημειώνει ότι η Ρωσία «θα μπορούσε να μειώσει τις εξαγωγές και την παραγωγή» έτσι ώστε να εξωθήσει σε αύξηση τις τιμές στην παγκόσμια αγορά και με τη σειρά την να καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στις οικονομίες των δυτικών αντιπάλων της.
«Τα οικονομικά συμφέροντα μπορούν να θυσιαστούν προς όφελος των πολιτικών και στρατιωτικών στόχων», προσθέτει η Μίτροβα, αναφερόμενη στους λόγους που η Ρωσία μπορεί να ακολουθήσει μια πολύ σκληρή πολιτική, κάτι που σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει αντίθετο στα οικονομικά συμφέροντά της.
Πολλώ δε μάλλον, από τη στιγμή που ο ΟΠΕΚ, θεωρεί ότι είναι επιτυχημένη η υφιστάμενη πολιτική των ποσοστώσεων στην παραγωγή, παρά τις πιέσεις των Αμερικανών για αύξηση της παραγωγής.
«Ο ΟΠΕΚ αντιλαμβάνεται ότι αν πετύχει αυτός ο μηχανισμός (κυρώσεων και πλαφόν) μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις και οι ίδιες οι χώρες του ΟΠΕΚ να γίνουν οι επόμενοι στόχοι. Δεν είναι χαρούμενες με αυτόν τον μηχανισμό. Θέλουν να αποτύχει», σημειώνει η Τατιάνα Μίτροβα.
Γιατί φοβίζει περισσότερο το επόμενο πακέτο κυρώσεων
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Politico, ακόμη κι αν η παγκόσμια αγορά παρουσιάσει μια σχετική σταθερότητα τις επόμενες εβδομάδες, το επόμενο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ μπορεί να προκαλέσει σημαντικό σοκ -τόσο για τις ενεργειακές προμήθειες της Ευρώπης, όσο και για τις τιμές στην παγκόσμια αγορά.
Η ευρωπαϊκή απαγόρευση «σε προϊόντα διύλισης πετρελαίου» από την Ρωσία, που θα ισχύσει από τις 5 Φεβρουαρίου 2023 είναι «πολύ σημαντικό» μέτρο, όπως εκτιμά ο Γκαλιμπέρτι, πολύ περισσότερο όταν αφορά ένα συγκεκριμένο προϊόν: το πετρέλαιο κίνησης.
«Η Ευρώπη εξαρτάται από την Ρωσία για τις εισαγωγές πετρελαίου κίνησης: το 60% προέρχεται από την Ρωσία. Δεν υπάρχουν εύκολες εναλλακτικές», δηλώνει και συνεχίζει: «Πολύ πιθανό να έχουμε ελλείψεις πετρελαίου στην Ευρώπη στα μέσα στου χειμώνα. Το πετρέλαιο χρησιμοποιείται παντού στην Ευρώπη- από τα αυτοκίνητα μέχρι τη βιομηχανία και τη θέρμανση».
Η Ρωσία θα μπορέσει να πουλήσει κάποιες ποσότητες πετρελαίου που πήγαιναν στην Ευρώπη σε άλλους πελάτες, από τη βόρεια Αφρική και την Τουρκία.
«Αυτό σημαίνει ότι θα μειώσουν την παραγωγή αργού», αφού η Ρωσία είτε πρέπει να βρει πελάτες για να διοχετεύσει όλο το πετρέλαιο κίνησης που προοριζόταν για την Ευρώπη και αν δεν μειώσει την παραγωγή αργού δεν θα έχει επαρκείς χώρους αποθήκευσης.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας στην μηνιαία έκθεσή της, το Νοέμβριο, εκτίμησε ότι η ρωσική παραγωγή θα μειωθεί κατά 1,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2023 -κάτι που μπορεί να προκαλέσει αύξηση της τιμής στις διεθνείς αγορές.
«Τα επίπεδα της αβεβαιότητας ουδέποτε ήταν τόσο υψηλά», ανέφερε στην έκθεσή της η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >