Τα τελευταία χρόνια, έπειτα από μια σειρά εξελίξεων, είναι αδιαμφισβήτητο πως ήταν «ταραγμένα» οικονομικά.

Ads

Με τον πληθωρισμό να εκτοξεύεται στα ύψη, τις γεωπολιτικές εντάσεις, τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και την αύξηση των επιτοκίων, η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει τώρα να βυθιστεί σε παγκόσμια ύφεση.

Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Mohammed A. El-Erian σε άρθρο του στο Foreign Affairs, οι οικονομολόγοι αντιμετώπισαν ως επί το πλείστον αυτές τις εξελίξεις «ως απότοκα του φυσιολογικού επιχειρηματικού κύκλου», θεωρώντας πως ο πληθωρισμός θα είναι για παράδειγμα παροδικός.

Σύμφωνα με τον ίδιο ωστόσο, ο κόσμος μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με αλλαγές που θα διαρκέσουν για καιρό. «Τρεις νέες τάσεις ειδικότερα υποδηλώνουν μια τέτοια μεταμόρφωση και είναι πιθανό να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων τα επόμενα χρόνια: η μετατόπιση από την ανεπαρκή ζήτηση στην ανεπαρκή προσφορά ως σημαντική πολυετή τροχοπέδη στην ανάπτυξη, το τέλος της απεριόριστης ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, και η αυξανόμενη αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών», τονίζει.

Ads

Αυτές οι αλλαγές μπορούν και να εξηγήσουν πολλές από τις ασυνήθιστες εξελίξεις των τελευταίων ετών, ενώ είναι πιθανό να προκαλέσουν και μεγαλύτερη αβεβαιότητα στο μέλλον, επηρεάζοντας τόσο τα άτομα, όσο και τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις.

Όλα αυτά, σύμφωνα με τον οικονομολόγο, τροφοδοτούνται μέσω μιας σειράς απίθανων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξελίξεων: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάποτε υπέρμαχες του ελεύθερου εμπορίου, έγιναν η πιο προστατευτική προηγμένη οικονομία, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο μετατράπηκε σε κάτι που μοιάζει με «αγωνιζόμενη αναπτυσσόμενη χώρα», ενώ ένας μίνι προϋπολογισμός οδήγησε στην παραίτηση της Λιζ Τρας.

Επιπλέον, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία «παρέλυσε» το G20, την ώρα που ορισμένα Δυτικά έθνη έχουν «οπλοποιήσει» το διεθνές σύστημα πληρωμών, σε μια προσπάθεια να τιμωρήσουν τη Μόσχα.

Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο, περιπλέκεται και από κάποιους ακόμη παράγοντες: ενίσχυση των απολυταρχιών παγκοσμίως, κλιματική αλλαγή, πόλωση, δημογραφικές αλλαγές.

Ενώ πολλοί μπορεί να ψάχνουν εξατομικευμένες λύσεις, υπάρχουν ορισμένες κοινές συνισταμένες, όπως τονίζει ο El – Arian: η αποτυχία να δημιουργηθεί ταχεία, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάπτυξη και η απουσία κοινής δράσης για την αντιμετώπιση κοινών παγκόσμιων προβλημάτων.

Ο ίδιος υπενθυμίζει πως βγαίνοντας από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, οι περισσότεροι οικονομολόγοι απέδωσαν την ευθύνη για την υποτονική οικονομική ανάπτυξη στην έλλειψη ζήτησης, με την αμερικανική κυβέρνηση να προσπαθεί να διορθώσει το πρόβλημα μέσω δαπανών τόνωσης της οικονομίας.

Σήμερα όμως, ο οικονομολόγος αναφέρει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η προσφορά και όχι η ζήτηση. Εξαιτίας κατά βάση των επιπτώσεων που έφερε η πανδημία, δεν είναι εύκολο να δοθεί νέα ώθηση σε μια οικονομία που αναγκάστηκε να σταματήσει ξαφνικά, ούτε μπορεί να επανέλθει όλη η παραγωγή με συντονισμένο τρόπο. «Και χάρη στις τεράστιες χρηματικές ενισχύσεις από τις κυβερνήσεις και την άφθονη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών, η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά», προσθέτει.

Βέβαια, οι περιορισμοί στον εφοδιασμό δεν οφείλονταν μόνο στην πανδημία. Ορισμένα τμήματα του πληθυσμού αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό με τρόπο ασυνήθιστο, ενώ το πρόβλημα επιδεινώθηκε καθώς λιγότεροι ξένοι λάμβαναν βίζα ή ήταν πρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Επομένως, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονταν να βρουν εργαζόμενους. Την ίδια ώρα, η κλιματική αλλαγή απαιτεί αλλαγή παραδείγματος, αφού η μη βιωσιμότητα της σημερινής πορείας είναι σαφής.

Παράλληλα, το θέμα είναι και η συμπεριφορά των τραπεζών των μεγάλων οικονομιών. Για χρόνια, οι ίδιες αντιμετώπιζαν σχεδόν κάθε πρόβλημα, ρίχνοντας περισσότερα χρήματα στο πρόβλημα. «Όσο περισσότερο όμως οι κεντρικές τράπεζες παρέτειναν αυτό που προοριζόταν να είναι μια χρονικά περιορισμένη παρέμβαση -αγορά ομολόγων έναντι μετρητών και διατήρηση των επιτοκίων σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα- τόσο μεγαλύτερη παράπλευρη ζημιά προκαλούσαν», τονίζει ο ίδιος, για να προσθέσει:

«Τελικά, οι αγορές άρχισαν να αντιδρούν αρνητικά ακόμη και σε νύξεις για μείωση της στήριξης των κεντρικών τραπεζών, κρατώντας ουσιαστικά τις κεντρικές τράπεζες σε ομηρία και εμποδίζοντάς τες να διασφαλίσουν την υγεία της οικονομίας στο σύνολό της».

Ο αρθρογράφος εντοπίζει κι ένα ακόμη πρόβλημα: το να συνηθίσουν οι αγορές να περιμένουν πάντα εύκολο χρήμα οδηγεί στο να ενθαρρυνθεί ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας να μεταναστεύσει από τις αυστηρά ρυθμιζόμενες τράπεζες σε λιγότερο καλά κατανοητές και ρυθμιζόμενες οντότητες, όπως οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, και τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου. Αυτές οι οντότητες έκαναν εκείνο για το οποίο πληρώνονται: εκμεταλλεύτηκαν τις επικρατούσες χρηματοπιστωτικές συνθήκες για να αποκομίσουν κέρδη.

Ποια είναι η λύση; Σύμφωνα με τον οικονομολόγο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι αναγκασμένοι πλέον να σχεδιάζουν, έχοντας στο μυαλό τους πολλά πιθανά αποτελέσματα. Χρειάζεται ανθεκτικότητα, ύπαρξη επιλογών και ευελιξία. Ο κόσμος βρίσκεται εν μέσω βαθιών αλλαγών. Η αναγνώρισή τους θα βοηθήσει και στην αντιμετώπισή τους…