Η διάσπαση ετελέσθη. Πολλοί την ήλπιζαν από καιρό, κάποιοι ακόμα την προέβλεπαν. Ανεξαρτήτως τού πώς βλέπει ο καθένας το φαινόμενο, μπορεί, νομίζω, να αναγνωρίσει, κατά το μάλλον ή ήττον, ότι προέκυψε από αδιέξοδα στα οποία έχει φθάσει το κόμμα και τα οποία δεν μπορεί ακόμα να υπερβεί. Με κάποιον τρόπο η διάσπαση, η αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας, απαντάει σε ένα έλλειμμα, που εν αρχή και πολύ σχηματικά θα το ονομάζαμε έλλειμμα πειστικότητας.

Ads

Του Νίκου Τζανάκη-Παπαδάκη από την εφημερίδα Αυγή 31/07/2010

Η φιλολογία γύρω από το έλλειμμα πειστικότητας δεν είναι καινούργια: εδώ και δεκαετίες, για την ακρίβεια λίγο πριν την άνοδο του φασισμού και κυρίως μετά την πτώση των ανατολικών καθεστώτων, κάτω από διάφορες μορφές το πρόβλημα τίθεται ξανά και ξανά: τι καθιστά την αριστερά ανίκανη στο να πείσει, στο να πλησιάσει τις πλατιές μάζες, γιατί αυτές δεν την εμπιστεύονται, γιατί επιλέγουν άλλους πολιτικούς δρόμους;

Οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν και που έχουν δοθεί είναι πραγματικά άπειρες. Εγώ δεν θέλω εδώ να εισέλθω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας και πιστεύω ότι μεγάλα ερωτήματα όπως αυτά δεν επιδέχονται βιαστικές απαντήσεις, ιδίως στον ορίζοντα ενός τόσο μικρού άρθρου. Αυτό στο οποίο θα αναφερθώ είναι το γιατί η δική μας αριστερά, η ριζοσπαστική-ανανεωτική, ήτοι ο Συνασπισμός, δεν μπορεί να πείσει στην Ελλάδα του 2010, γιατί γνωρίζει από καιρού εις καιρόν διασπάσεις, αποχωρίσεις, τριγμούς συνοχής; Κάποιοι θα έλεγαν ότι το πρόβλημα είναι η δημοκρατικότητα που τον διακρίνει: πολλές φωνές, τάσεις που εκφράζονται φυγόκεντρα χωρίς να μπορούν να συνενωθούν σε μία ενιαία φωνή και πράξη. Οι ίδιοι θα έλεγαν πως αφήσαμε πολύ γρήγορα και εύκολα το πρότυπο του κόμματος νέου τύπου. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι ευθύνεται η έλλειψη συγκεντρωτισμού και η παρουσία της δημοκρατίας. Αντίθετα, ο Συνασπισμός, κατά την οπτική μου, δεν χαρακτηρίζεται ούτε από δημοκρατικό συγκεντρωτισμό ούτε από δημοκρατία και ακριβώς αυτή η διπλή απουσία ευθύνεται και για την μη πειστικότητα.

Ads

Η πειθώ στο επίπεδο του πολιτικού είναι μεγάλο θέμα και έχει πολλές προϋποθέσεις, τις οποίες δεν είμαι σε θέση να ερευνήσω ούτε κατ’ όνομα να τις αναφέρω, αλλά σίγουρα μέσα σ’ αυτές ανήκει η δυνατότητα λήψης πολιτικής απόφασης. Στο πεδίο του πολιτικού πρέπει κανείς να πράττει για να μπορεί να πείσει, να κάνει βήματα, να παίρνει μέρος σε κοινωνικούς αγώνες, είτε υποστηρίζοντάς τους είτε καταστέλλοντάς τους, να παίρνει σαφή θέση σε επίδικα, όποια και αν είναι αυτά. Δεν μιλάω για απόφαση χάριν της απόφασης, απλώς λέω ότι η λήψη απόφασης είναι όρος ύπαρξης ενός πολιτικού υποκειμένου και το περιεχόμενό της ορίζει τον τρόπο ύπαρξης αυτού του πολιτικού υποκειμένου, την πολιτική του υφή.

Το αιώνιο πρόβλημα του Συνασπισμού, που εμφανιζόταν κατά καιρούς στις συζητήσεις ως πρόβλημα ταυτότητας, ήταν εκδήλωση ακριβώς αυτής της αδυναμίας λήψεως απόφασης εντός της εκάστοτε συγκυρίας. Ένα παράδειγμα θα φώτιζε τη θέση μου: ο Δεκέμβρης του 2008. Στο πεδίο της συγκυρίας υπήρχαν μόνο δύο δυνατές πολιτικές θέσεις (όταν λέω «δυνατές πολιτικές θέσεις», εννοώ θέσεις που θα μπορούσαν να έχουν ευρεία απήχηση): ή να είσαι υπέρ της εξέγερσης ή κατά. Και το δίλημμα τέθηκε έτσι. Κάθε άλλη θέση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο Συνασπισμός ετάχθη ναι μεν υπέρ της εξέγερσης, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει εντός εξέγερσης την πολιτική απόφαση, να την στρέψει κάπου. Ενώ συμμετείχε στις τεράστιες πορείες, ενώ καλούσε σ’ αυτές, ενώ οι εκπρόσωποί του ξημεροβραδιάζονταν σε ατελείωτες διαμάχες με συντηρητικούς δημοσιογράφους κ.τ.λ., δεν συμμετείχε στην εξέγερση ως διακριτό υποκείμενο, ήτοι δεν συμμετείχε στις καταλήψεις ιδιαίτερα, δεν διοργάνωσε άλλες. Γιατί το ζήτημα γι’ αυτόν ήταν ότι υπήρχε εξέγερση και ότι πρέπει να την υποστηρίξουμε. Συμπαθής θέση, αλλά προϋποθέτει ότι είσαι εξωτερικός ως προς αυτό που συμβαίνει. Δεν προσπαθείς να την διαμορφώσεις, απλώς την ακολουθείς. Για τούτο οι δύο πολιτικοί χώροι που επωφελήθηκαν ήταν όσοι με πιο μαχητικό τρόπο κατακεραύνωσαν τους εξεγερμένους ως αλήτες, κωλόπαιδα, ξένες δυνάμεις, κουκουλοφόρους κ.ο.κ. ή όσοι συμμετείχαν και διαμόρφωσαν την εξέγερση, ήτοι ο χώρος των αναρχικών. Άλλο παράδειγμα θα ήταν η συμπεριφορά του κόμματος εν μέσω κρίσης. Εκπρόσωποί του βγαίνουν στα ΜΜΕ και απλώς αναλύουν σαν (κακοί τις περισσότερες φορές) οικονομολόγοι το φαινόμενο της κρίσης, χωρίς να προτείνουν κάτι. Αυτό φάνηκε και στο συνέδριο της Νεολαίας του κόμματος, όπου το 1/3 των τοποθετήσεων αναλώθηκε στην περιγραφή της κρίσης ως «δομικού στοιχείου του καπιταλισμού». Δηλαδή πράγματα εντελώς στοιχειώδη, που θα άρμοζαν σε μια θεωρητική διαδικασία και όχι σε διαδικασία λήψεως πολιτικής απόφασης, όπως οφείλει να είναι ένα συνέδριο. Όταν, ακόμα, αποχώρησαν οι ανανεωτικοί, οι εκπρόσωποι του κόμματος δεν μπορούσαν να πουν τι έπρεπε να γίνει στο θέμα της επιστροφής των εδρών. Η αμηχανία ήταν έκδηλη, οι περισσότεροι κατέφυγαν σε μια επιχειρηματολογία του τύπου «δεν ξέρω, αλλά αν ήμουν στην θέση τους θα…».

Από πού προκύπτει λοιπόν αυτή η αδυναμία λήψης πολιτικής απόφασης; Μα ακριβώς από την απουσία δημοκρατίας και την ταύτιση της έννοιας αυτής με τον πλουραλισμό. Αν δει κανείς κείμενα του Συνασπισμού, ιδίως παλιότερα, θα προσέξει αυτήν την τόσο αυθόρμητα και αλόγιστα εκφερόμενη ταύτιση πλουραλισμού και δημοκρατίας. Στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας, ο πλουραλισμός προέκυψε ως μία από τις μεταλλάξεις της θεωρίας του ελιτισμού, με μόνη διαφορά πως δεν υπάρχει μία ελίτ και μία μάζα, αλλά πολλές ελίτ που διεκδικούν μερίδιο εξουσίας και ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων δεν μπορεί να αποφασισθεί ποια ελίτ οφείλει να κυριαρχεί και ως εκ τούτου παράγεται ένα αίτημα ύπαρξης πλαισίου που να μπορεί να κρατά τις ισορροπίες διασφαλίζοντας παράλληλα τα βασικά δικαιώματα των επιμέρους μικροελίτ.

Αυτό σημαίνει πως ο πλουραλισμός ουδεμία σχέση έχει με την δημοκρατία. Ίσα -ίσα προϋποθέτει την άρνησή της. Προϋποθέτει ότι τα επιμέρους αντιτιθέμενα συμφέροντα δεν μπορούν να μπουν σε διαδικασία διαλόγου, δεν μπορούν εκ προοιμίου να αναδιαμορφώσουν. Αυτό είναι ακριβώς, με την αναγκαία εξειδίκευση, το σκηνικό του Συνασπισμού: τάσεις που μάχονται ή μια την άλλη όχι σε πεδίο διαλόγου, αλλά συγκροτώντας μηχανισμούς περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, δικαιώματα πλειοψηφίας, δικαιώματα μειοψηφίας κ.τ.λ. (χαρακτηριστικό είναι ότι οι αποχωρήσαντες κατηγορούν την ηγεσία για έλλειψη δημοκρατίας, ενώ οι ίδιοι από παλιά έχουν τον πιο συνεκτικό μηχανισμό έσωθεν του κόμματος). Και μια ηγεσία που καλείται να εκφράσει όχι εν τέλει τη γενική απόφαση του κόμματος, αλλά τον συγκερασμό των επιμέρους τάσεων ή κινήσεων. Αυτό συνεπάγεται και μια στάση ως προς τα εξωκομματικά πολιτικά προβλήματα: αν δεν υπάρχει διγλωσσία σε επίπεδο διαφορετικών στελεχών, υπάρχει αντιφατικότητα στους λόγους της ηγεσίας ή θολούρα, που προσπαθεί να κρύψει ακριβώς αυτήν την αντίθεση, την οποία κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να λύσει ή έστω να συζητήσει.

Η ίδια στάση υπάρχει και απέναντι στα κινήματα: δεν επιτρέπεται να παρέμβουμε σ’ αυτά, γιατί θα τα χαλάσουμε, θα σπάσουμε τον αυθορμητισμό τους. Αυτό ήδη προϋποθέτει ότι έχεις παραιτηθεί από την κριτική και πρακτική σου ιδιότητα ως πολιτικού υποκειμένου.

Εν κατακλείδι το πρόβλημα του Συνασπισμού είναι ότι είναι όντως βαθιά πλουραλιστικός και ως εκ τούτου ελάχιστα δημοκρατικός. Γιατί η δημοκρατία ζητάει εκ της εννοίας της να είναι και αποτελεσματική, να καταλήγει σε απόφαση, και όταν αυτό δεν γίνεται κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Το μόρφωμα που προέκυψε από τη διάσπαση κουβαλάει ακριβώς όλη αυτήν την ιστορία αμαρτωλής πολιτικής ανικανότητας. Δεν χρειαζόμαστε άλλον έναν Συνασπισμό, χρειαζόμαστε έναν άλλον Συνασπισμό