Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Φωτογραφία της χρονιάς αναδείχθηκε λοιπόν μια φωτογραφία από την καιόμενη Μόρια. Πράξη που επικρίθηκε ως ένδειξη αχαριστίας των φιλοξενούμενων «λαθρομεταναστών», η οποία είναι τόσο ασύμβατη με την πατροπαράδοτη ελληνική φιλοτιμία, που δεν θα σκεφτόταν να κάνει κάτι τέτοιο ποτέ.
Κι όμως! Ποια μπορεί να είναι τα αίτια που κρύβονται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά; Αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία των ελλήνων προσφύγων κυρίως του Καρς ως χρέος στους τότε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς (από 20.000 ως 50.000 κάνουν λόγο οι αναφορές) κι ως ανάχωμα στην προσφυγοφοβία που αντιμετωπίζουν οι ζωντανοί σήμερα.
Τα λοιμοκαθαρτήρια
Ελλάδα, 1918-1920. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες ξεφορτώνονται κατά ομάδες με πλοία από τις «αλησμόνητες πατρίδες», τον Πόντο, τον Καύκασο, την Μικρά Ασία, στην περιοχή των «Απολυμαντηρίων» ή «Λοιμοκαθαρτηρίων» της Καλαμαριάς, του Ελευθερίου Κορδελιού, της Μακρονήσου, ενώ η παγκόσμια πανδημία της ισπανικής γρίπης και της ελονοσίας θερίζει. Η μέριμνα για την υγιεινή τους ήταν ανύπαρκτη. Τροφή δεν υπήρχε. Μόνο δυο γιατροί για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, κι αυτοί το μόνο που προλάβαιναν ήταν να πιστοποιούν θανάτους.
«Παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις ότι δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην», «οι Καυκάσιοι πρόσφυγες πεινώσι και λιμοκτονούν. Χθες πολλαί γυναίκες προσφύγων εθεάθησαν κλαίουσαι εις τας συνοικίας ζητούσαι άρτον…» έγραφαν οι εφημερίδες. Ο χειμώνας του 1919-20 ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας. Άνθρωποι αποδεκατίζονταν καθημερινά από την πείνα, το κρύο και τις αρρώστιες. 4 μήνες θεόγυμνοι αφού είχαν κάψει τα ρούχα τους στον κλίβανο σκεπάζονταν μονάχα με βρώμικα σεντόνια. Τα Χριστούγεννα του 1920, η τοπική «Επιτροπή Επικουρίας Καυκασίων» ζητούσε για μας εσώρουχα, έστω και φορεμένα….
«Αν τους παραδίδωμεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλλίτερον» έγραφαν εφημερίδες και μπροσούρες που κυκλοφορούσανοι λίγοι θαρραλέοι κι οι λίγες θαρραλέες που τους στέκονταν όπως μπορούσαν. Άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Καραντίνα σε μια πανδημία όπου η χειρότερη αρρώστια ήταν η αδιαφορία. Η απανθρωπιά. Μια από τις γενναίες νοσηλεύτριες έγραψε γράμματα που απηύθυνε στην ελληνική κυβέρνηση της εποχής.
Από τα «Απολυμαντήρια» είχαν περάσει 260.000 ψυχές από τον Πόντο, 50.000 από την Ανατολική Τουρκία και 25.000 από τα παράλια, δηλαδή σύνολο 335.000 άνθρωποι! Ο καθένας κι έναν σταυρό, η καθεμιά και τον Γολγοθά της. Ένα λεφούσι απελπισμένων απόκληρων που κρύβει πάντα η λέξη προσφυγιά. «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών», σημείωνε στο τηλεγράφημά του ο καπετάνιος του «Ιωνία».
Κάποιοι πρόσφυγες «σχεδόν είχαν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια τους να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι…». Το «ψύχον», η ελονοσία, θέριζε. Στην αρχή έτρεμες δυνατά, λες και δεν είχες ποτέ φύγει από τη εκείνη τη στιγμή που σου βαλαν οι τσέτες το μαχαίρι στον λαιμό κι άρχισες να τρέχεις. Κρύωνες σαν να έμπαινε ο χάρος να σου πάρει την ψυχή πριν πεθάνεις. Μετά ερχόταν ο πυρετός, ένας πυρετός σα να σε βάζαν σε ζεματιστό νερό. Οι άνθρωποι παραμιλούσαν και πέθαιναν αβοήθητοι. Ολόκληρες οικογένειες είχαν ξεκληριστεί. Λένε για 20 με 50 χιλιάδες πτώματα. Ποιος να μετρήσει; Οι νεκροί, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, μεταφέρονταν από τους συγγενείς ή από τους «συγκατοίκους» στο «νεκροδωμάτιο», που ήταν στην άκρη του στρατοπέδου. Κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι, ερχόταν ένα κάρο της Δημαρχίας και φόρτωνε τις σορούς για άγνωστο προορισμό. Τριγύρω τους στηνόταν αλισβερίσι. Τι είν’ ο άνθρωπος αν δεν πλουτίζει από την δυστυχία του συνανθρώπου του; Οι εργολάβοι που τους τροφοδοτούσαν τους έφερναν χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Άδειαζαν το έντερο τους στο χώμα. Που αλλού; Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. Οι φύλακες παίρναν το μπαξίσι τους. Κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι και πουλούσαν λαθραία ψωμί. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι!
Στην Μακρόνησο «οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι» κατά την Αμερικανίδα Σαμαρίτισσα η E.P. Lovejoy.
Ενώ στο Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς αποβιβάζονταν άνθρωποι μετά από πολύμηνη, ακόμη και πολύχρονη, περιήγηση σε πορείες θανάτου στα βάθη της Ανατολίας, σε λοιμοκαθαρτήρια της Τουρκίας όπως το περίφημο Σελιμιέ, τόποι στρατοπεδευμένου θανάτου, και στα ελληνικά λιμάνια όπου αρχές και κάτοικοι ξεσηκώνονταν για να μην τους δεχθούν. «Υπερκορεσμένοι» λέγαν. Όταν τους δέχθηκε η προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη οι συνθήκες διαμονής χλεύαζαν την ζωή και τις ανάγκες της. Άνθρωποι φοβισμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, μουσκεμένοι από τη βροχή και τα κύματα. Το τοπίο ήταν αποκρουστικό. Ερημιά και ξεραΐλα, ένας λασπότοπος γεμάτος από αγκαθωτούς θάμνους. Κανένα δέντρο, παρά μόνο στρατιωτικά παραπήγματα, άλογα από μια ίλη ιππικού των συμμάχων επί Αντάντ ψόφια και τουμπανισμένα σκόρπιζαν γύρω μία απαίσια μυρουδιά. Τα κοράκια και τα όρνια ήταν οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής. Λεφούσια οι μύγες τρέφονται και αυτές από τα σάπια αίματα. Παντού μαύρη λάσπη. Το νερό λίγο και αυτό από μία βρύση για όλους. Καβγάδες, φασαρίες και φωνές. Τσολιάδες έρχονταν συνεχώς για να επιβάλλουν την τάξη. Πώς να καταλάβει πόσο μπορεί ν’ αποκτηνωθεί ο νηστικός ο χορτασμένος; Οι διαμαρτυρίες και οι ξεσηκωμοί ακολουθούσαν το ένα το άλλο.
Στη Μακρόνησο και πάλι. «Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα/…./ Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα…» καταθέτει το 1962 ο Ιγνάτιος Ορφανίδης στον ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
«Επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνη περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών», γράφει η εφημερίδα Έθνος στις 21 Ιουλίου 1922. «Από τους οκτώ χιλιάδες που έφερε το “Κίος” μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε», τονίζει ο Ιγν. Ορφανίδης.
Σε κείνες τις συνθήκες λοιπόν η απόγνωση γινόταν οργή. Μια ομάδα νέων, μαζί και γω, διηγείται ο Ιγνατιάδης, δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος ήταν όποιος έβγαινε απ’ το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δε θα είχε καμιά υποχρέωση απέναντί του. Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί, για να σωθούν, ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι, αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Αλλά εμείς, η νεολαία του Πόντου και του Καυκάσου, πήραμε πέτρες και ξύλα και φοβερίσαμε ότι θα κάψουμε το λοιμοκαθαρτήριο.
Γράφει ο Κωστόπουλος: «Η παραμονή της Λαβτζόυ στη Μακρόνησο ήταν σύντομη (προσέφερε τις υπηρεσίες της στην Κρήτη, κυρίως στο Ρέθυμνο), αρκετή όμως για να την στοιχειώσει. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστηρίου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά […] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία [του πολυτελούς ξενοδοχείου “Μεγάλη Βρετανία” στην Αθήνα] θα μπορούσαν να ταΐσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα», (Certain Samaritans, Ν. Υόρκη 1927, εκδ. The Macmillan Company).
Επιλογικά
Η ελληνική κοινωνία δεν ήθελε να θυμάται καθώς την σάρωνε η πρόοδος. Οι εγκαταστάσεις στο Καράμπουρνο γκρεμίστηκαν στα μέσα του 60, έπειτα από πιέσεις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που ανέλαβε τη δημιουργία λαϊκής πλαζ στην παραλία της Αρετσούς. Άνθρωποι έπιναν το ουζάκι τους, κρατιόνταν από τα χέρια, ερωτεύονταν, έκαναν βόλτα με τα παιδιά τους. Από κάτω υπήρχαν οι τάφοι των παιδιών και των γονιών των προσφύγων. Μονάχα ένα όνομα, σε μια στάση, έκρυβε και δε φώτιζε την ιστορία: «Απολυμαντήριο».
Ενώ η Μακρόνησος δίνεται μάχη να μην παραδοθεί σε τουριστικά συμφέροντα, θυμίζοντας το συγκλονιστικό Σκοπευτήριο του Μάριου Χάκα, όπου στο όνομα της Προόδου αποφασίζεται κάποτε να δοθεί για οικοπεδοποίηση ο τόπος μαρτυρίου συγκλονιστικών ηρώων και ηρωίδων, ώστε να πάρουν «από ένα διαμερισματάκι και δεξιοί και αριστεροί και κεντρώοι».
Μα εκείνο το ξεχασμένο προσφυγικό τραγούδι μιλά ακόμη για την σιωπηλή ιστορία, την ιστορία των δίχως φωνή: Ακατοίκητο κι έρημο Καραμπουρνάκι, γύρω – γύρω μνήματα/ανοίξτε και κοιτάξτε τα, όλα εκεί παιδιά του Κάρς “Τσόλ κ’ έρημον Καράπουρουν, τριγύλ’ – τριγύλ’ ταφία Ανοίξτε και τερέστε τα, ούλε Καρσί παιδία”.
Σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται παρόλη την μεγαλύτερη, εν συγκρίση, ευμάρεια των κοινωνιών. Κι είναι γι’ αυτό που η ρήση της Joan Nestle αποκτά μεγαλύτερη σημασία από ποτέ: «Η θέληση μας να θυμόμαστε είναι η θέληση μας να μην παραδοθούμε σε έναν βάρβαρο κόσμο».
Πηγές:
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >