Ένα νομοσχέδιο που στοχεύει στη λογοκρισία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στη φυλάκιση των αντιπολιτευόμενων χρηστών του διαδικτύου κατατέθηκε στο τουρκικό κοινοβούλιο πριν από περίπου ένα μήνα.

Ads

Το κείμενο συζητήθηκε στη Νομική Επιτροπή και εγκρίθηκε με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οι 333 βουλευτές του Ερντογάν και του ακροδεξιού συμμάχου του επί συνόλου 581 μελών μπορούν ακόμη να μπλοκάρουν τις πρωτοβουλίες της αντιπολίτευσης και να εγκρίνουν τους νόμους που υπηρετούν την εξουσία.

Το κείμενο αυτού του νομοσχεδίου, που συντάχθηκε με πολύ ασαφή τρόπο και ανοιχτό σε κάθε σχόλιο, πρότεινε, πχ., ποινές φυλάκισης στους χρήστες του διαδικτύου «που σκοπεύουν να βλάψουν την εδαφική ακεραιότητα, την ενότητα του έθνους και του Κράτους». Επομένως, πρόκειται για αξιολόγηση της «πρόθεσης» των πολιτών που επιθυμούν να εκφραστούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πώς; Και ποιος θα κάνει αυτήν την αξιολόγηση; Το κείμενο παραμένει βουβό ως προς αυτά τα δύο ερωτήματα.

Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση χαρακτήρισε αυτό το νέο νομοσχέδιο ως «νόμο λογοκρισίας» λίγο πριν από τη συζήτηση ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, η οποία τελικά θα πρέπει να το επικυρώσει.

Ads

Το νομοσχέδιο προέβλεπε ριζική αλλαγή στο επαγγελματικό καθεστώς των δημοσιογράφων. Οι τελευταίοι θα εξαρτώνται εφεξής από την  Γραμματεία Επικοινωνίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας. «Ο στόχος του καθεστώτος είναι να μετατρέψει τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους σε κυβερνητικούς αξιωματούχους», διευκρινίζει ένας σοσιαλδημοκράτης βουλευτής. Ο εκπρόσωπος Τύπου του κουρδικού και αριστερού κόμματος των 56 εδρών στη βουλή «HDP» δήλωσε ότι με αυτόν τον νέο νόμο «επινοήθηκε και καθιερώθηκε μία νέα σειρά εγκλημάτων».

Όλοι οι νομικοί έχουν δημοσιεύσει άρθρα που καταδεικνύουν τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις αυτού του νομοσχεδίου του Ερντογάν. Το νομοσχέδιο αυτό αντιτίθεται στο ισχύον Σύνταγμα, στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διότι απλά είναι αντίθετο με το νόμο, σύμφωνα με αυτούς τους ειδικούς.

Το νέο είναι ότι ακόμη και ορισμένοι βουλευτές του Ερντογάν και αρκετοί προσκείμενοι στην κυβέρνηση αρθρογράφοι έχουν, επίσης, εκφράσει δημοσίως τις επιφυλάξεις τους κατά ορισμένων άρθρων αυτού του νόμου.

Έτσι, ο αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος βρήκε έναν τρόπο να αποτρέψει τα χειρότερα. Απλώς ανακοίνωσε «ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά και επείγοντα προς ψήφιση νομοσχέδια αυτήν τη στιγμή. Αυτό που αφορά τον Τύπο θα συζητηθεί αργότερα».

Όλες οι οργανώσεις του Τύπου και διάφορα ιδρύματα, που ειδικεύονται στην ελευθερία του Τύπου, είχαν διαμαρτυρηθεί ενάντια σε αυτό το νομοσχέδιο. Είχαν τονίσει ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν ενδιαφέρει μόνο τα ΜΜΕ, αλλά και όλους τους πολίτες. Οι τελευταίοι δεν διαμαρτυρήθηκαν δημόσια.

Δύο γεγονότα έχουν γίνει καλύτερα κατανοητά χάρη σε αυτό το οπισθοδρομικό βήμα του Ερντογάν:

  • Ο Πρόεδρος ετοιμάζεται για πρόωρες εκλογές. Τουλάχιστον το 95% των παραδοσιακών ΜΜΕ βρίσκονται ήδη υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του. Παρά την κυριαρχία αυτή, τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης έχουν όλο και λιγότερη επιρροή στους πολίτες, οι οποίοι υποφέρουν από τεράστιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Ενώ η τουρκική οικονομία, σύμφωνα με αυτά τα μέσα ενημέρωσης, είναι από τις καλύτερες στον κόσμο! Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει πρόσφατα η κύρια πλατφόρμα της αντιπολίτευσης και ο Ερντογάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Είχε ήδη δηλώσει ότι «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το κακό του αιώνα».
  • Το Παλάτι παραγγέλνει τρεις τουλάχιστον δημοσκοπήσεις καθημερινά. Ο Ερντογάν θέλει να γνωρίζει τη δημοτικότητά του, που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αλλά θέλει, επίσης, να γνωρίζει τις επιλογές του λαού. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δεν έχουν δημοσιευθεί εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο, διότι συνεχίζουν να είναι αρνητικά για τον Πρόεδρο. Η κλασική τακτική του καθεστώτος είναι να ξεκινήσει εκστρατείες ή να προτείνει νομοσχέδια και να περιμένει τις αντιδράσεις του πληθυσμού. Εάν υπάρχει επιδοκιμασία, συνεχίζει, αν όχι, τα αποσύρει. Αυτήν τη φορά -καινοτομία-, ακόμη και βουλευτές και αρθρογράφοι του καθεστώτος αντιτάχθηκαν σε αυτήν την πρωτοβουλία νομιμοποίησης της λογοκρισίας. Έτσι, ήταν μία σαφής και ξεκάθαρη ήττα!