Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο εσωτερικό της Ευρώπης αποτελούσε ανέκαθεν έναν από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την αρχή της ιδρύσεώς της. Η υλοποίησή της όμως υπήρξε χρονοβόρα και μόλις το 1985, πέντε κράτη προχώρησαν στην υπογραφή μιας συμφωνίας κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά τους σύνορα, στη μικρή πόλη του Λουξεμβούργου, Σένγκεν. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1995, τελικά η συμφωνία αυτή τέθηκε σε ισχύ, δίνοντας σάρκα και οστά στο «χώρο Σένγκεν».

Ads

«Έχοντας επίγνωση της ολοένα και στενότερης ένωσης των ανθρώπων των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να καταστεί προφανής η ελεύθερη διάσχιση των εσωτερικών συνόρων για όλους τους υπηκόους των κρατών μελών, σε συνδυασμό με την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών», ανέφερε η συμφωνία σταδιακής κατάργησης των ελέγχων στα κοινά σύνορα των συμμετεχόντων κρατών.

Η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Γαλλίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου, Γερμανίας και Ολλανδίας δεν αποτελούσε μια επίσημη πράξη της Ε.Ε., αλλά περιοριζόταν μεταξύ των 5 κρατών. Μόλις το 1997 στη σύνοδο κορυφής της Ένωσης στο Άμστερνταμ, λήφθηκε η απόφαση να τεθεί η συνθήκη Σένγκεν υπό την ομπρέλα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Εκτός από τα 5 αρχικά κράτη, η Ιταλία προσχώρησε στη συνθήκη το 1990, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1991, η Ελλάδα το Νοέμβριο του 1992, η Αυστρία τον Ιανουάριο του 1995, οι Σουηδία, Δανία και Φινλανδία το Δεκέμβριο του 1996, ενώ την ίδια ημερομηνία υπογράφηκε με τη Νορβηγία και την Ισλανδία μια Συμφωνία Συνεργασίας.

Η συνθήκη Σένγκεν τέθηκε σε ισχύ για πρώτη φορά στις 26 Μαρτίου 1995 και μόνο από τα 5 αρχικά κράτη, συν την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Ιταλία και η Αυστρία ακολούθησαν τον Οκτώβριο του 1997.

Ads

Η Ελλάδα ξεκίνησε να εφαρμόζει μερικώς τη συνθήκη το Δεκέμβριο του 1997, ενώ η πλήρης εφαρμογής της ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2000.

Με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, η κατάκτηση του Σένγκεν ενσωματώθηκε στην Ε.Ε. Ο «χώρος Σένγκεν» αποτελεί πλέον μέρος του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε.

Στόχος της Συνθήκης του Σένγκεν είναι η δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης κυκλοφορίας που επεκτείνεται σε όλα τα εδάφη των συμμετεχόντων μερών, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας για τους πολίτες τους. «Με στόχο την αποφυγή των υψηλότερων κινδύνων στην ασφάλεια των κρατών από την ελεύθερη κυκλοφορία», τα συμβαλλόμενα μέρη προχώρησαν στη θέσπιση ορισμένων αντισταθμιστικών μέτρων, όπως:

-Αυστηρότεροι έλεγχοι στα εξωτερικά τους σύνορα
– Κοινή πολιτική χορήγησης βίζας
– Κοινή πολιτική ασύλου
– Κοινή πολιτική κατά των ναρκωτικών και ψυχοτροπικών ουσιών
– Κοινή πολιτική για όπλα και πολεμοφόδια
– Δημιουργία του Συστήματος Πληροφόρησης Σένγκεν

Το Σύστημα Πληροφόρησης Σένγκεν επιτρέπει στις αρχές ελέγχου στα εθνικά σύνορα και τις δικαστικές αρχές να αποκτούν πληροφορίες σχετικά με αντικείμενα και πρόσωπα. Τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης παρέχουν πληροφορίες στο σύστημα μέσω εθνικών δικτύων, τα οποία συνδέονται με ένα κεντρικό δίκτυο.

Η περίπτωση της Βρετανίας και της Ιρλανδίας

Βάσει του πρωτοκόλλου της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η Ιρλανδία και η Βρετανία μπορούν να συμμετάσχουν σε ορισμένες πτυχές του Σένγκεν, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη και αντιπρόσωπος της κυβέρνησης ψηφίσουν ομόφωνα υπέρ της συμμετοχής εντός του Συμβουλίου.

Το Μάρτιο 1999, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να συνεργαστεί σε ορισμένες πτυχές της Συνθήκης Σένγκεν, κυρίως σε εκείνες που αφορούν αστυνομική και δικαστική συνεργασία, τη μάχη κατά των ναρκωτικών και το Σύστημα Ασφαλείας Σένγκεν. Η απόφαση αποδοχής της πρότασης της Βρετανίας από το Συμβούλιο υιοθετήθηκε στις 29 Μαΐου 2000.

Τον Ιούνιο 2000, και η Ιρλανδία με τη σειρά της ζήτησε συμμετοχή στη Συνθήκη, σε ζητήματα όμοια με εκείνα της Βρετανίας.