«ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΟ ΑΡΙΣΤΟ, ΜΠΕΣ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟ!» έγραψε στα 1968 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, την χρονιά που γεννιόταν ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης. Μάλλον δεν εννοούσε αυτόν ούτε ως άριστο ούτε ως λεβεντόπαιδο. Βέβαια, δεν θα το απέκλειε κιόλας, μιας και κάθε άνθρωπος κρατάει στα χέρια του την τύχη του και δεν την προδιαγράφει η καταγωγή του (γενετική ή κοινωνική).

Ads

Όσο κι αν στον 21ο αιώνα τα λεγόμενα περί καταγωγής ακούγονται ως κάτι αυταπόδεικτο, και κάπως τετριμμένα για να γίνουν τραγούδι, η απόρριψη του βιολογικού και κοινωνικού ντετερμινισμού δεν είναι  μια υπόθεση στα αλήθεια ξεπερασμένη. Η περίφημη «αριστεία» που στοιχειώνει την συζήτηση για την πολιτική μας ζωή κι όχι μόνον, κρατάει τον Ρουσσώ επίκαιρο.

Πολλά ψέματα, ατιμώρητα

Συνήθως, η συζήτηση περί αριστείας εστιάζεται στην ειλικρίνεια όσων την επικαλούνται. Παρά τις προσπάθειες παρασιώπησης από τα ΜΜΕ, πλήθος ύποπτων περιστατικών αποκαλύφθηκαν. Τελευταία πρωταγωνίστρια του σήριαλ υπήρξε η κα Νικολάου. Αν και ο κ Μητσοτάκης υπήρξε κέρβερος, με όποια δημόσιο υπάλληλο είχε πλαστογραφήσει το ενδεικτικό του δημοτικού για μια θέση καθαρίστριας, αυτό δεν φαίνεται να αποθάρρυνε τα προβεβλημένα στελέχη του.

Ads

Θεώρησαν ότι η σχετική φιλολογία περί αριστείας αφορούσε τις προεκλογικές ανάγκες και δεν πήραν πολύ σοβαρά κάτι που τους θύμιζε αμυδρά το σύνθημα: «πρώτοι στα μαθήματα – πρώτοι στον αγώνα». Καλώς ή κακώς, τις μισές υπουργικές θέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ  τις κατείχαν καθηγητές Πανεπιστημίου οπότε η γραμμή πως οι αριστεροί είναι αγράμματοι, δεν έπειθε.

Από την πλευρά της Αριστεράς, υπήρξαν διαμαρτυρίες που επιδείκνυαν την διαδρομή πλειάδας ανθρώπων της, αυτοδημιούργητων, οι οποίοι διακρίθηκαν παρά τις αντιξοότητες.

Αντιπαρέβαλαν δε μια παράταξη γόνων και θυγατέρων, ταυτισμένη ιστορικά με την αναξιοκρατία και το ρουσφέτι αλλά και με το θολό παρόν της, όπως το συμβολίζουν τα καμένα απουσιολόγια του Κολλεγίου και η αιδήμων σιωπή της κας Κεραμέως για αυτά.

Φοβάμαι όμως ότι πρόκειται περί μίας παρεξηγήσεως. Δεν πρόκειται περί απλών αξιολογικών κρίσεων σχετικά με την ποιότητα του στελεχιακού δυναμικού εκάστης παράταξης ούτε αναφέρεται μόνο στην πολιτική. Πρόκειται περί ιδεολογικής παρέμβασης που αποσκοπεί να νομιμοποιήσει πάγια χαρακτηριστικά της καθεστωτικής παράταξης, αντιστρέφοντας το επιχείρημα περί ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς.

Η υπουργός αριστείας

Η υπουργός Παιδείας, που απένειμε με συνοπτικές διαδικασίες την πανεπιστημιακή ισοτιμία σε κάθε λογής κολλέγιο, είναι ανάστατη από την εισαγωγή πολλών φοιτητών με επίδοση κάτω από 10. Τελικώς διευκολύνει (δια των κολλεγίων) ή εμποδίζει (δια της θέσπισης βάσης του 10) τους μη αρίστους να αποκτήσουν πανεπιστημιακό πτυχίο;

Προσπαθεί απλώς να επαναφέρει την τάξη στο τοπίο. Όποιος επιμένει να εκπορθήσει τα ΑΕΙ θα το βρει πολύ ασύμφορο οπότε, αν τυχόν δεν του αρμόζει, θα το εγκαταλείψει. Ό,τι ισχύει ήδη με την πανάκριβη προετοιμασία ή με τις προαποφασισμένες σπουδές στο εξωτερικό των ιδιωτικών λυκείων, θα επεκταθεί και στο εσωτερικό των ΑΕΙ. Σε ποιον λοιπόν ταιριάζει στα αλήθεια η εισαγωγή εκεί; Μα προφανώς αρμόζει στους «αρίστους», όχι όμως με την έννοια των επιδόσεων αλλά με την έννοια της αριστοκρατίας.

Αν ο καθένας παραμείνει στα δεδομένα της κοινωνικής τάξης του, τότε το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί εύκολα να γίνει πολύ παραγωγικότερο και οικονομικότερο. Άλλοι βλέπετε καταναλώνουν τους διαθέσιμους πόρους για να δημιουργήσουν περιβάλλον ίσων ευκαιριών, για όσα παιδιά δεν το διαθέτουν για ποικίλους λόγους μειονεξίας, κι άλλοι παραχωρούν το προβάδισμα στους αρίστους και εκεί κατευθύνουν τους πόρους. Η ταξική αυτή πολιτική «νομιμοποιείται» στο όνομα της αριστείας ενώ η κοινωνική δικαιοσύνη διασύρεται ως οιωνεί μετριοκρατία. Στις τόσες ανισότητες που είναι αποδεκτές, φαντάζει σχεδόν παράλογη η προσπάθεια εξάλειψης της αδικίας των φυσικών ανισοτήτων στην κατανομή ταλέντων και χαρισμάτων

Ο εκλεκτικισμός των τριών παραδόσεων

Η επικέντρωση στην ανάδειξη των δεξιοτήτων των φύσει «προικισμένων», οι οποίοι πρέπει να εντοπισθούν και να τύχουν ειδικής φροντίδας, βρίσκεται στον πυρήνα της αριστοκρατικής αντίληψης. Την απασχολεί η φύση, το «έμφυτο» κι όχι τόσο η τυχόν αλλαγή της μοίρας κανενός δια της εκπαίδευσης. Προεξάρχει η πραγμάτωση του εαυτού κι όχι η υπέρβαση του. Κανείς δεν καλείται «να σπάσει τα όρια του» ή αλλιώς να ανοίξει νέες άγνωστες ατραπούς στην ιστορία δια της σκληρής εργασίας.  Για το αριστοκρατικό ιδεώδες ο εργασιακός μόχθος αποτελεί εξάλλου μια μορφή δουλείας οπότε για το «φυσικό» ταλέντο είναι προτιμότερο πλαίσιο η άσκηση ή το άθλημα ή η μάχη, που δεν υπέχουν κάτι το επώδυνο για τους προικισμένους. Ο Νίτσε υπενθύμιζε πως στην αρχαία Ελλάδα το άθλημα προσομοίαζε πολύ περισσότερο με πολεμικό αγώνα των αρίστων παρά με δημοκρατική άμιλλα. Δεδομένης όμως της αληθινής προέλευσης της ιθύνουσας τάξης αυτής της χώρας, η «νοσταλγία» προς μίαν ανύπαρκτη φεουδαρχική παράδοση αριστοκρατίας είναι ελαφρώς παράδοξη.

Η γέννηση του ελληνικού κράτους, καθόλου συμπτωματικά, πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή όπου η σχέση φύσης-ιστορίας είχε ανατραπεί υπέρ της δεύτερης. Ευρέως θεωρείτο πλέον ανήθικο το να στερηθεί από ένα παιδί η δυνατότητα μύησης σε μίαν εκπαίδευση που την δικαιούνται όλοι κι όχι μόνο οι προικισμένοι. Ο δε εστιασμός ξέφυγε από τις αφετηριακές δυνατότητες και μεταφέρθηκε στην καταβαλλόμενη προσπάθεια. Η παιδαγωγική έμφαση στην εργασία και την πειθαρχία κι όχι στις ξεχωριστές πνευματικές δυνατότητες αποτυπώνεται, έστω γελοιογραφικά, και στις Πανελλήνιες.

Μια τρίτη ωφελιμιστική αντίληψη, κυρίως αγγλοσαξωνικής προέλευσης, έδωσε έμφαση όχι τόσο στο ταλέντο ή την προσπάθεια αλλά στην ωφέλεια (διανοητική και σωματική) που προκύπτει από την εκπαιδευτική διαδικασία. Εδώ τον αριστοκρατικό ελιτισμό της φύσης αλλά και τον δημοκρατικό ελιτισμό, τον υποκαθιστά το ατομικιστικό ιδεώδες της μαζικής δημοκρατίας. Θα περίμενε κανείς οι νεοφιλελεύθεροι να αναζητήσουν κάπου εδώ το φως …

Όμως όταν ο Ανδρέας απέδωσε στην ελληνική τον όρο establishment με την απαξιωτική απόδοση του, ως «κατεστημένο», υπονοούσε ακριβώς τον νόθο, βαλκανικό χαρακτήρα της ιθύνουσας τάξης. Αυτής που σήμερα με την επιστράτευση της αριστοκρατικής έννοιας excellence (αριστεία) κρύβει τον εκλεκτικισμό της και την κοπτορραπτική ιδεών. Δημιουργεί ένα υβρίδιο από όποια στοιχεία την βολεύουν καλύτερα, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή.

Κι αν σοβαρολογεί;

Στο τοπίο όλων των σημερινών προκλήσεων μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί πως ερμηνεύει άραγε την αριστεία ο Πρωθυπουργός για τον ηγέτη; Αν σοβαρολογεί, τότε τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από τις λαθροχειρίες της κας Κεραμέως και τα επικοινωνιακά τρικ.

Η αριστεία, ως η τελειότερη δυνατή πραγμάτωση της φύσης και του τέλους κάποιου, είναι συνώνυμη της αρετής οπότε ορίζεται ως μέτρον (προυποθέτει δηλαδή την άμφω οριοθέτηση).

Αυτό αποτελεί μια ιδιόρρυθμα ακραία κατάσταση που αποφεύγει ωστόσο τα άκρα, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν σχετίζεται με νερόβραστους και οπορτουνιστικούς κεντρώους μέσους όρους. Ποιες είναι άραγε οι δικές του οριοθετήσεις και οι δικές του αρετές;

Από την άλλη, στο κλειστό οργανωμένο σύμπαν του Αριστοτέλη η αρμόζουσα θέση, βάσει της φύσης του καθενός, ήταν ευχερώς προσδιορίσιμη. Όμως στο άπειρο σύμπαν της νεωτερικότητας, η αρχή της ανισότητας στην ιεραρχία των όντων κλονίστηκε τόσο που η θεμελίωση του αριστοκρατικού κόσμου αποσαρθρώθηκε. Ο ηγεμονισμός που εμφανίζει στη συμπεριφορά του ο κ Μητσοτάκης μήπως εμπεριέχει ένα τέτοιο ρετρό ιδεασμό;

Σε αυτή την περίπτωση αποκτά απειλητικό νόημα ο στίχος του Λ. Παπαδόπουλου με τον Αρίστο και το μαγαζί.