Η διαμάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και το σύστημα δικαιοσύνης εξελίχθηκε σε ανοιχτό πόλεμο την προηγούμενη εβδομάδα, με τον υπουργό Δικαιοσύνης να κατηγορεί συνολικά τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου (Yargitay) και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (Danistay) ότι παραβιάζουν το νόμο και παρεμβαίνουν στην ελεύθερη απονομή της δικαιοσύνης. Του ανταποκριτή μας στην Κωνσταντινούπολη Niyazi Dalyanci.
Ads
Στο επίκεντρο της διένεξης βρισκόταν η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο εισαγγελείς των ανατολικών πόλεων Erzurum και Erzincan. Η νομική διαμάχη μεταξύ των δύο εκπροσώπων της δικαιοσύνης έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο εισαγγελέας του Erzurum προσπάθησε να προχωρήσει σε σύλληψη του εισαγγελέα από το Erzincan, κατηγορώντας τον ότι ενορχήστρωνε τα σχέδια που διοργάνωσαν οι ύποπτοι της υπόθεσης Ergenekon για να ανατρέψουν την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Tayyip Erdogan.
Ο εισαγγελέας της Erzurum, Osman Sanal, ανέκρινε τον Ilhan Cihaner, τον γενικό εισαγγελέα της κοντινής πόλης Erzincan, ζητώντας επίσης από την αστυνομία να ερευνήσει το σπίτι του τελευταίου και τα γραφεία του. Επίσης, ζήτησε τη σύλληψή του, το ένταλμα για την οποία δόθηκε αμέσως από το δικαστήριο.
Λίγες ώρες μετά τη σύλληψη του Cihaner, το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK) στην Άγκυρα, το οποίο λειτουργεί ως σώμα επίβλεψης της τουρκικής δικαιοσύνης, ανακοίνωσε ότι έχουν πλέον ανακληθεί οι εξουσίες του εισαγγελέα της Erzurum και των τριών βοηθών του, και ζήτησε έρευνα εναντίον τους για υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.
Το νομικό επιχείρημα που προέβαλε το HSYK ήταν ότι οι ανώτατοι δικαστικοί και εισαγγελείς μπορούν να δικάζονται για κατηγορίες οι οποίες σχετίζονται με τα καθήκοντά τους μόνον από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο. Το HSYK ισχυρίστηκε ότι ο Sanal και οι βοηθοί του δεν ήταν αρμόδιοι να ζητήσουν τη σύλληψη του Cihaner.
O εισαγγελέας Sanal είχε κλητεύσει και το στρατηγό Saldiray Berk, διοικητή της τουρκικής 3ης Στρατιάς, που επίσης έχει την έδρα του στο Erzincan. Ωστόσο, ο διοικητής απάντησε λέγοντας πως δεν μπορούσε να έρθει στο Erzurum επειδή ήταν εν υπηρεσία. Ο Sanal τότε ζήτησε με επιστολή του στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο να επαληθεύσει τα λεγόμενα του στρατηγού. Έπειτα, ζήτησε από τον στρατηγό Berk να έρθει μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου και να καταθέσει ως ύποπτος.
Η όλη ιστορία ξεκίνησε το 2007, όταν, σε σύσκεψη των τοπικών αρχών του Erzincan, όπου συμμετείχαν ο κυβερνήτης, ο διοικητής της χωροφυλακής και ο αρχηγός της αστυνομίας, συζητήθηκαν δημοσιεύματα σχετικά με τις δραστηριότητες μιας διαβόητης και μυστικής ριζοσπαστικής ισλαμικής ομάδας, της «Κοινότητας Ismailaga», η οποία ονομάστηκε έτσι από το τζαμί στη γειτονιά Fatih της Κων/πολης, όπου και προσεύχεται. Τα δημοσιεύματα ισχυρίζονταν ότι τα τοπικά μέλη της κοινότητας εμπόδιζαν τα νεαρά κορίτσια να παρακολουθήσουν το σχολείο και παρέδιδαν παράνομα μαθήματα του Κορανίου με την πλήρη συγκατάθεση της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων στην Άγκυρα.
Ο εισαγγελέας Cihaner διεξήγαγε έρευνα για αυτές τις κατηγορίες αλλά η αστυνομία ανέφερε πως δεν βρέθηκε καμία παράνομη δραστηριότητα στο κομμάτι της κοινότητας του Erzincan. Ο εισαγγελέας έπειτα ζήτησε από την τοπική χωροφυλακή και το τοπικό τμήμα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ) να διεξάγουν μια ακόμη έρευνα. Η αναφορά που γράφηκε από την χωροφυλακή και την ΜΙΤ ήρθε σε αντιπαράθεση με την αναφορά της αστυνομίας και επίσης έκανε λόγο για οικονομικές παρατυπίες, πελατειακές σχέσεις και πολλά άλλα πλημμελήματα της κοινότητας, παράλληλα με τα παράνομα μαθήματα του Κορανίου και παρόμοιες ριζοσπαστικές δραστηριότητες.
Ο Cihaner ζήτησε την έγκριση για τηλεφωνικές υποκλοπές των τοπικών μελών της κοινότητας και, σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ, αυτές πραγματοποιήθηκαν σε πολλούς επιχειρηματίες, πολιτικούς, δημάρχους, ακόμη και υπουργούς.
Μια επιχείρηση σκούπα κατά της κοινότητας, η οποία θα μπορούσε να καλύψει τουλάχιστον μισή ντουζίνα πόλεις συμπεριλαμβανομένης της Κων/πολης, ματαιώθηκε όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στα σπίτια κάποιων από τους ύποπτους στην Erzincan, γεγονός που αφύπνισε τους υπόλοιπους ύποπτους. Κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων ισχυρίστηκαν ότι κάποιος μέσα από την αστυνομία ειδοποίησε τους πιθανούς ύποπτους και απέτρεψε μια ευρεία επιχείρηση εναντίον τους.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2009, ο Cihaner με τη βοήθεια της χωροφυλακής διεξήγαγε επιχείρηση εν αγνοία της τοπικής αστυνομίας και συνέλαβε 9 ανθρώπους. Μετά την ανάκριση τους, ο εισαγγελέας δημιούργησε μια λίστα 235 υπόπτων. Ωστόσο, αυτή η λίστα αποδείχθηκε καταστροφική για τον ίδιο, εφόσον ενέπλεκε επιχειρηματίες κοντά στην κυβέρνηση, αρκετούς υπουργούς και δημάρχους, συμπεριλαμβανομένου του Kadir Topbas, επικεφαλής του μητροπολιτικού δήμου της Κων/πολης.
Σε αυτό το στάδιο, ο Cihaner ισχυρίστηκε ότι ο αναπληρωτής Πρωθυπουργός Cemil Cicek τον κάλεσε και του ζήτησε να σταματήσει την έρευνα και να ελευθερώσει τους κρατούμενους. Ήταν μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις τοπικές εκλογές και μια τέτοια έρευνα θα έφερνε την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Ο εισαγγελέας αρνήθηκε.
Σύνδεση με το Ergenekon
Τον Ιούνιο του 2009, η εφημερίδα Taraf δημοσίευσε ένα αμφιλεγόμενο μυστικό έγγραφο, το οποίο υποτίθεται ότι συντάχθηκε από τον ανώτατο αξιωματικό του ναυτικού Dursum Cicek με τίτλο « Σχέδιο δράσης εναντίον του Θρησκευτικού Ριζοσπαστισμού». Το σχέδιο περιλάμβανε προτάσεις όπως η τοποθέτηση όπλων σε σπίτια που χρησιμοποιούνταν από την κοινότητα Fethullah Gulen και μια δυσφημιστική εκστρατεία κατά της κυβέρνησης Erdogan. Σύμφωνα με την Taraf, το σχέδιο δράσης συντάχθηκε τον Απρίλιο του 2009, περίπου 17 μήνες προτού ο Cihaner ξεκινήσει την έρευνά του κατά της κοινότητας Ismailaga. Ωστόσο, αυτή η ασυμφωνία δεν εμπόδισε της εφημερίδες που ήταν υπέρ της κυβερνήσεως να κατηγορήσουν τον Cihaner ότι έθεσε σε εφαρμογή το πλάνο αυτό, προτού καν συνταχθεί. Στο μεταξύ, ο Cihaner ξεκίνησε μια δεύτερη έρευνα για τις δραστηριότητες των υποστηρικτών του Fethullah Gulen.
Παρόλα αυτά, η προσωπική ιστορία του Cihaner δείχνει ότι είναι μάλλον απίθανο το άτομο αυτό να αποτελεί τμήμα του επονομαζόμενου «Βαθέος Κράτους». Το 1989, όταν υπηρετούσε στην πόλη Idil κοντά στην πόλη Mardin, στη νοτιοανατολική Τουρκία, είχε ξεκινήσει έρευνα εναντίον της αμφιλεγόμενης JITEM, μιας παραστρατιωτικής, παράνομης οργάνωσης, η οποία φέρεται ως ένοχη σε πολλές ανεξιχνίαστες δολοφονίες στις κουρδικές περιοχές. Ο στρατός και το επιτελείο της χωροφυλακής, τα οποία θεωρητικά λειτουργούν υπό το υπουργείο Εσωτερικών, συνεχίζουν να αρνούνται την ύπαρξη της JITEM ως επίσημης οργάνωσης των δυνάμεων ασφαλείας, παρά των χειροπιαστών στοιχείων για το αντίθετο.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης διεξήγαγε έρευνα μέσω των επιθεωρητών του εναντίον του Cihaner, χρησιμοποιώντας τα δημοσιεύματα του Τύπου σαν πρόσχημα.
Κατά τη διάρκεια αυτών των εξελίξεων, ο εισαγγελέας της Erzurum, Osman Sanal, εμφανίστηκε στο προσκήνιο και ζήτησε από τον Cihaner να μεταφέρει την υπόθεση Ismailaga στη δικαιοδοσία του. Το νομικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε ήταν ένα ανυπόγραφο γράμμα από έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η υπό έρευνα κοινότητα Ismailaga ήταν «οπλισμένη»» -κι έτσι έπρεπε να τεθεί υπό τη δικαιοδοσία του συγκεκριμένου εισαγγελέα. Ο Cihaner αντιστάθηκε, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη ότι η ομάδα είχε ένοπλη δράση.
Επιπλέον, ο Cihaner δήλωσε ότι είχε στην κατοχή του αντίγραφα από τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ των δύο υπόπτων, στα οποία ο ένας έδινε στον άλλον τα «καλά νέα» ότι η υπόθεση θα μεταφερόταν στην Erzurum.
Η νομική διαμάχη ανάμεσα στους δύο εισαγγελείς έληξε με την υπόθεση Ismailaga να μετατίθεται στην Erzurum.
Τώρα, ήταν η σειρά της χωροφυλακής και των μελών της ΜΙΤ που εμπλέκονταν στην υπόθεση να εμφανιστούν στον εισαγγελέα. Στις 27 Οκτωβρίου 2009, η αστυνομία της Erzincan έλαβε πληροφορίες ότι υπήρχαν κρυμμένα όπλα και πυρομαχικά σε μια δεξαμενή κοντά σε ένα χωριό έξω από την πόλη. Ο εισαγγελέας Sanal και η αστυνομία της Erzincan διεξήγαγαν έρευνα κοντά σε μια αποξηραμένη λίμνη. Περίπου 1.000 χειροβομβίδες, ρουκέτες και πυρομαχικά βρέθηκαν κατά την έρευνα καθώς επίσης ένα ψηφιακό τηλέφωνο GSM και μια κάρτα SIM. Έτσι λοιπόν, αυτοί οι οποίοι παράτησαν τα πυρομαχικά επίσης άφησαν στο ίδιο σημείο στοιχεία, τα οποία θα οδηγούσαν στις ταυτότητές τους.
Οι ύποπτοι τους οποίους υπέδειξαν τα στοιχεία δεν ήταν άλλοι από τους αξιωματικούς της χωροφυλακής, οι οποίοι είχαν διεξάγει την έρευνα κατά της κοινότητας Ismailaga. Τρεις αξιωματικοί της χωροφυλακής συνελήφθησαν το Νοέμβριο του 2009 και, τον Φεβρουάριο του 2010, συνελήφθη επίσης o συνταγματάρχης Ali Tapan, διοικητής του τμήματος της χωροφυλακής που εδρεύει στην Erincan. Έγινε επίσης έφοδος της αστυνομίας στα γραφεία της ΜΙΤ υπό την καθοδήγηση του εισαγγελέα Sanal, όπου μόλις και αποτράπηκε μια πιθανώς ατυχής ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των μελών της ΜΙΤ και των αστυνομικών. Τα μέλη της ΜΙΤ δεν επέτρεψαν την είσοδο στους αστυνομικούς στους χώρους της υπηρεσίας, ζητώντας τους να προσκομίσουν ένταλμα από τα κεντρικά στην Άγκυρα. Τρεις τοπικοί αξιωματικοί της ΜΙΤ επίσης συνελήφθησαν. Όλοι οι συλληφθέντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία κατά των κοινοτήτων Ismailaga και Fethullah Gulen, και συνδέονται έτσι με την υπόθεση Ergenekon στην Kων/πολη.
Μετά την ανακοίνωση του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK) ότι ανακλήθηκαν οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα Sanal και των τριών βοηθών, τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο (Yargitay) όσο και το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (Danistay) εξέδωσαν ανακοίνωση ότι στηρίζουν αυτή την κίνηση.
Το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου Hasan Gerceker τόνισε με έμφαση ότι η απόφαση που πάρθηκε από το HSYΚ είναι σύμφωνη με το νόμο και πρόσθεσε ότι τέτοια περιστατικά που λαμβάνουν χώρα στις τάξεις τους «έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στα μέλη του δικαστικού συστήματος».
Σε γραπτή του δήλωση, ο γενικός εισαγγελέας του Ανώτατου Δικαστηρίου, ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε έρευνα για το αν η απονομή δικαιοσύνης έχει πολιτικά κίνητρα. Για το σκοπό αυτό –ανέφερε η ανακοίνωση– ελέγχονται οι υποθέσεις στην Erzurum, στην Erzincan και τη Habur. Η Habur συνορεύει με το Ιράκ από όπου 34 Κούρδοι (8 από τους οποίους φορούσαν στολές ανταρτών του ΡΚΚ) ήρθαν και παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές τον Οκτώβριο, προκειμένου να συνεισφέρουν στις ειρηνευτικές προσπάθειες. Αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι μετά από τις σύντομες ερωτήσεις ενός πρόχειρου δικαστηρίου που στήθηκε εκεί για την περίσταση.
Ο γενικός εισαγγελέας Abdurrahman Yalinckaya είχε ξεκινήσει μια έρευνα για να κλείσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Erdogan πριν από δύο χρόνια, με την κατηγορία ότι το Κόμμα έχει καταστεί το επίκεντρο δραστηριοτήτων κατά του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, οι οποίες παραβιάζουν το Σύνταγμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, που λειτουργεί και ως Συνταγματικό Δικαστήριο, σταμάτησε την έρευνα πριν από το κλείσιμο του Κόμματος, αν και επιβεβαίωσε τις κατηγορίες στην τελική έκθεσή του.
Η γραπτή δήλωση από το γραφείο του Yalinckaya ερμηνεύεται γενικά ως πρόδρομος μιας νέας έρευνας εναντίον του ΑΚΡ.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Sadullah Ergin σε δήλωσή του αργά το απόγευμα μετά από συνάντηση με τον πρωθυπουργό Erdogan, ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι οι δηλώσεις τόσο του Ανώτατου Δικαστηρίου όσο και του Danistay συνιστούσαν παρέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία της δικαστικής διαδικασίας και της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων.
«Το HSYK έχει υπερβεί τις αρμοδιότητές του με την κίνηση αυτή. Ανάμεσα στα καθήκοντα που έχουν οριστεί στο HSYK και έχουν εγκριθεί από το νόμο, δεν υπάρχει διάταξη που να μπορεί να επηρεάσει μια διεξαγόμενη νομική διαδικασία που διενεργείται από ανεξάρτητους εισαγγελείς και δικαστές», δήλωσε ο Ergin.
Ο Ergin ανέφερε ότι δεν είναι δουλειά ούτε του Yargitay ούτε του Danistay, αλλά ούτε και του πληρεξούσιου εισαγγελέα να μιλήσουν για τις ανοιχτές υποθέσεις.
Επίσης, πρόσθεσε ότι οι δηλώσεις των εκπροσώπων του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου που υποστηρίζουν το HSYK ήταν «αντισυνταγματικές». «Η παρούσα κατάσταση δείχνει ότι μια δικαστική μεταρρύθμιση είναι πιο επιτακτική από ποτέ».
Η διαμάχη που έχει φέρει την Τουρκία στα πρόθυρα μιας ολοκληρωτικής πολιτικής κρίσης, με σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνίας να έχουν διχαστεί για το θέμα, θα συνεχιστεί: Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο, δεν φαίνεται να υπάρχει σαφές προβάδισμα για κάποια από τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >