Η, σχεδόν, σύσσωμη συσπείρωση του δυτικού κόσμου ενάντια όχι μόνο στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και σε οτιδήποτε (οικονομικό, καλλιτεχνικό, ρωσικό κλπ) προέρχεται από τη Ρωσία, θυμίζει σε πολλές περιπτώσεις παλαιότερες καταδικασμένες εποχές έναν αιώνα πριν με τον λεγόμενο “Red scare”, που ξεκινά πολλά χρόνια πριν τον μακαρθισμό.

Ads

Η αντικομουνιστική υστερία στη Δύση και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια πολύ παλιά υπόθεση, τόσο παλιά όσο περίπου και ο ίδιος ο κομμουνισμός. 

Στο πρώτο κύμα της, τον λεγόμενο “κόκκινο τρόμο”, είχε δύο πολύ γνωστά θύματα, το Νικόλα Σάκο και τον Μπαρτολομέο Βαντσέτι, δύο αναρχικούς που θυσιάστηκαν κυριολεκτικά στο βωμό του προ-Μακαρθικού Μακαρθισμού.

Οι Σάκο και Βαντσέτι κατηγορήθηκαν για τις δολοφονίες των Φρέντερικ Πάρμεντερ και Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, ταμία και φρουρού αντίστοιχα, και την κλοπή 15.766,51 δολαρίων που προορίζονταν για τη μισθοδοσία των εργατών του εργοστασίου κατασκευής υποδημάτων, Σλέιτερ και Μόριλ. Η κλοπή έγινε στις 15 Απριλίου 1920. Η υπόθεσή τους, που ξεσήκωσε τη διεθνή κατακραυγή, διανοούμενων κυρίως, αλλά και απλού κόσμου στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.

Ads

Οι Σάκο και Βαντσέτι είχαν αμφότεροι άλλοθι, αλλά αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσής τους. Συνελήφθησαν επειδή σε μια περίοδο κυριολεκτικής υστερίας εναντίον του κομμουνιστικού κινδύνου, ήταν και οι δύο γνωστοί στις αρχές για την αναρχική, συνδικαλιστική και ειρηνιστική τους δράση. Όλα συνώνυμα εκείνη την εποχή, με διάφορα λογικά άλματα, του κομμουνισμού. Ο δικαστής της υπόθεσης Γουέμπστερ Θάγιερ, τους χαρακτήριζε ανοιχτά «αναρχικούς μπάσταρδους» και η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς με τη σύλληψή τους και παρά το άλλοθί τους, σταμάτησαν οι έρευνες για άλλους υπόπτους. Ο Θάγιερ, ένας ακραία συντηρητικός δικαστής  “δεν έβλεπε τους “κόκκινους” σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό”, όπως αναφέρεται από ιστορικούς.

Πολλοί διάσημοι σοσιαλιστές διανοούμενοι της εποχής, όπως οι Ντόροθυ Πάρκερ, Μπέρτραντ Ράσελ και Μπέρναρντ Σω, έκαναν εκστρατεία για την επανεκδίκαση της υπόθεσης αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Σάκο και Βαντσέτι υποστήριξαν ότι είναι θύματα της κοινωνικής και πολιτικής προκατάληψης και είχαν απόλυτο δίκιο.

Ο Βαντσέτι στην απολογία του είπε: “Υποφέρω επειδή είμαι ριζοσπάστης, και πράγματι είμαι ριζοσπάστης. Έχω υποφέρει επειδή είμαι Ιταλός, και πράγματι είμαι Ιταλός. Εάν θα μπορούσατε να με εκτελέσετε δύο φορές, και εάν θα μπορούσα να ξαναγεννηθώ δύο φορές, θα ζούσα πάλι για να κάνω ό,τι έχω κάνει ήδη”.

Στις 23 Αυγούστου 1927, μετά από επτά χρόνια στη φυλακή, ο Σάκο και ο Βαντσέτι στάλθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Η εκτέλεση, που έγινε στη Μασαχουσέτη, προκάλεσε ταραχές στο Λονδίνο και το Βερολίνο ενώ πυρπολήθηκε από διαδηλωτές η αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι. Στην τελευταία κατοικία τους, τούς συνόδευσαν χιλιάδες κόσμου.

Η υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι όπως έμεινε στην ιστορία, προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης παγκοσμίως, αντικατοπτρίζοντας ως σήμερα τόσο τις στρεβλότητες του αμερικανικού συστήματος όσο και το κλίμα της εποχής, ένα κλίμα που επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα, την εποχή του Μακαρθισμού. Όποιος δεν ταυτιζόταν απόλυτα με το σύστημα, όποιος δεν καταδίκαζε κάθετα και απερίφραστα τον κομμουνισμό, ήταν ο απόλυτος εχθρός του κράτους.

Τι ήταν, όμως, αυτό που φοβόντουσαν τόσο οι Αμερικάνοι; Ότι οι κομμουνιστές θα προσπαθούσαν να καταλάβουν την εξουσία στις ΗΠΑ, όπως το είχαν κάνει μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα στη Ρωσία. Η ίδια η κυβέρνηση λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις ως παρακράτος, χρησιμοποιώντας κάθε νόμιμο ή και παράνομο τρόπο ώστε να καταστείλει κάθε υπόνοια αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος.

image

Ο γενικός Εισαγγελέας της χώρας, Μίτσελ Πάλμερ, είχε εκδώσει νόμους που επέτρεπαν εισβολές στα σπίτια από αστυνομικά όργανα προκειμένου να κατάσχουν “επαναστατικό” υλικό και να συλλάβουν άτομα με “ανατρεπτική” ιδεολογία. Οι συλληφθέντες αντιμετώπιζαν εκτός από το ενδεχόμενο της φυλάκισης και αυτό της απέλασης αν επρόκειτο για μετανάστες. Οι επιδρομές σε σπίτια υπόπτων χωρίς ένταλμα έμειναν γνωστές στην αμερικανική ιστορία σαν οι “επιδρομές Μίτσελ”.

Προσπαθώντας να αποτρέψει το ενδεχόμενο της εγκαθίδρυσης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, η Αμερική είχε δημιουργήσει ένα δικό της καθεστώς απόλυτου τρόμου, στο οποίο βασίλευαν οι ρουφιάνοι και οι καταδότες.

Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι έκαναν την εμφάνισή τους δεκάδες “μάρτυρες”, οι οποίοι ήταν προφανές ότι δεν είχαν καμία γνώση του περιστατικού, αλλά ήταν απλώς “δασκαλεμένοι”. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και σε κάθε παρόμοια περίπτωση.

Θύμα της μαζικής υστερίας των Αμερικανών, η οποία τροφοδοτείτο από καθημερινά δημοσιεύματα στον Τύπο, έπεσε φυσικά και ο συνδικαλισμός, ο οποίος ταυτίστηκε με την προσπάθεια να “καταστραφεί ο αμερικανικός τρόπος ζωής”.

Παράλληλα, με το νόμο περί “κατασκοπίας” του 1917, 74 εφημερίδες σταμάτησαν την ταχυδρομούνται στο κοινό τους – ένας πολύ διαδεδομένος τρόπος εκείνη την εποχή για να φτάνουν τα νέα παντού – καθώς το περιεχόμενό τους θεωρήθηκε ύποπτο.

image

Περισσότεροι από 5.000 Αμερικανοί πολίτες συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στις φυλακές εκείνη την περίοδο και 250 Ρώσοι μετανάστες απελάθηκαν. Οι νόμοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και η παραμικρή αναφορά στη Σοβιετική Ένωση ή κριτική στον καπιταλισμό και τις ΗΠΑ διωκόταν ποινικά.

Η πρώτη περίοδος του “κόκκινου τρόμου” μπορεί να τελείωσε θεωρητικά το 1920, αλλά ακολούθησε η δεύτερη, εκείνη του γερουσιαστή Μακάρθι, η οποία στοίχειωσε την Αμερική για μια δεκαετία, από το 1947 έως το 1957. Και υπό μία έννοια, ο κόκκινος τρόμος για τους Αμερικάνους δεν τελείωσε ποτέ…

image