Ήταν καθαρή Δευτέρα πριν έναν χρόνο σαν σήμερα, όταν ο μουσικός Βασίλης Καφούρος νοσηλεύτηκε στο Ιατρικό Κέντρο Αίγινας. Ήμουν στο νησί, με ενημέρωσε ο γιος του και καλός μου φίλος Ηλίας και έσπευσα στο νοσοκομείο. Εκεί, με ενημέρωσαν οι φίλοι του ότι, πάνω στο γλέντι και ενώ είχε το ακορντεόν στο χέρι, έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά μετά από λίγες μέρες …. πέταξε, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος.

Ads

Ήθελα να γράψω για τον Βασίλη, μάζευα φωτογραφίες του από τα παιδιά του, μίλησα με κοινούς μας φίλους, τον Σωκράτη Μάλαμα, τη Μελίνα Κανά, τον Άγγελο Σφακιανάκη. Στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου όλα όσα ήθελα να αποτυπώσω σε ένα κείμενο για αυτόν, έβαζα τις λέξεις στη σειρά, αλλά δεν τα κατάφερνα μέχρι σήμερα. Ήταν σαν να μην ήμουν έτοιμη να τον αποχαιρετήσω.

Ο Βασίλης ήταν ένας υπέροχος μουσικός. Έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, αλλά σκάλιζε όποιο έγχορδο έπεφτε στα χέρια του. Όταν τον γνώρισα στη γειτονιά μας τα Καμίνια ήμουν εννέα ετών κι εκείνος 27, μουσικός ήδη έπαιζε στις συναυλίες του Παπάζογλου και του Μάλαμα.

Συναντηθήκαμε πολλά χρόνια μετά γίναμε παρέα.  Άκουσα πολλές φορές το τρυφερό παίξιμο του στο πάλκο στις σκηνές της Αθήνας (τότε συνεργαζόταν στενά με τον Πέτρο Δουρδουμπάκη), έκανε παρέα με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Μανώλη Πάππο κι άλλους μουσικούς και όχι μόνο.  Βιοπορίστηκε από τη μουσική αλλά δεν του άρεσε να τον χρεώνεις στους επαγγελματίες. Δεν τον ενδιέφερε να κάνει καριέρα, αρνιόταν να κάνει συμβιβασμούς γι’αυτό κανόνιζε να ζει με τα αναγκαία. Η μουσική ήταν πάντα εκεί. Στο καφενείο, στην παρέα, στο σπίτι, στην αυλή του. Και η διάθεση να διατηρεί την πνευματικότητα του, να διαβάζει, να κοιτάζει τον απέναντι στα μάτια, να κάνει χώρο ώστε να νιώθουν ελεύθεροι οι οικείοι του, να συζητάει μόνο για τα ουσιώδη, να κάνει πικρό χιούμορ για να σου υπενθυμίσει ότι δεν έχουν και τόση σημασία όσα επιμένεις να αφήνεις να σε σκονίζουν, να σε βοηθάει να απεστιάζεις από τη σαβούρα που σου φορτώνει ως δήθεν αναγκαίο κακό το σύστημα. Στο μεσοδιάστημα μετακόμιζε από τη Σίφνο στο Ισραήλ τον τόπο της γυναίκας του, μετά πάλι στη Σίφνο, στον Πειραιά, στην Αίγινα και όπου ένιωθε φιλόξενη γη. Μελαγχολούσε, βαριόταν, το φιλοσοφούσε, το’ριχνε στο γλέντι, συνέχιζε….

Ads

Ο Βασίλης στόλισε πολλά τραγούδια με τα πλήκτρα του, γέμισε πολλές νύχτες μας με το μαγικό παίξιμο του σε σύγχρονα και ρεμπέτικα αριστουργήματα, πέρασε από αυτή τη ζωή σαν αεράκι, διακριτικός και τρυφερός κι έφυγε πάνω στο γλέντι, όπως του άξιζε. Για κάποιους από εμάς, είναι ακόμα εδώ, μας επισκέπτεται, μας ακούει, μας χαμογελά, μας συνεφέρνει.

«Παραθυράκι τ’ουρανού/ ν’ανοίξεις περιμένω/ τα δυο γλυκά ματάκια της/ να δουν εδώ πως μένω». Ο στίχος στο παρακάτω τραγούδι είναι δικός του κι εγώ νιώθω πως ανοίγω μ’αυτά τα λίγα λόγια ένα παράθυρο να τον δούμε απόψε.

Το κείμενο αφιερώνεται στα παιδιά του Ηλία, Αδάμ και Ζωή και στον αδερφό του Κώστα.

Φωτογραφίες από τη συνεργασία του με τον Παπάζογλου, τον Μάλαμα, τον Καλατζόπουλο, την Κανά, τον Δουρδουμπάκη κ.α.

image

image

image

image