Δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες μέρες, δείχνουν την αντίληψη περί καθεστωτικής αποστολής που έχει παγιωθεί σε ένα μεγάλο μέρος ΜΜΕ και δημοσιογράφων.

Ads

Με άρθρο του στο liberal ο Δημήτρης Καμπουράκης υπερθεματίζει υπέρ των εκλογών το Σεπτέμβρη, θεωρώντας ότι θα συντριβεί ο ΣΥΡΙΖΑ: «Η λύση είναι τον Σεπτέμβριο μια ακόμα μάχη, για να ξεκινήσει με ανανεωμένη εντολή την πορεία στο δύσκολο πεδίο της ύφεσης. Δεν θα είναι μάχη αναβάπτισης του Κυριάκου, αυτή υπάρχει. Θα είναι η οριστική μάχη πολιτικής θανάτωσης της πιο τυχοδιωκτικής και αδίστακτης ηγετικής ομάδας που πέρασε από τον τόπο μεταπολιτευτικά. Της ομάδας του Αλέξη».

Ο αρθρογράφος εκτιμά ότι κατά την περίοδο της επερχόμενης ύφεσης ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει πεδίο για την άσκηση σκληρής αντιπολίτευσης: «Ζουν σε δικό τους σύμπαν και αργά – αργά ξαναμαζεύουν γύρω τους όλους εκείνους τους φανατικούς και ψεκασμένους που είχαν χαθεί από το προσκήνιο. Σε δυο μήνες από σήμερα, θα κάθονται πάνω στα κάγκελα κάποιας άλλης ΕΡΤ και θα φωνάζουν “βοήθεια – βοήθεια”» υποστηρίζει. Παράλληλα χαρακτηρίζει τη ΝΔ, την καλύτερη κυβέρνηση της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της πανδημίας και αθωώνει, περίπου προκαταβολικά, κάθε οικονομικό σκάνδαλο: «Κι έχουν τόση λύσσα για ολοκληρωτική αντιπολίτευση με τις μεθόδους του 2010-15, τις μόνες που ξέρουν άλλωστε, που θα τους βγάλουν όλους κλέφτες και απατεώνες. Κανένας υπουργός, υφυπουργός και γενικός γραμματέας δεν πρόκειται να γλυτώσει», σημειώνει στο άρθρο του με αφορμή το φιάσκο της τηλεκατάρτισης.

image
image

Ads

Από την άλλη, στο άρθρο του Γιάννη Πρετεντέρη στα «Νέα» αμφισβητείται ευθέως η θεσμική αποστολή της δημοσιογραφίας στον έλεγχο της εξουσίας και περιγράφεται περίπου ως στήριγμά της: «Η δημοσιογραφία δεν έχει ελεγκτικές εξουσίες. Κανένα Σύνταγμα και κανένας νόμος δεν της αναγνωρίζει, ούτε της αναθέτει τέτοιες αρμοδιότητες. Δουλειά της είναι να ενημερώνει, να ερευνά, να αποκαλύπτει, να επισημαίνει, να σχολιάζει, να κρίνει. Αλλά ακόμη κι αν αυτά συνιστούν κάποια έμμεση μορφή δημόσιου ελέγχου, ο έλεγχος είναι δουλειά άλλων. Μόνο στην Ελλάδα η λεγόμενη “ερευνητική δημοσιογραφία” κατάντησε να εμπίπτει στον Ποινικό Κώδικα». 

Παράλληλα, υπεραμύνεται της χρηματοδότησης των ΜΜΕ από την κυβέρνηση ισχυριζόμενος ότι το μοτίβο του «πουλημένου τύπου» όπως και τα «θαλασοδάνεια των ΜΜΕ» ή η διαπλοκή ανάμεσα σε «Τράπεζες – ΜΜΕ – πολιτική εξουσία» στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν: «Αυτό στοιχειοθετούσε ένα υποτιθέμενο αμαρτωλό τρίγωνο, το οποίο (για να είμαι έντιμος) ήταν περισσότερο λατινοαμερικάνικης και λιγότερο συριζαίικης επινόησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ το οικειοποιήθηκε για να υπονομεύσει το κυρίαρχο σύστημα ενημέρωσης» ισχυρίζεται. Εντύπωση προκαλεί ότι στο άρθρο του ο Γ. Πρετεντέρης υποστηρίζει ότι ο Τύπος, υπέστη μεγάλη ζημιά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αλλά «κράτησε τη χώρα στις ράγες της Ευρώπης», δείγμα ταύτισης των ΜΜΕ με κεντρικά πολιτικά αφηγήματα.

image

Οι ίδιες απόψεις με διαφορετικές ετικέτες;

Δεν περνά απαρατήρητο ότι οι δημοσιογραφικές φωνές που σήμερα υπερασπίζονται με θέρμη τη Νέα Δημοκρατία και αντιμετωπίζουν την Αριστερά με όρους σχεδόν εμφυλιακούς, είναι ακριβώς οι ίδιες που πρωταγωνίστησαν στην περίοδο της σημιτικής ευμάρειας, χρησιμοποιώντας το θολό «κεντροαριστερό» αφήγημα για να υπερασπιστούν την παντοδυναμία του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και να πολεμήσουν την καραμανλική ΝΔ, που είχε ως σημαία της τη «διαπλοκή».
 
Οι φωνές αυτές, τους προηγούμενους μήνες δεν αρκέστηκαν στις «δάφνες» της εξουσίας, στην οποία ανήλθε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως εκπρόσωπος αυτής της τάξης, αλλά καλλιεργούν το ρεβανσιστικό  αφήγημα της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αποσταθεροποιηθεί το -μοναδικό- πολιτικό κεφάλαιο του Τσίπρα και να δημιουργηθούν συνθήκες μονοκρατορίας. Παρά το γεγονός ότι στην αρχή του 2020 το succes story του Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε ήδη παρουσιάσει ρωγμές, η πανδημία δημιούργησε νέα ευφορία και επικοινωνιακό ορυμαγδό, με αποτέλεσμα πολλοί να υποστηρίζουν ότι πρέπει να αξιοποιηθεί η συγκυρία για τη ΝΔ. 

Καθώς αποχωρεί η υγειονομική κρίση και έρχεται η ανασφάλεια της επόμενης μέρας χωρίς δουλειές και εισοδήματα για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, τα επικοινωνιακά σόου αρχίζουν να μην αποδίδουν και η κυβέρνηση χάνει τη λάμψη για την οποία εργάζονται τα ΜΜΕ . Όσο ο κόσμος ήταν κλεισμένος στο σπίτι, ήταν  εύκολο να καθοδηγείται από την «ομοιόμορφη» ενημέρωση των κυρίαρχων ΜΜΕ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ για τους δικούς του λόγους, είχε επιλέξει τη στρατηγική της συναίνεσης. Μόλις η «ασυλία» χάνεται χρειάζεται πραγματική διακυβέρνηση και η αντιπολίτευση, ιδιαίτερα αν πείθει ότι έχει «ενηλικιωθεί», φαντάζει επικίνδυνη για την εξουσία. 

Πανίσχυρη μιντιακή μηχανή αλλά ζοφερή πραγματικότητα

Στην κρίση που ακολουθεί, οι επιπτώσεις της οποίας θα είναι βαθιές εξαιτίας των προβληματικών και καθυστερημένων χειρισμών της κυβέρνησης, η κοινή γνώμη δεν θα είναι εύκολα διαχειρίσιμη. Το «έργο» έχει ξαναπαιχτεί στα χρόνια των πρώτων μνημονίων όταν η μιντιακή ελίτ επιχείρησε να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητα των θυσιών ως συνυπεύθυνη της χρεοκοπίας, ώστε να διατηρήσει τα δικά της προνόμια και να τσουβαλιάσει τον αντίλογο με την ταμπέλα των λαϊκιστών. Προκάλεσε συχνά αντίθετα αποτελέσματα ενώ η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ διέκοψε τη ροή κρατικού ή τραπεζικού χρήματος, χωρίς εγγυήσεις, στα άλλοτε παντοδύναμα αλλά ελλειματικά ΜΜΕ, που πλήρωναν τους παχυλούς μισθούς. 

Σήμερα η κυβέρνηση είναι πιο υποψιασμένη και φροντίζει να συντηρεί με κρατικό χρήμα μια πρωτόγνωρη μιντιακή και επικοινωνιακή μηχανή, ώστε να εξοντωθεί κάθε αντίθετη φωνή. Όμως οι κοινωνικές επιπτώσεις της ύφεσης θα είναι τέτοιες που θα κλονίσουν το καθεστώς που έχει επανέλθει με μεγάλη αλαζονεία. Από εκεί φαίνεται να πηγάζει η φιλοδοξία κάποιων δημοσιογράφων να υποδείξουν στην κυβέρνηση τις αναγκαίες πολιτικές κινήσεις για την οριστική εξόντωση της αντιπολίτευσης ή να επικρίνουν το είδος της δημοσιογραφίας που θεωρεί αυτονόητο να ελέγχει την εξουσία. 

Κάτι που αρχίζει να γίνεται κυνικά, μόλις μια νέα κρίση έρχεται να δοκιμάσει την υπεροχή των νόμιμων ιδιοκτητών της χώρας.